Η ιστορία της AEG επί εθνικοσοσιαλισμού δεν έχει ερευνηθεί ιδιαίτερα μέχρι σήμερα. Μια τέτοια απόπειρα μελέτης συνιστά το άρθρο του Thomas Irmer που επικεντρώνεται στη χρήση καταναγκαστικής εργασίας από την AEG στην Πολωνία, συγκεκριμένα στο πολωνικό εργοστάσιο κατασκευής καλωδίων στην Κρακοβία την περίοδο 1941-44.
Η AEG μετά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο είχε βρεθεί σε βαθιά κρίση, μεταξύ άλλων λόγω της απώλειας των εξωτερικών αγορών της. Σε συνδυασμό με τη διεθνή οικονομική κρίση μετά το 1929 είχε φτάσει να χάνει το 50% των δημόσιων παραγγελιών της. Από 41500 εργαζόμενους της επιχείρησης το 1931, έμειναν μόνο οι 27000 ως το 1933. Αρχικά μετά την άνοδο των ναζί στην εξουσία η εταιρεία είχε ν'αντιμετωπίσει και το πρόβλημα του "εβραϊκού στίγματος" λόγω της καταγωγής του ιδρυτή και του γιού του, Emil και Walther Rathenau (ο τελευταίος, όντας υπ, Εξωτερικών δολοφονήθηκε από τη διαβόητη ακροδεξιά παραστρατιωτική οργάνωση Freikorps το 1922), παρότι ήδη από τις αρχές του 1930 ο επικεφαλής της ήταν "άριος". Μέχρι το 1938, οι 300 περίπου Γερμανοεβραίοι συνεργάτες της AEG οδηγήθηκαν σε αναγκαστική συνταξιοδότηση, μετάθεση στο εξωτερικό ή απλώς απολύθηκαν.
Φαίνεται πως αυτή η "εκκαθάριση" ήταν παραπάνω από αρκετή, διότι από την αρχή του πολέμου η εταιρεία δεν είχε κανενός είδους εμπόδιο στην αύξηση της δραστηριότητας της διαμέσου της χρήσης καταναγκαστικής εργασίας, όπως και οι άλλες επιχειρήσεις του κλάδου, κι όχι μόνο αυτού ασφαλώς. Μάλιστα, κατά μια παράξενη "ειρωνεία" της τύχης, η πρώτη ομάδα καταναγκαστικής εργασίας την περίοδο 1940-41, στην έδρα της επιχείρησης στο Βερολίνο αποτελούνταν από Γερμανοεβραίους στα πλαίσια της λεγόμενης "Κλειστής παροχής εργασίας". Η προσάρτηση της Πολωνίας έδινε ένα ακόμα πεδίου για άφθονο φθηνό ως δωρεάν εργατικό δυναμικό, εν προκειμένω για το τέως "Kabli Fabryka", έξι χιλιόμετρα έξω από το κέντρο της Κρακοβίας.
Η διάθεση των επιχειρήσεων επί Πολωνικού εδάφους σε γερμανικές εταιρείες, κατόπιν της επίταξης τους από τη Wehrmacht πραγματοποιήθηκε μέσω της εταιρείας Montan, η οποία σε ότι αφορούσε το συγκεκριμένο εργοστάσιο καλωδίων, είχε πρώτα να αντιμετωπίσει τις αξιώσεις της μοναδικής μετόχου του, της τσεχικής "Μοραβικής Τράπεζας" στο κατεχόμενο τότε προτεκτοράτο της Βοημίας-Μοραβίας. Για ποιο λόγο όμως οι γερμανικές αρχές να δώσουν σημασία σε μια περιφερειακή τράπεζα μιας κατεχόμενης χώρας; Η προφανέστερη εξήγηση βρίσκεται στην επιρροή που ασκούσαν η Deutsche Bank καθώς και η αυστριακή CABV στην "Μοραβική Τράπεζα", κυρίως μέσω του Rufolf Pfeiffer αντιπροέδρου της "ΜΤ" και πρώην μέλους του ΔΣ της CABV. Μέσα από διαρκείς διαπραγματεύσεις, οι οποίες έλαβαν την τελική τους μορφή μόλις το 1943, η τσεχική τράπεζα έλαβε πολύ ικανοποιητικούς όρους για την εκμίσθωση της Kabli Fabryka στην ΑΕG ως το 1949 καθώς και αποζημίωσης για την παραχώρηση της ως τότε παραγωγής του εργοστασίου στη γερμανική εταιρεία, συγκεκριμένα στη θυγατρική που είχε ιδρυθεί γι'αυτό το σκοπό, την KWK.
To πολωνικό εγχείρημα της AEG στέφθηκε από ιδιαίτερη επιτυχία, καθώς στα πλαίσια της λειτουργίας της για τις ανάγκες της Wehrmacht αλλά και της λεγόμενης "Γενικής Διοίκησης", του ενός από τα τρία μέρη στα οποία χωρίστηκε η κατεχόμενη Πολωνία, σημείωσε τεράστια κέρδη. Αν το 1940 η κερδοφορία ανήλθε σε μισό εκατομμύριο ζλότυ (τοπικό νόμισμα), στα τέλη του 1943 τα κέρδη είχαν εκτιναχθεί κοντά 14 φορές πάνω, ανερχόμενα στα 7 εκ. ζλότυ περίπου. Αναμφίβολα καταλυτικό ρόλο σε αυτή την εκτίναξη έπαιξε η καταναγκαστική εργασία Πολωνών και Πολωνοεβραίων. Η διοίκηση της επιχείρησης υπέβαλε συχνά παράπονα για την κακή επισιτιστική κατάσταση των εργατών, που εμπόδιζε την αύξηση του ωραρίου εργασίας από 48 σε 54 ώρες εβδομαδιαίως και προκαλούσε πολλές απουσίες ανάμεσα στο προσωπικό. Αυτό δεν εμπόδισε την ίδια τη διοίκηση από να χρησιμοποιήσει η ίδια την απειλή διακοπής της τροφοδοσίας ως μέσω πίεσης για αδικαιολόγητες απουσίες και αργοπορίες. Καθώς μάλιστα η κατάσταση επιδεινωνόταν, με 1 στους 5 εργάτες να λείπει για ώρες ή μέρες από τη θέση του, η διοίκηση προσέφυγε στις κατοχικές αρχές προκειμένου να πετύχει τον εγκλεισμό 141 "παραβατών" σε στρατόπεδο συγκέντρωσης για εκφοβισμό. Οι πιέσεις δε σταματούσαν εκεί, αφού με βάση τη μαρτυρία του γνωστού λόγω της ταινίας Όσκαρ Σίντλερ, στην ίδια επιχείρηση 7 εργάτες απαγχονίστηκαν από τα SS; κάτι που οδήγησε σε άμεση αύξηση της παραγωγικότητας, παρότι δεν υπάρχουν στοιχεία ούτε για την ακριβή ημερομηνία ούτε για την ακριβή φύση της εμπλοκής της KWK στις εκτελέσεις.
Στα διάρκεια του 1943 πάντως το σύστημα των ποινών στην τροφοδοσία αυστηροποιήθηκε, ακολουθώντας μια γενική τάση των γερμανικών επιχειρήσεων στην Πολωνία, όπως πχ. της Daimler-Benz, η οποία έκοψε επιπλέον την παροχή οινοπνευματωδών και καπνών , ως αντικατάσταση ενός συστήματος φυσικής κακοποίησης των εργατών από τους Γερμανούς προϊσταμένους τους. Το καλοκαίρι του 1942 προστέθηκαν στο εργατικό δυναμικό και Εβραιοπολωνοί. Τον Ιούλιο του '42 οι δίοικηση της AEG είχε υποβάλει το αίτημα της ανέγερσης εργατικών πολυκατοικιών στο χώρο τους τέως γκέτο της Κρακοβίας, σημειώνοντας χαρακτηριστικά πως "Σε συνάρτηση με τη διεκπεραίωση της εκκένωσης της εβραϊκής συνοικίας, υποθέτουμε πως, μετά την επιτυχή ολοκλήρηση της επιχείρησης η συνοικία θα αποδοθεί εκ νέου για κανονική κατοίκηση". Οι Εβραίοι χρησιμοποιούνταν ευρέως ήδη σε σειρά γερμανικών επιχειρήσεων της Πολωνίας, λόγω του ακόμα φθηνότερου κόστους τους: Με βάση τους γερμανικούς νόμους οι Εβραίοι ελάμβαναν μόνο το 80% του ήδη χαμηλότατου κρατικά καθορισμένου ημερομισθίου, τα παιδιά και οι γυναίκες δεν είχαν καν την τύποις κοινωνική προστασία των μη Εβραίων συναδέλφων τους, επίσης δεν είχαν καμία προστασία από απόλυση, καμία επιπλέον παροχή πλην του ημερομισθίου, ούτε ασφαλιστική και υγιειονομική περίθαλψη, όπως κατ'όνομα πάλι συνέβαινε στην άλλη κατηγορία εργατών.
Σε ό,τι αφορά ειδικά τις συνθήκες εργασίας στην KWK, η διοίκηση όρισε τη μειωμένη τροφοδοσία των Πολωνοεβραίων σε σχέση με τους υπολοίπους εργάτες, ενώ από το 1943 μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδο της εταιρείας (τακτική συνήθης μεταξύ των γερμανικών εταιρειών) που είχε δημιουργηθεί με την αρωγή των SS στο τέως γκέτο της Κρακοβίας, όπου φυλάσσονταν από Ουκρανούς φρουρούς, τόσο στη διάρκεια της εργασίας τους, όσο και την υπόλοιπη μέρα. Στο στρατόπεδο κατοικούσαν με βάση μαρτυρίες επιζώντων περίπου 300 άτομα, ενώ η ίδια η AEG παραδέχτηκε μεταπολεμικά την ύπαρξη μόνο 200. Η απασχόληση ανερχόταν σε 12 ώρες, 7 ημέρες την εβδομάδα, ενώ μετέπειτα προβλέφθηκε 1 ελεύθερη μέρα κάθε τρίτη Κυριακή. Η διατροφή αποτελούνταν από μια μερίδα Erstatzkaffee, δυο μερίδες ψωμί και μια σούπα την ημέρα. Με βάση μαρτυρίες των ιδίων*, οι λιγοστοί Γερμανοεβραίοι εργάτες είχαν ελαφρώς καλύτερη μεταχείριση σε σχέση με τους Πολωνικής καταγωγής ομοθρήσκους τους, χωρίς αυτό να τους καθιστά απρόσβλητους στις διώξεις, οι οποίες αφορούσαν τους "μη παραγωγικούς" λόγω αδυναμίας, ασθένειας ή "τεμπελιάς" εργάτες, που κινδύνευαν ανά πάσα στιγμή με μεταφορά σε στρατόπεδα εξόντωσης. Δεν ήταν όμως και σπάνιες οι περιπτώσεις αλληλεγγύης μεταξύ των εργατών, όπου η αδυναμία εργασίας του ενός υπερκαλύπτονταν από τις προσπάθειες των συγκριτικά υγιέστερων συναδέλφων του.
Στις 5 Αυγούστου δόθηκε εντολή σταδιακής εκκένωσης του εργοστασίου και του στρατοπέδου των Εβραίων εργατών. Ένα τμήμα του εργοστασίου μεταφέρθηκε στο προτεκτοράτο Βοημίας-Μοραβίας, ορισμένες μηχανές που δε θα πάθαιναν ανεπανόρθωτη ζημιά κατά τη μετακίνηση, ημιεπεξεργασμένες και ακατέργαστες πρώτες ύλες, αλλά και διάφορα άλλα είδη, μεταξύ των οποίων και τρόφιμα που προορίζονταν για τους εργάτες, μεταφέρθηκαν στο Βερολίνο όπου πουλήθηκαν, συσσωρεύτηκαν στις αποθήκες της εταιρείας ή αξιοποιήθηκαν σε άλλα εργοστάσια της. Χαρακτηριστικό είναι πάντως πως η AEG συνέχισε ακόμα και το Μάρτη 1945, ενώ ήδη από το Γενάρη ο τελευταίος Γερμανός συνεργάτης είχε εγκαταλείψει το εργοστάσιο, τις διαπραγματεύσεις με την "Μοραβική Τράπεζα" ζητώντας μείωση του τιμήματος εκμίσθωσης λόγω των επιδεινούμενων συνθηκών, και ταυτόχρονα εξέταζε τρόπους ώστε να μετακυλίσει τις απώλειες της ως "πολεμικές καταστροφές" στον προϋπολογισμό του Ράιχ.
Σε ό,τι αφορά τους εργαζόμενους, παρά τις κακουχίες και τις εξοντωτικές τιμωρίες, οι περισσότεροι εξ αυτών κατόρθωσαν να επιβιώσουν, διεκδικώντας μεταπολεμικά αποζημιώσεις από την AEG. Τελικώς 175 μόλις, εβραϊκής καταγωγής έλαβαν κατόπιν δικαστικού αγώνα του το συμβολικό ποσό των 500 δολαρίων έκαστος. Στο σημείο του εργοστασίου ανεγέρθηκε μνημείο για τους 23 εκτελεσμένους για συνωμοσία εργάτες, ενώ υπάρχει πινακίδα υπόμνησης εκεί που κάποτε βρισκόταν το στρατόπεδο των Εβραιοπολωνών της εταιρείας.
*Ιδίως της Ella Wittman, η οποία μετά το κλείσιμο του εργοστασίου μεταφέρθηκε στο Άουσβιτς και μετά κατά την προέλαση του Κόκκινου Στρατού στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ravensbrück, ενώ μετά τον πόλεμο επέστρεψε στην πατρίδα της τη Λειψία, όπου εξελέγη το 1963 επικεφαλής της τοπικής εβραϊκής κοινότητας.
Βιβλιογραφία
Thomas Irmer. Zwangsarbeit für die deutsche Elektroindustrie im besetzten Polen Die „Allgemeine Elektrizitäts-Gesellschaft“ (AEG) und das Kabelwerk Krakau 1941–1944, στο Rüstung, Kriegswirtschaft und Zwangsarbeit im Dritten Reich, Andreas Heusler, Mark Spoerer, Helmuth Trischler (επιμ.), Oldenbourg Verlag 2011, 87-105