Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

Μονοπώλια και τρίτο Ράιχ Β. Η AEG στην κατεχόμενη Πολωνία

Η ιστορία της AEG επί εθνικοσοσιαλισμού δεν έχει ερευνηθεί ιδιαίτερα μέχρι σήμερα. Μια τέτοια απόπειρα μελέτης συνιστά το άρθρο του Thomas Irmer που επικεντρώνεται στη χρήση καταναγκαστικής εργασίας από την AEG στην Πολωνία, συγκεκριμένα στο πολωνικό εργοστάσιο κατασκευής καλωδίων στην Κρακοβία την περίοδο 1941-44.

Η AEG μετά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο είχε βρεθεί σε βαθιά κρίση, μεταξύ άλλων λόγω της απώλειας των εξωτερικών αγορών της. Σε συνδυασμό με τη διεθνή οικονομική κρίση μετά το 1929 είχε φτάσει να χάνει το 50% των δημόσιων παραγγελιών της. Από 41500 εργαζόμενους της επιχείρησης το 1931, έμειναν μόνο οι 27000 ως το 1933. Αρχικά μετά την άνοδο των ναζί στην εξουσία η εταιρεία είχε ν'αντιμετωπίσει και το πρόβλημα του "εβραϊκού στίγματος" λόγω της καταγωγής του ιδρυτή και του γιού του, Emil και Walther Rathenau (ο τελευταίος, όντας υπ, Εξωτερικών δολοφονήθηκε από τη διαβόητη ακροδεξιά παραστρατιωτική οργάνωση Freikorps το 1922), παρότι ήδη από τις αρχές του 1930 ο επικεφαλής της ήταν "άριος". Μέχρι το 1938, οι 300 περίπου Γερμανοεβραίοι συνεργάτες της AEG οδηγήθηκαν σε αναγκαστική συνταξιοδότηση, μετάθεση στο εξωτερικό ή απλώς απολύθηκαν. 

Φαίνεται πως αυτή η "εκκαθάριση" ήταν παραπάνω από αρκετή, διότι από την αρχή του πολέμου η εταιρεία δεν είχε κανενός είδους εμπόδιο στην αύξηση της δραστηριότητας της διαμέσου της χρήσης καταναγκαστικής εργασίας, όπως και οι άλλες επιχειρήσεις του κλάδου, κι όχι μόνο αυτού ασφαλώς. Μάλιστα, κατά μια παράξενη "ειρωνεία" της τύχης, η πρώτη ομάδα καταναγκαστικής εργασίας την περίοδο 1940-41, στην έδρα της επιχείρησης στο Βερολίνο αποτελούνταν από Γερμανοεβραίους στα πλαίσια της λεγόμενης "Κλειστής παροχής εργασίας". Η προσάρτηση της Πολωνίας έδινε ένα ακόμα πεδίου για άφθονο φθηνό ως δωρεάν εργατικό δυναμικό, εν προκειμένω για το τέως "Kabli Fabryka", έξι χιλιόμετρα έξω από το κέντρο της Κρακοβίας. 

Η διάθεση των επιχειρήσεων επί Πολωνικού εδάφους σε γερμανικές εταιρείες, κατόπιν της επίταξης τους από τη Wehrmacht πραγματοποιήθηκε μέσω της εταιρείας Montan, η οποία σε ότι αφορούσε το συγκεκριμένο εργοστάσιο καλωδίων, είχε πρώτα να αντιμετωπίσει τις αξιώσεις της μοναδικής μετόχου του, της τσεχικής "Μοραβικής Τράπεζας" στο κατεχόμενο τότε προτεκτοράτο της Βοημίας-Μοραβίας. Για ποιο λόγο όμως οι γερμανικές αρχές να δώσουν σημασία σε μια περιφερειακή τράπεζα μιας κατεχόμενης χώρας; Η προφανέστερη εξήγηση βρίσκεται στην επιρροή που ασκούσαν η Deutsche Bank καθώς και η αυστριακή CABV στην "Μοραβική Τράπεζα", κυρίως μέσω του Rufolf Pfeiffer αντιπροέδρου της "ΜΤ" και πρώην μέλους του ΔΣ της CABV. Μέσα από διαρκείς διαπραγματεύσεις, οι οποίες έλαβαν την τελική τους μορφή μόλις το 1943, η τσεχική τράπεζα έλαβε πολύ ικανοποιητικούς όρους για την εκμίσθωση της Kabli Fabryka στην ΑΕG ως το 1949 καθώς και αποζημίωσης για την παραχώρηση της ως τότε παραγωγής του εργοστασίου στη γερμανική εταιρεία, συγκεκριμένα στη θυγατρική που είχε ιδρυθεί γι'αυτό το σκοπό, την KWK. 

To πολωνικό εγχείρημα της AEG στέφθηκε από ιδιαίτερη επιτυχία, καθώς στα πλαίσια της λειτουργίας της για τις ανάγκες της Wehrmacht αλλά και της λεγόμενης "Γενικής Διοίκησης", του ενός από τα τρία μέρη στα οποία χωρίστηκε η κατεχόμενη Πολωνία, σημείωσε τεράστια κέρδη. Αν το 1940 η κερδοφορία ανήλθε σε μισό εκατομμύριο ζλότυ (τοπικό νόμισμα), στα τέλη του 1943 τα κέρδη είχαν εκτιναχθεί κοντά 14 φορές πάνω, ανερχόμενα στα 7 εκ. ζλότυ περίπου. Αναμφίβολα καταλυτικό ρόλο σε αυτή την εκτίναξη έπαιξε η καταναγκαστική εργασία Πολωνών και Πολωνοεβραίων. Η διοίκηση της επιχείρησης υπέβαλε συχνά παράπονα για την κακή επισιτιστική κατάσταση των εργατών, που εμπόδιζε την αύξηση του ωραρίου εργασίας από 48 σε 54 ώρες εβδομαδιαίως και προκαλούσε πολλές απουσίες ανάμεσα στο προσωπικό. Αυτό δεν εμπόδισε την ίδια τη διοίκηση από  να χρησιμοποιήσει η ίδια την απειλή διακοπής της τροφοδοσίας ως μέσω πίεσης για αδικαιολόγητες απουσίες και αργοπορίες. Καθώς μάλιστα η κατάσταση επιδεινωνόταν, με 1 στους 5 εργάτες να λείπει για ώρες ή μέρες από τη θέση του, η διοίκηση προσέφυγε στις κατοχικές αρχές προκειμένου να πετύχει τον εγκλεισμό 141 "παραβατών" σε στρατόπεδο συγκέντρωσης για εκφοβισμό. Οι πιέσεις δε σταματούσαν εκεί, αφού με βάση τη μαρτυρία του γνωστού λόγω  της ταινίας Όσκαρ Σίντλερ, στην ίδια επιχείρηση 7 εργάτες απαγχονίστηκαν από τα SS; κάτι που οδήγησε σε άμεση αύξηση της παραγωγικότητας, παρότι δεν υπάρχουν στοιχεία ούτε για την ακριβή ημερομηνία ούτε για την ακριβή φύση της εμπλοκής της KWK στις εκτελέσεις. 

Στα διάρκεια του 1943 πάντως το σύστημα των ποινών στην τροφοδοσία αυστηροποιήθηκε, ακολουθώντας μια γενική τάση των γερμανικών επιχειρήσεων στην Πολωνία, όπως πχ. της Daimler-Benz, η οποία έκοψε επιπλέον την παροχή οινοπνευματωδών και καπνών , ως αντικατάσταση ενός συστήματος φυσικής κακοποίησης των εργατών από τους Γερμανούς προϊσταμένους τους. Το καλοκαίρι του 1942 προστέθηκαν στο εργατικό δυναμικό και Εβραιοπολωνοί. Τον Ιούλιο του '42 οι δίοικηση της AEG είχε υποβάλει το αίτημα της ανέγερσης εργατικών πολυκατοικιών στο χώρο τους τέως γκέτο της Κρακοβίας, σημειώνοντας χαρακτηριστικά πως "Σε συνάρτηση με τη διεκπεραίωση της εκκένωσης της εβραϊκής συνοικίας, υποθέτουμε πως, μετά την επιτυχή ολοκλήρηση της επιχείρησης η συνοικία θα αποδοθεί εκ νέου για κανονική κατοίκηση". Οι Εβραίοι χρησιμοποιούνταν ευρέως ήδη σε σειρά γερμανικών επιχειρήσεων της Πολωνίας, λόγω του ακόμα φθηνότερου κόστους τους: Με βάση τους γερμανικούς νόμους οι Εβραίοι ελάμβαναν μόνο το 80% του ήδη χαμηλότατου κρατικά καθορισμένου ημερομισθίου, τα παιδιά και οι γυναίκες δεν είχαν καν την τύποις κοινωνική προστασία των μη Εβραίων συναδέλφων τους, επίσης δεν είχαν καμία προστασία από απόλυση, καμία επιπλέον παροχή πλην του ημερομισθίου, ούτε ασφαλιστική και υγιειονομική περίθαλψη, όπως κατ'όνομα πάλι συνέβαινε στην άλλη κατηγορία εργατών.

Σε ό,τι αφορά ειδικά τις συνθήκες εργασίας στην KWK, η διοίκηση όρισε τη μειωμένη τροφοδοσία των Πολωνοεβραίων σε σχέση με τους υπολοίπους εργάτες, ενώ από το 1943 μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδο της εταιρείας (τακτική συνήθης μεταξύ των γερμανικών εταιρειών) που είχε δημιουργηθεί με την αρωγή των SS στο τέως γκέτο της Κρακοβίας, όπου φυλάσσονταν από Ουκρανούς φρουρούς, τόσο στη διάρκεια της εργασίας τους, όσο και την υπόλοιπη μέρα. Στο στρατόπεδο κατοικούσαν με βάση μαρτυρίες επιζώντων περίπου 300 άτομα, ενώ η ίδια η AEG παραδέχτηκε μεταπολεμικά την ύπαρξη μόνο 200. Η απασχόληση ανερχόταν σε 12 ώρες, 7 ημέρες την εβδομάδα, ενώ μετέπειτα προβλέφθηκε 1 ελεύθερη μέρα κάθε τρίτη Κυριακή. Η διατροφή αποτελούνταν από μια μερίδα Erstatzkaffee, δυο μερίδες ψωμί και μια σούπα την ημέρα. Με βάση μαρτυρίες των ιδίων*, οι λιγοστοί Γερμανοεβραίοι εργάτες είχαν ελαφρώς καλύτερη μεταχείριση σε σχέση με τους Πολωνικής καταγωγής ομοθρήσκους τους, χωρίς αυτό να τους καθιστά απρόσβλητους στις διώξεις, οι οποίες αφορούσαν τους "μη παραγωγικούς" λόγω αδυναμίας, ασθένειας ή "τεμπελιάς" εργάτες, που κινδύνευαν ανά πάσα στιγμή με μεταφορά σε στρατόπεδα εξόντωσης. Δεν ήταν όμως και σπάνιες οι περιπτώσεις αλληλεγγύης μεταξύ των εργατών, όπου η αδυναμία εργασίας του ενός υπερκαλύπτονταν από τις προσπάθειες των συγκριτικά υγιέστερων συναδέλφων του. 

Στις 5 Αυγούστου δόθηκε εντολή σταδιακής εκκένωσης του εργοστασίου και του στρατοπέδου των Εβραίων εργατών. Ένα τμήμα του εργοστασίου μεταφέρθηκε στο προτεκτοράτο Βοημίας-Μοραβίας, ορισμένες μηχανές που δε θα πάθαιναν ανεπανόρθωτη ζημιά κατά τη μετακίνηση, ημιεπεξεργασμένες και ακατέργαστες πρώτες ύλες, αλλά και διάφορα άλλα είδη, μεταξύ των οποίων και τρόφιμα που προορίζονταν για τους εργάτες, μεταφέρθηκαν στο Βερολίνο όπου πουλήθηκαν, συσσωρεύτηκαν στις αποθήκες της εταιρείας ή αξιοποιήθηκαν σε άλλα εργοστάσια της. Χαρακτηριστικό είναι πάντως πως η AEG συνέχισε ακόμα και το Μάρτη 1945, ενώ ήδη από το Γενάρη ο τελευταίος Γερμανός συνεργάτης είχε εγκαταλείψει το εργοστάσιο, τις διαπραγματεύσεις με την "Μοραβική Τράπεζα" ζητώντας μείωση του τιμήματος εκμίσθωσης λόγω των επιδεινούμενων συνθηκών, και ταυτόχρονα εξέταζε τρόπους ώστε  να μετακυλίσει τις απώλειες της ως "πολεμικές καταστροφές" στον προϋπολογισμό του Ράιχ. 

Σε ό,τι αφορά τους εργαζόμενους, παρά τις κακουχίες και τις εξοντωτικές τιμωρίες, οι περισσότεροι εξ αυτών κατόρθωσαν να επιβιώσουν, διεκδικώντας μεταπολεμικά αποζημιώσεις από την AEG. Τελικώς 175 μόλις, εβραϊκής καταγωγής έλαβαν κατόπιν δικαστικού αγώνα του  το συμβολικό ποσό των 500 δολαρίων έκαστος.  Στο σημείο του εργοστασίου ανεγέρθηκε μνημείο για τους 23 εκτελεσμένους για συνωμοσία εργάτες, ενώ υπάρχει πινακίδα υπόμνησης εκεί που κάποτε βρισκόταν το στρατόπεδο των Εβραιοπολωνών της εταιρείας. 

*Ιδίως της Ella Wittman, η οποία μετά το κλείσιμο του εργοστασίου μεταφέρθηκε στο Άουσβιτς και μετά κατά την προέλαση του Κόκκινου Στρατού στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ravensbrück, ενώ μετά τον πόλεμο επέστρεψε στην πατρίδα της τη Λειψία, όπου εξελέγη το 1963 επικεφαλής της τοπικής εβραϊκής κοινότητας. 

Βιβλιογραφία
Thomas Irmer. Zwangsarbeit für die deutsche Elektroindustrie im besetzten Polen Die „Allgemeine Elektrizitäts-Gesellschaft“ (AEG) und das Kabelwerk Krakau 1941–1944, στο Rüstung, Kriegswirtschaft und Zwangsarbeit im Dritten Reich, Andreas Heusler, Mark Spoerer, Helmuth Trischler (επιμ.), Oldenbourg Verlag 2011, 87-105

Κυριακή 25 Αυγούστου 2013

Μονοπώλια και Τρίτο Ράιχ Α. Η BMW και το γερμανικό υπουργείο Αεροπορίας

Αποτελεί κοινό τόπο σε ένα σημαντικό μέρος της αστικής ιστοριογραφίας πως οι μεγάλες επιχειρήσεις στη διάρκεια της ναζιστικής εξουσίας υφίσταντο πίεση ή ακόμα κι εκβιασμούς, ενώ σε περίπτωση μη συμμόρφωσης απειλούνταν με κυρώσεις ή ακόμα και κρατικοποίηση. Το συνηθέστερο παράδειγμα που προβάλλεται προς επίρρωση αυτής της άποψης είναι εκείνο της κρατικοποίησης της επιχείρησης  του Hugo Junkers από το γερμανικό υπουργείου Αεροπορίας. Πέραν του ότι ακριβώς η ακρότητα αυτού του παραδείγματος το καθιστά ακατάλληλο για την εξαγωγή συνολικών συμπερασμάτων, η εξέταση άλλων περιπτώσεων στο χώρο της κατασκευής πολεμικών αεροσκαφών αποδεικνύει πως η εικόνα των πιεζόμενων και άβουλων επιχειρήσεων έναντι μιας παντοδύναμης καταπιεστικής κρατικής μηχανής είναι αν όχι παραπλανητική, τουλάχιστον εντελώς απλουστευτική.

  Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από τη μελέτη του Till Lorenzen, "Ελευθερία επιχειρηματικών κινήσεων της BMW στον κλάδο της κατασκευής κινητήρων αεροσκαφών 1933-1940" που εξετάζει αναλυτικά τις σχέσεις της διοίκησης της επιχείρησης, ενώ όπως υποστηρίζει τα συμπεράσματα του είναι αντιπροσωπευτικά για το σύνολο σχεδόν των σχετικών βιομηχανιών του κλάδου. Καταρχήν επισημαίνεται ότι νομικά τόσο η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής όσο και η ελευθερία των αποφάσεων σε σχέση με την πορεία της επιχείρησης παρέμεναν αναλλοίωτα. Στην πράξη η κρατική παρέμβαση, στην περίπτωση μας διαμέσου του υπουργείου Αεροπορίας εμφανίζεται έντονη στον τομέα της οργάνωσης της παραγωγής, όπου προϊόντος του χρόνου οι επιχειρήσεις ουσιαστικά διεκπεραιώνουν τις παραγγελίες που δίδονταν απευθείας από το υπουργείο, που αποτελούσε εξάλλου πρακτικά και το μόνο αγοραστή. Σε περιπτώσεις μη ικανοποιητικής απόδοσης, όπως συνέβη με τους κινητήρες BMW των γερμανικών πολεμικών αεροσκαφών που συμμετείχαν στον ισπανικό εμφύλιο, υπήρξαν και άμεσες παρεμβάσεις στα εσωτερικά των επιχειρήσεων, όταν το 1937 ο Γκαίρινγκ απαίτησε την συνολική αντικατάσταση του προσωπικού στο τμήμα σχεδίασης της επιχείρησης. Σημαντικό ρόλο έπαιζε το υπουργείο και στην κατανομή των πρώτων υλών, που ειδικά μετά τα μέσα της δεκαετίας του '30 σε ό,τι αφορά τα απαραίτητα μέταλλα βρισκόταν σε σημαντική έλλειψη, οδηγώντας τις επιχειρήσεις σε πλήρη σχεδόν εξάντληση των αποθεμάτων τους, ωστόσο δεν ισχύουν οι ισχυρισμοί περί ύπαρξης "κεντρικού σχεδιασμού" στην τροφοδοσία των επιχειρήσεων, τουλάχιστον για την περίοδο που εξετάζεται.

Ωστόσο σε μεγάλο βαθμό η BMW λειτουργούσε καθαρά αυτόνομα, ενώ ο κεντρικός στόχος, δηλαδή η κερδοφορία, όχι μόνο δε θίχτηκε, αλλά αναπτύχθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε μια μέτριου βεληνεκούς επιχείρηση (η κατασκευή κινητήρων αεροσκαφών αποτελούσε πριν το 1945 το βασικό τομέα δραστηριότητας, με την κατασκευή αυτοκινήτων αλλά και ποδηλάτων να έχει δευτερεύοντα ρόλο) πριν το 1933 να είναι στις παραμονές του πολέμου μια οκονομική δύναμη διεθνούς εμβέλειας.Η πολιτική επενδύσεων μόνο έμμεσα επηρεάστηκε από κρατικές οδηγίες, συνήθως δε αφηνόταν στην κρίση της διοίκησης. Επιπλέον ακόμα και στο κομμάτι όπου η κρατική καθοδήγηση ήταν εντονότερη, οι ιθύνοντες της BMW απαιτούσαν και συνήθως πετύχαιναν να συνδιαμορφώνουν τα πλάνα της παραγωγής, έχοντας στραμμένο το βλέμμα στην αναμενόμενη ανακοπή της ζήτησης, μετά τον διαφαινόμενο πόλεμο, εξέλιξη που προσπαθούσαν να προλάβουν ζητώντας ρήτρες από το κράτος σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Εξάλλου η σχεδόν πλήρης αναστολή των επενδύσεων και γενικά της επιχειρηματικής επέκτασης της BMW τις παραμονές του πολέμου έγινε σεβαστή από το υπουργείο Αεροπορίας δίχως τριβές.

Υπάρχουν και ζητήματα στα οποία χρησιμοποιούνται οι κρατικές διακηρύξεις προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η προαναφερθείσα θέση περί κρατικού καταναγκασμού στις επιχειρήσεις του Γ'Ράιχ. Πράγματι υπήρχε μια σειρά νομικών ρυθμίσεων για τις τιμές, εκ των υστέρων διατάγματα για τη διόρθωση των τιμών καθώς και υποχρέωση επιστροφής μέρους των κερδών στο κράτος. Στην πράξη ωστόσο αυτές οι θεσμικές πρωτοβουλίες είχαν καθαρά ρητορικό χαρακτήρα με προπαγανδιστικό αποδέκτη το γερμανικό λαό, αφού ούτε καν υπήρξε ποτέ κάποια άμεση ή έμμεση προσπάθεια του κράτους να επιβάλει τα διατάγματα του, πολλώ δε μάλλον να τιμωρήσει την BMW και τις συναφείς επιχειρήσεις για την πλήρη αδιαφορία τους να συμμορφωθούν. Μια ματιά δε στους ισολογισμούς της εταιρείας δείχνει πως η κερδοφορία όχι μόνο σε σχέση με το 1933, αλλά και σε σχέση με άλλους κερδοφόρους κλάδους της ήδη ευνοημένης πολεμικής βιομηχανίας εκτινάχθηκε σε ιλλιγιώδη ύψη. Ακόμα και στις περιπτώσεις που η διοίκηση της επιχείρησης προέβαινε σε ενέργειες κατόπιν κρατικής εντολής που δεν κάλυπταν τα συμφέροντα της, φρόντιζε να αποκτά άμεσα αντισταθμιστικά οφέλη. 

Η εικόνα που προκύπτει λοιπόν από αυτό το μεμονωμένο, αλλά ενδεικτικό (σύμφωνα με τον συγγραφέα) παράδειγμα μιας μονοπωλιακής επιχείρησης, εν προκειμένω μιας επιχείρησης που έφτασε σε αυτό το status ακριβώς κατά  την περίοδο των ναζί, δεν είναι εκείνο ενός κράτους-εντολέα κι μιας εταιρίας που θέλοντας και μη συμμορφωνόταν. Αντιθέτως προκύπτει ότι τη μερίδα του λέοντος των ουσιωδών αποφάσεων, δηλαδή αυτών που αφορούσαν η διασφάλιση της μεγιστοποίησης της κερδοφορίας παρέμενε στα χέρια της διοίκησης, με το κράτος ν'ακολουθεί συνήθως πρόθυμα. Το "αντάλλαγμα" της αποδοχής των κρατικών επεμβάσεων σε τεχνοκρατικά ή δευτερεύοντα διαχειριστικά ζητήματα δεν ισοδυναμεί σε καμία περίπτωση είτε με πλήρη, πόσο μάλλον ακούσιο από πλευράς επιχείρησης, κρατικό έλεγχο, ούτε καν με μονομερή άσκηση πίεσης μιας παντοδύναμης κρατικής μηχανής σε βάρος μιας δυσανασχετούσας διοίκησης. Οι τριβές που προέκυπταν είχαν να κάνουν με επιμέρους διαφωνίες ή αποτυχίες της εταιρείας (αεροπορία ισπανικού εμφυλίου) και πουθενά δεν υπέκρυπταν κάποιο ανταγωνισμό ή ουσιωδώς αντιτιθέμενα συμφέροντα. Προφανώς βέβαια οι στοχεύσεις του κάθε μονοπωλίου, άμεσες είτε πιο μεσομακροπρόθεσμες δε μπορούσαν πάντα να συμπίπτουν με εκείνες του Ράιχ, οι οποίες αφορούσαν συνολικά την καλλιέργεια, κυρίως διαμέσου του πολέμου και των συνακόλουθων κατακτήσεων ενός κλίματος ευνοϊκού για την περαιτέρω ενίσχυση του γερμανικού μονοπωλιακό καπιταλισμού ως σύνολο, στόχος που δεν αναιρείται από το γεγονός πως συγκεκριμένα τμήματα τους ή και μεμονωμένες επιχειρήσεις είχαν απευθείας πολιτικούς τους εκπροσώπους στην ηγεσία του Ράιχ. Η αποτίμηση του πολιτικού και οικονομικού ρίσκου που βρισκόταν πάντα στα χέρια της διοίκησης, καθώς και οι εν πολλοίς επιτυχημένες προσπάθειες της κατά της μέγιστης δυνατής μετακύλισης τους στον κρατικό προϋπολογισμό, δείχνουν μαζί με όλα τα προρρηθέντα πως τα ειωθότα της "ελεύθερης αγοράς" όχι μόνο δεν καταπατώνταν από ένα καθεστώς ολοκληρωτικού ελέγχου, όπως διατείνεται μεγάλη μερίδα αστών ιστορικών, αλλά βρήκε σε πληθώρα περιπτώσεων την πιο πλήρη έκφραση της. 


Βιβλιογραφία
Till Lorenzen, "Unternehmerische Handlungsspielräume der
Bayerischen Motoren Werke im Flugmotorenbau
1933–1940" στο Rüstung, Kriegswirtschaft und Zwangsarbeit im Dritten Reich, Andreas Heusler, Mark Spoerer, Helmuth Trischler (επιμ.), Oldenbourg Verlag 2011, 15-36

Κυριακή 18 Αυγούστου 2013

Οι άγνωστοι πρόγονοι της BAU

Αρκετοί από εσάς ίσως έχετε παρακολουθήσει τις σειρές, Profiler, Law and order και Criminal minds. Όλες έχουν ως κοινό στοιχείο-πέραν βέβαια της αστυνομικής πλοκής-την ανάλυση της συμπεριφοράς, της μεθοδολογίας και της ψυχολογίας του δράστη ενός εγκλήματος, συνήθως άγνωστου, γνωστό ως offender profiling, ενώ η τελευταία διαδραματίζεται στα κεντρικά της BAU (Behavioral analysis unit) στο Quantico της Virginia. Πώς όμως δημιουργήθηκε η συγκεκριμένη μέθοδος ανίχνευσης εγκληματιών;

Αν και μακρινός πρόγονος της μπορεί να θεωρηθεί ο Άνσελμος φον Φόυερμπαχ, πατέρας του γνωστού φιλοσόφου Λουδοβίκου Φόυερμπαχ, ο οποίος στις αρχές του 19ου αιώνα περιέγραφε στα έργα του αναλυτικά την ψυχοσύνθεση και τα κίνητρα των δραστών διαφόρων εγκλημάτων. Συνήθως ο όρος profiling συνδέεται με το FBI, ενώ στα μέσα της δεκαετίας του '90 υπήρχαν μόλις 20 ειδικοί της μεθόδου διεθνώς, κυρίως Αμερικανοί και δευτερευόντως Βρετανοί. Ωστόσο η πρώτη σύγχρονη εφαρμογή του profiling, αν και τότε δε διέθετε αυτή την ονομασία, ούτε συστηματοποιήθηκε από τον εισηγητή της βιβλιογραφικά, χρονολογείται στα 1970 στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία, την Ανατολική Γερμανία δηλαδή. 

Αφορμή στάθηκε η υπόθεση ενός κατά συρροή παιδόφιλου αλλά και δολοφόνου, του νεαρού Erwin Hagedorn, o οποίος έδρασε σε μια μικρή πόλη 50 χλμ έξω από το Βερολίνο ανάμεσα στα τέλη της δεκαετίας του '60 και τις αρχές του '70. Η πρώτη διπλή δολοφονία διαπράχθηκε το 1969,  με θύματα δυο εννιάχρονα αγόρια που είχαν βγει με τα ποδήλατα τους στο παρακείμενο δάσος. Βρέθηκαν δυο βδομάδες αργότερα κι έφεραν πολλαπλά τραύματα με μαχαίρι. Παρά την πρωτοφανή ως τότε κινητοποίηση της αστυνομίας, της λεγόμενης Volkspolizei (η βαριά εγκληματικότητα στην ΓΛΔ ήταν εξαιρετικά σπάνια, ενώ γενικότερα οι στατιστικές της παραβατικότητας,  ήταν χαμηλές με 601 αδικήματα πάσης φύσεως ανά 100.000 κατοίκους κατά μέσο όρο στα τέλη της δεκαετίας του '80), σε εκείνη τη φάση δεν έγινε δυνατόν να εντοπιστεί ο δράστης. 

Ωστόσο, στη διάρκεια των ερευνών, ο συνεργάτης της αστυνομίας και καθηγητής της έδρας της ψυχιατρικής εγκληματολογίας στο Αν. Βερολίνο δρ. Hans Szewczyk επινόησε έναν νέο τρόπο για την ταυτοποίηση του δράστη, ερευνώντας το είδος των θυμάτων, τον τρόπο δράσης και εκτέλεσης και τον τόπο τέλεσης του εγκλήματος. Κατέληξε στο ότι επρόκειτο για παιδόφιλο σαδιστή, πολύ νεαρής ηλικίας (όπως αποκαλύφθηκε ο Hagedorn ήταν μόλις 16 όταν διέπραξε τους πρώτους φόνους), πιθανότατα από φυσιολογικό κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον, ο οποίος ήταν πολύ πιθανόν να επαναλάβει την πράξη του.

Δυστυχώς οι εκτιμήσεις του δόκτορα επαληθεύτηκαν δυο χρόνια αργότερα, όταν παιδιά στην ίδια γειτονιά με τα προηγούμενα θύματα ανέφεραν στους γονείς τους πως ένας άγνωστος άντρας καταδίωκε έναν δωδεκάχρονο φίλο τους μες στο δάσος, κι από τότε αγνοούνταν τα ίχνη του. Λίγο αργότερα εντοπίστηκε το πτώμα του αγοριού, πάλι με πολλαπλές μαχαιριές, αλλά και την "υπογραφή" του δράστη, μια βαθιά τομή στο λαιμό. Η ειδική επιτροπή που συστάθηκε για την οριστική διαλεύκανση της υπόθεσης περιέλαβε εκ νέου στους κόλπους της τον δρ. Szewczyk, ο οποίος εμπλούτισε το εγκληματολογικό προφίλ του δράστη, επιβεβαιώνοντας αφενός την εξοικείωση του με τη χρήση μαχαιριών αλλά και διαπιστώνοντας σημαντικές ομοιότητες της υπόθεσης με εκείνη του παιδόφιλου δολοφόνου Jürgen Bartsch που δρούσε στη Δυτική Γερμανία στα μέσα της δεκαετίας του '60. Ζητώντας τη συνδρομή της Υπηρεσίας Κρατικής Ασφαλείας, της γνωστής μας Στάζι, απέκτησε πρόσβαση στο φάκελο του Bartsch. Μελετώντας τον κατέληξε στην ιδέα πως θα έπρεπε να ανακριθούν όλα τα παιδιά σχολικής ηλικίας στην πόλη, και ιδίως στη γειτονιά των θυμάτων, για τυχόν παρενόχληση ή απόπειρα αυτής στο παρελθόν, η οποία είχε αποκρυβεί λόγω φόβου ή ντροπής του παθόντος. 

Πράγματι, μετά από εκτεταμένη έρευνα μιας ειδικής ομάδας παιδοψυχολόγων, κατέληξαν στη μαρτυρία ενός νεαρού μαθητή που ομολόγησε πως το χειμώνα 1968 είχε δεχτεί σεξουαλική επίθεση από έναν άγνωστο άνδρα σε μια πίστα του σκι. Το γεγονός πως το παιδί είχε δει κάποιες φορές το πρόσωπο του δράστη στη μικρή πόλη και μάλιστα στη γειτονιά των θυμάτων, οδήγησε στον εντοπισμό του τόπου κατοικίας του, και τη σύλληψη του. Ο 19χρονος τότε μαθητευόμενος μάγειρας Erwin Hagedorn ομολόγησε την πράξη του αμέσως και συνεργάστηκε προθυμότατα με τις αρχές, συμμετέχοντας στην αναπαράσταση του εγκλήματος που μαγνητοσκοπήθηκε για εκπαιδευτικούς λόγους, ωστόσο δεν έδειξε καμία μεταμέλεια για τις πράξεις του (οι οποίες πέραν των φόνων και  των βιασμών περιλάμβαναν οχτώ απόπειρες δολοφονίας και πολυάριθμες ολοκληρωμένες ή ημιτελείς απόπειρες παρενόχλησης ανηλίκων), ούτε κατά τη σύλληψη και ανάκριση, ούτε και στο δικαστήριο. Η στάση του αυτή θεωρείται και ο κύριος λόγος για τον οποίο εκτελέστηκε η καταδίκη του σε θάνατο μετά από απόρριψη της αίτησης χάριτος των γονέων και του δικηγόρου του, παρότι ήδη στη ΓΛΔ ήταν ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη και πράγματι αποτέλεσε την τελευταία εκτέλεση για ποινικούς λόγους στη χώρα*. Να σημειωθεί πως ο δρ.  Szewczyk που συμμετείχε στην ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη του Hagedorn, παρότι τον έκρινε ως διαταραγμένη προσωπικότητα, δεν του απέδωσε μειωμένο καταλογισμό λόγω του ότι συνειδητά, σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και με γνώση των συνεπειών είχε προσχεδιάσει επιμελώς τα εγκλήματα του.

Το προφίλ του δρ.  Szewczyk, βασισμένο στην επίσης πρωτοποριακή για την εποχή της χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών για την ανάλυση εγκληματολογικών δεδομένων, είχε αποδειχτεί  ιδιαίτερα αποτελεσματικό κι έφερε όντως εκπληκτικές ομοιότητες με εκείνο του Bartsch. Παρότι προέρχονταν από αρκετά διαφορετικά περιβάλλοντα, με τον τελευταίο να έχει μια ταραγμένη παιδική ζωή σε θετή οικογένεια, ενώ τον Hagedorn  μεγαλωμένο σε μια σταθερή, αλλά συναισθηματικά ψυχρή κι έντονα πουριτανική οικογένεια, είχαν πολλά κοινά: Αμφότεροι ήταν μοναχικοί, και ήδη από το σχολείο είχαν δυσκολίες στην κοινωνικοποίηση τους, υφίσταντο πιέσεις από τους γονείς τους σε σχέση με την επαγγελματική τους ανέλιξη, ενώ ο σαδισμός τους κλιμακώθηκε σταδιακά από το βασανισμό και τη φόνευση ζώων, (η οποία και αποτελεί συνηθέστατο πρώιμο χαρακτηριστικό των κατά συρροή δολοφόνων μαζί ,αν και όχι αναγκαστικά ταυτόχρονα στον ίδιο άνθρωπο, με την πυρομανία και τη νυχτερινή ενούρηση) στην παρενόχληση παιδιών και τελικά τη δολοφονία τους. Ακόμα και η μεθοδολογία εμφάνιζε ομοιότητες, αφού και οι δύο δρούσαν κοντά στον τόπο κατοικίας τους, διέπραξαν ως ανήλικοι τους πρώτους φόνους και είχαν φτιάξει αυτοσχέδιους χώρους βασανισμού των θυμάτων τους. 

Ο δρ.  Szewczyk μετά την υπόθεση αυτή δεν αναμείχθηκε ξανά άμεσα σε αστυνομικές έρευνες, αφιερώνοντας όλο του το χρόνο στην-ποιοτικά και ποσοτικά εντυπωσιακή- έρευνα και την πανεπιστημιακή διδασκαλία. Παρότι στα πολυάριθμα έργα του αναφέρεται διεξοδικά τόσο στη σημασία της ψυχοσύνθεσης και του κοινωνικού περιβάλλοντος τόσο του δράστη, όσο και του θύματος, για τη διαλεύκανση εγκλημάτων, πουθενά όπως προείπαμε δεν επιχείρησε να καθιερώσει με ξεχωριστή ορολογία κι ακριβή περιγραφή την πρακτική μέθοδο που οδήγησε στη σύλληψη του Hagedorn, η οποία ανταποκρίνεται σε γενικές γραμμές απόλυτα σε αυτό που δυο δεκαετίες αργότερα ονομάστηκε offender profiling. Ποιος θα το έλεγε πως πίσω από τις πολυπληθείς κι εξειδικευμένες μονάδες ανάλυσης συμπεριφοράς του FBI θα κρύβονταν η Στάζι, η ανατολικογερμανική αστυνομία κι ένας άγνωστος στο ευρύ κοινό ψυχίατρος;

* Οι δυο τελευταίες έγιναν στις αρχές της δεκαετίας του '80 για υπoθέσεις κατασκοπίας, κλείνοντας τον κατάλογο 24 ατόμων που είχαν εκτελεστεί στην Ανατολική Γερμανία από την εποχή της σοβιετικής  διοίκησης, ('45-'49) μέχρι την διάλυση της DDR. Στην πλειονότητα τους επρόκειτο για εγκληματίες πολέμου και συνεργάτες των ναζί, ενώ στη δεύτερη θέση έρχονταν οι κατηγορίες για κατασκοπία, με τους ποινικούς να αποτελούν τη μικρότερη κατηγορία εκτελεσθέντων. Επίσημα η θανατική ποινή καταργήθηκε το 1987.

Βιβλιογραφία:

Τρίτη 13 Αυγούστου 2013

ΙΙΙ.Τα Λαυρεωτικά

Μετά τις εκλογές της 15ης Φλεβάρη 1873 η επίλυση από πλευράς Δεληγιώργη ήταν η εξαγορά της γαλλοϊταλικής εταιρείας από τον όμιλο Συγγρού η οποία συνοδεύτηκε λίγο αργότερα και από την παραχώρηση στον ίδιο όμιλο της εκμετάλλευσης των εκβολάδων. Είναι μύθος αυτό που υποστηρίχτηκε αργότερα με βάση αναφορές της βρετανικής πρεσβείας πως ο νόμος για τη φορολόγηση της εταιρείας του Σερπιέρι είχε τρομάξει υποψήφιους επενδυτές. Η θεωρία διαψεύδεται από το γεγονός πως κατατέθηκε πληθώρα προτάσεων, κυρίως μάλιστα από βρετανικούς ομίλους για την ανάληψη του Λαυρίου. 

Ο Συγγρός μέσω της Πιστωτικής Τράπεζας ήδη είχε ξεκινήσει το κερδοσκοπικό του παιχνίδι από το Νοέμβριο του 1872, ανακοινώνοντας πως για τη δημόσια εγγραφή σε αυτή θα διατίθεντο 2 εκ. μετοχές, τουτέστιν 14% του συνολικού κεφαλαίου. Ο μικρός αριθμός προσφοράς μετοχών δημιουργούσε φήμες για υψηλή αξία της εταιρείας, άρα και μεγαλύτερη ζήτηση,τουτέστιν υψηλότερη τιμή για τις μετοχές. Οι ιδιοκτήτες φρόντισαν ώστε να υπάρξει σημαντική διασπορά των μετοχών, και δια της μη παραχώρησης ψήφου σε μικρομετόχους διατηρούσαν τον πλήρη έλεγχο της εταιρείας. Αξίζει να σημειωθεί πως το κλίμα εκείνη την εποχή ήταν ευνοϊκό, δεν είχε εκδηλωθεί ακόμα η παγκόσμια κρίση του 1873, ενώ η αυξημένη διεθνής ζήτηση μεταλλευμάτων, καθώς και η ευνοϊκή συγκυρία για τα αμπέλια είχαν προσελκύσει την προσοχή των ολιγάριθμων Ελλήνων αστών του Ελληνικού κράτους, αλλά και της ευάριθμης κατηγορίας των μικροαστών, κυρίως των καλλιεργητών αμπέλου στα Επτάνησα και την Πελοπόννησο. 

Από το Δεκέμβριο του 1873 ως το Φλεβάρη του 1874, η τιμή της μετοχής της τράπεζας θα αυξηθεί κατά 70%, ενώ τον επόμενο μήνα θα χάσει 23%. Στο μεταξύ όμως, επέρχεται η κατάρρευση της μετοχής του Λαυρίου. Η τιμή της είχε τριπλασιαστεί το Μάιο του 1873 και τώρα επιστρέφει στην ονομαστική της αξία, μια πτώση της τάξεως του 70%. Μετά από αυτό, θα διπλασιαστούν οι πτωχεύσεις, θα εξανεμιστούν μικροαποταμιεύσεις και θα επέλθει η πτώση της κυβέρνησης. Καμία ενέργεια για την τιμωρία των υπευθύνων δε διενεργήθηκε ούτε τότε, ούτε αργότερα, ο μόνος που πλήρωσε το τίμημα του πολιτικού του αφανισμού ήταν ο Δεληγιώργης και η κυβέρνηση του. 

Τα στοιχεία αντλήθηκαν από το βιβλίο "Ιστορία του ελληνικού κράτους. 1830-1920." Α' τόμος, Αθήνα 2009

ΙΙ. Τα Λαυρεωτικά


Για να έχουμε και μια εικόνα του πολιτικού πλαισίου της εποχής, πρέπει να σημειώσουμε πως το 1871 η κυβέρνηση αποτελούνταν από το συνασπισμό Κουμουνδούρου-Βούλγαρη. Ο τελευταίος, πέτυχε τη στήριξη του βασιλιά ώστε να προκληθεί διάλυση της βουλής (δεν είχε θεσπιστεί ακόμα η δεδηλωμένη θυμίζω) και εκλογές το Φλεβάρη του 1972, τις οποίες πήρε ο Βούλγαρης με τη χρήση εκφοβισμών και εκτεταμένης καλπονοθείας. Η στήριξη του βασιλέα και των ξένων πρεσβειών στο πρόσωπο του, λόγω της διαλλακτικής θέσης του στο Λαυρεωτικό, οδήγησε σε κατάπνιξη των καταγγελιών των εκλογικών του ατασθαλιών. 

Η ανάρρηση του Βούλγαρη στην πρωθυπουργία, με ευρύτατη για ευνόητους λόγους κοινοβουλευτική πλειοψηφία, σήμανε την αύξηση των πιέσεων από πλευράς Ιταλίας και Γαλλίας υπέρ της προς όφελος του Σερπιέρι διευθέτηση του λαυρεωτικού ζητήματος. Παράλληλα όμως οξυνόταν οι τόνοι από την πλευρά της αντιπολίτευσης, ιδίως το κόμμα του Επαμεινώνδα Δεληγιώργη, που κατηγορούσε την κυβέρνηση για "διαρπαγή του εθνικού πλούτου". Δυσαρέσκεια υπήρχε και από τους βουλευτές του Κομουνδούρου, που παρότι παρέμεναν κυβερνητικοί εταίροι του Βούλγαροι, φοβούνταν το πολιτικό κόστος της εφεκτικής του στάσης στο Λαυρεωτικό. Πράγματι πάντως ο Βούλγαρης δεσμεύτηκε να επαναλάβει τις διαπραγματεύσεις με στόχο το συμβιβασμό, κάτι που σήμανε και άμβλυνση των αντιδράσεων των ξένων δυνάμεων. Παρόλαυτα, ο βασιλιάς τον εξανάγκασε τον Ιούνιο του 1872 σε παραίτηση, δείχνοντας ότι δεν ενέκρινε τη λύση που προέκρινε ο πρωθυπουργός για το θέμα (είχε έρθει ήδη σε συμφωνία με την εταιρεία για ολική εξαγορά της από το δημόσιο, ωστόσο υπήρχε διαφωνία στο θέμα του τιμήματος, αφού όπως είπαμε η πρόταση της κυβέρνησης ήταν 11 εκ), ή πως ήθελε άλλους να πρωταγωνιστήσουν στην επίλυση, πιθανότατα όπως φάνηκε στην πορεία, το ομογενειακό κεφάλαιο. 

Σε κάθε περίπτωση ο βασιλιάς κατόρθωσε με διασταλτική ερμηνεία του συντάγματος (αυτή είναι η επιεικέστερη εκδοχή) να εξαναγκάσει το Βούλγαρη σε παραίτηση, προκαλώντας την άνοδο του Δεληγιώργη. Οι ιταλικές και γαλλικές υπηρεσίες στη χώρα εξέφρασαν την έκπληξη τους για την αποπομπή Βούλγαρη, ενός ανθρώπου που φαινόταν να συμπλέει αρκετά με τις απαιτήσεις του. Πιο ενήμερη για τις προθέσεις του Γεωργίου τόσο να ενισχύσει το ρόλο του στα πολιτικά πράγματα, όσο και να προωθήσει την επέκταση του ομογενειακού κεφαλαίου στη χώρα, στόχοι αλληλένδετοι εξάλλου, ήταν η βρετανική πρεσβεία, που είχε συζητήσει το θέμα με το βασιλέα αυτοπροσώπως. Ενήμεροι φαίνεται πως ήταν και οι ομογενείς κεφαλαιούχοι για την κίνηση του βασιλιά, μαρτυρίες κι άλλες ενδείξεις συγκλίνουν ότι κάποιοι από αυτούς την επιδίωξαν κιόλας. Οι τελευταίοι είχαν ήδη κάνει αισθητή την παρουσία τους στην Ελλάδα, με αγορές και ανεγέρσεις κτιρίων, καταθέσεις επιχειρηματικών σχεδίων, πλούσιες κοινωνικές δραστηριότητες καθώς και παρεμβάσεις σε θέματα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής. Ο Γεώργιος θεώρησε πως θα μπορούσε να εξαργυρώσει την στήριξη του στην ολιγάριθμη, αλλά ισχυρότατη αστική τάξη της διασποράς, με ενίσχυση του προσωπικού του ρόλου στην πολιτική ηγεσία της χώρας. Ο Δεληγιώργης θεωρήθηκε ο ιδανικός άνθρωπος που θα μπορούσε να περάσει με άνεση τα μέτρα που θα τους ωφελούσαν, πιστεύοντας πως έπραττε προς όφελος της ελληνικής οικονομίας, που έπασχε από χρόνια έλλειψη κεφαλαίων. 

O Δεληγιώργης αρχικά δεν αποδείχτηκε τόσο πειθήνιο όργανο όσο θα ήθελαν οι πάτρωνες του. Επιδίωξε, κι ως ένα βαθμό κατάφερε, να χρησιμοποιήσει την εύνοια του στέμματος χωρίς να προβεί σε ουσιαστικές παραχωρήσεις προς την πλευρά του. Θα συγκρουστεί με τον ίδιο το Φερρύ και θα προσπαθήσει να επιβάλει τους δικούς του όρους στους ομογενείς κεφαλαιούχους, κάτι που βέβαια έμελε να σημάνει και το πολιτικό του τέλος. Για την προσωπική του εντιμότητα δεν υπάρχει κανένα στοιχείο αμφιβολίας, ίσα-ίσα που ακόμα και η βρετανική πρεσβεία την επισημαίνει, επισημαίνοντας τη φιλαργυρία, ακόμα και το χρηματισμό του πιστού συμμάχου της βασιλέα Γεωργίου. Οι αυταπάτες του ότι θα μπορούσε με νομικές γνώσεις και θεσμικό τρόπο να πετύχει τη "συνετή" συμπεριφορά των ομογενών επιχειρηματιών εν προκειμένω κυρίως του Ανδρέα Συγγρού και της Πιστωτικής Τράπεζας του πληρώθηκαν με την πτώση της κυβέρνησης του, ενάμιση χρόνο μόλις μετά την ανάληψη των καθηκόντων της. 

Τα Λαυρεωτικά


Η υπόθεση των Λαυρεωτικών, που συγκλόνισε τη χώρα στις αρχές της δεκαετία του 1870, είναι ένα από τα χαρακτηριστικά παραδείγματα για τη διαπλοκή της εγχώριας πολιτικής ζωής με τις διεθνείς σχέσεις και την εξωτερική πολιτική της χώρας, τις συγκρούσεις αλλά και τις συμμαχίες του στέμματος με τα πολιτικά κόμματα, την εισροή σημαντικών καπιταλιστών στο πολιτικό γίγνεσθαι, τη διείσδυση επιχειρηματιών του εξωτερικού αλλά και της ελληνικής διασποράς στην εγχώρια πολιτική και οικονομική ζωή. Ας δούμε λοιπόν την αρχή της ιστορίας και τη μετέπειτα εξέλιξη της.

Ο Νόμος Υ' περί Λαυρίου θεσπίστηκε το 1871. Αφορούσε τόσο τα κοιτάσματα αργυρούχου μολύβδου και ψευδαργύρου, όσο και τις εκβολάδες και τις σκωρίες της επιφάνειας, κατάλοιπα της εξορυκτικής δραστηριότητας κατά την αρχαιότητα. Η γαλλοΪταλική εταιρεία Σερπιέρι-Ρου, είχε αναλάβει την επεξεργασία των καταλοίπων αυτών με χρήση της τεχνολογίας εκείνης της εποχής, αποσπώντας έτσι δίχως υψηλό κόστος αξιόλογες ποσότητες αργυρούχου μολύβδου. Κύριος στόχος του νομοθετήματος ήταν η αύξηση της φορολόγησης της επιχείρησης. 

Αξίζει να σημειωθεί πως οι φήμες για τον ορυκτό πλούτο της Ελλάδας, άλλοτε βάσιμες κι άλλοτε αποκύημα φαντασίας, κυκλοφορούσαν ευρέως στον τύπο της εποχής, με επίκουρο την ίδια την κυβέρνηση, που παραχωρούσε διαρκώς μεταλλεία, πολλές φορές ωστόσο ανύπαρκτα στην πραγματικότητα, για λόγους εντυπωσιασμού. Ειδικότερα δε για το Λαύριο, είχε εδραιωθεί στο δημόσιο λόγο η άποψη πως τα εκεί κοιτάσματα "θα κάνουν πλούσιους όλους τους Έλληνες μια για πάντα".

Για να στηρίξει το νέο νόμο, η κυβέρνηση ισχυρίστηκε πως η αρχική σύμβαση με την εταιρεία αφορούσε μόνο την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων, κι όχι την επεξεργασία των καταλοίπων, που ανήκαν στο Ελληνικό δημόσιο. Με βάση το κείμενο του νόμου, ορίζονταν επακριβώς τα δικαιώματα του Δημοσίου, και θεσπίζονταν οι φόροι που θα κατέβαλε η εταιρεία. Η δημοσίευση του νόμου προκάλεσε παρέμβαση της Γαλλίας και της Ιταλίας, σε σημείο μάλιστα να απειλήσουν και με τη χρήση κανονιοφόρων. Η γαλλική κυβέρνηση διόρισε μάλιστα ως πρέσβη της στην Ελλάδα το Ζυλ Φερρύ, μετέπειτα πρωθυπουργό και θεωρητικό της αποικιοκρατίας, παρότι "αριστερών" καταβολών. 

Εκτός από τον Τζοβάνι Μπαττίστα Σερπιέρι και τον Μασσαλιώτη Ιλαρίωνα Ρου, που ήταν οι μόνοι που πιθανότατα γνώριζαν την ακριβή αξία των εκβολάδων, στη σύνθεση του ιδρυτικού κεφαλαίου συμμετείχαν, με ποσοστό όχι τεκμηριωμένο, αλλά πιθανόν γύρω στο 25%, η οικογένεια Ροδοκανάκη στη Μασσαλία. Το αρχικό αυτό κεφάλαιο του 1863 ήταν σημαντικό μεν για την εποχή, αλλά χαμηλό σε σχέση με την αξία που θα αποκτούσε αργότερα η εταιρεία. Η προτεραιότητα δόθηκε όπως είπαμε στην επεξεργασία των καταλοίπων, που είχε σαφώς χαμηλότερο κόστος σε σχέση με την απευθείας εξόρυξη κοιτάσματων, που λάμβανε χώρα σε μικρότερο βαθμό. 

Το 1871 ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις για την εξαγορά της εταιρείας από το ελληνικό δημόσιο. Ο ιταλός επιχειρηματίας ζήτησε ένα ποσό που ανερχόταν στο 1/4 των φορολογικών εσόδων του ελληνικού κράτους, γύρω στα 22 εκ, ενώ η ελληνική κυβέρνηση αντιπρότεινε 11 εκ. Η εν λόγω προσφορά φαίνεται πως ήταν αρκετά γενναιόδωρη, όπως τουλάχιστον φάνηκε δυο χρόνια αργότερα από την εξαγορά της εταιρείας από τον Ανδρέα Συγγρό, σε ποσό ελάχιστα υψηλότερο από την προσφορά της ελληνικής κυβέρνησης, στα 12,5 εκ. Οι Σερπιέρι και Ρου παρέμειναν ως μέτοχοι, κάτι που μπορεί να θεωρηθεί ως ισχυρή ένδειξη πως πράγματι το εν λόγω ποσό ήταν αρκετά κοντά στην πραγματική αξία της εταιρείας. 10 χρόνια μετά την αρχική επένδυση, η αξία της είχε εκτιναχθεί κατά 25 φορές, και ήταν και 3,6 φορές υψηλότερη από το σύνολο των κεφαλαίων που είχαν τοποθετηθεί σε αυτή ως το 1871. Αυτή η διαφορά οφειλόταν στη φήμη της επιχείρησης, και κυρίως στην πιθανότητα εντοπισμού νέων κοιτασμάτων. Ο υπερτριπλασιασμός του κεφαλαίου των αρχικών μετόχων σε μια δεκαετία καθιστούσε απ'όλες τις απόψεις θεμιτή την προσπάθεια επιβολής φορολογίας εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης.

Τέλος Α' μέρους

Δευτέρα 12 Αυγούστου 2013

Μια "Τρούμπα στην Άπω Ανατολή". Πορνεία και πόλεμος της Κορεάς


Η μάχη για την απελευθέρωση της Κορέας από την «ερυθρή απειλή», πέραν των περίπου 36 χιλιάδων θανάτων Αμερικανών στρατιωτών, είχε κι ένα άλλο παρελκόμενο, εκείνο της δημιουργίας πολυπληθών απογόνων ευρασιατικής καταγωγής. Μεγάλο μέρος του οφειλόταν στις σχέσεις των φαντάρων του θείου Σαμ, με τις περιβόητες yanggalbo (πόρνη των Δυτικών) και yangongju (Δυτική «πριγκίπισσα), τις γυναίκες που στελέχωναν τα πορνεία στα στρατόπεδα των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων, την περίοδο του πολέμου (1950-1953), καθώς και μετά την δημιουργία βάσεων των ΗΠΑ στην Νότιο Κορέα το 1955. Ως τη δεκαετία του ’70 υπολογίζεται πως πάνω από 1 εκατομμύριο γυναίκες πρόσφεραν σεξουαλικές υπηρεσίες στους εγγυητές του «Ελεύθερου κόσμου». Η στρατιωτική πορνεία είχε έστω και ανεπίσημα τις ευλογίες τόσο της αμερικανικής, όσο και της κορεατικής κυβέρνησης, που έκριναν πως έτσι συσφίγγονταν οι σχέσεις μεταξύ των δυο κρατών, ενισχύονταν η τοπική οικονομία και διασφαλίζονταν ευχάριστες συνθήκες διαβίωσης για τους αμερικανούς στρατιώτες σε ένα περιβάλλον πολιτισμικά ανοίκειο στους ίδιους. Οι στρατιωτικές αρχές των δύο χωρών έκαναν προσπάθειες- από τις αρχές του ’70 μάλιστα σε συντονισμό- να ελέγξουν πού, πότε και με ποιους όρους πρόσφεραν «λειτούργημα» οι θεραπαινίδες της Πανδήμου Αφροδίτης. Την ίδια εποχή ιδρύεται με πόρους της τοπικής επαρχίας, αλλά και της κεντρικής κυβέρνησης στη Σεούλ, η American Town, μια περιφραγμένη και φυλασσόμενη πόλη-πορνείο, πολύ κοντά σε μια από τις αμερικανικές βάσεις της χώρας, στην οποία μπορούσε να μπει κανείς μόνο με στρατιωτική ταυτότητα ή κατόπιν ειδικής πρόσκλησης. Για τις γυναίκες αρκεί η επίδειξη του αριθμού μητρώου με τον οποίο ήταν δηλωμένες στο τοπικό τμήμα ηθών. Αντί για δήμαρχο, η American town είχε διευθυντή και διοικητικό συμβούλιο, που επέβλεπε όλες τις επιχειρήσεις, την ποιότητα των ποτών, των τσιγάρων και φαγητών που πωλούνταν στους στρατιώτες, και φυσικά την υγεία και τα ωράρια των ιερόδουλων που μπαινόβγαιναν σε αυτή. Οι ιθύνοντες της πόλης είχαν στην ιδιοκτησία τους και το σύνολο των πανσιόν και διαμερισμάτων για όσες πόρνες επιθυμούσαν να διαμείνουν μόνιμα στο μέρος.


Ποιες ήταν όμως οι μορφές που κρύβονταν πίσω από τις «πριγκίπισσες» της Δύσης; Η μοίρα τους δε διέφερε πολύ από εκείνη των περισσότερων συναδέλφων τους τότε και τώρα, κάθε μία όμως είχε μια προσωπική και ανεπανάληπτη τραγωδία να αφηγηθεί. Στην πλειονότητα τους επρόκειτο για κορίτσια φτωχών οικογενειών κυρίως από την κορεατική ύπαιθρο, συχνά μάλιστα ορφανά από έναν γονέα ή νεαρές χήρες, κατάσταση που φυσικά επιδεινώθηκε εξαιτίας του πολέμου, όπου πολλοί ντόπιοι έχασαν τη ζωή τους. Η μόρφωση τους σπάνια υπερέβαινε τις πρώτες τάξεις του δημοτικού, ενώ όσες είχαν συμπληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αντιμετωπίζονταν με ιδιαίτερο σεβασμό από τις συναδέλφους τους. Ορισμένες από αυτές ήταν ήδη «καμένα χαρτιά» προτού βγουν στο επάγγελμα, λόγω διαζυγίου, μοιχείας, εξώγαμου παιδιού ή βιασμού. Η κομφουκιανή ηθική, που μέχρι και σήμερα διαπερνά σε σημαντικό βαθμό τις κοινωνικές αντιλήψεις στη χώρα, ήδη καθιστούσε παρίες αυτές τις γυναίκες, για τις οποίες η πορνεία ήταν απλώς το φυσικό επακόλουθο. Αλλά και για όσες «τίμιες» σπρώχτηκαν σε αυτή λόγω ένδειας, η περιθωριοποίηση τους ήταν αναπόφευκτη. Όχι μόνο λόγω της πορνείας, αλλά και λόγω του ότι αυτή οδηγούσε σε επιμειξίες με ξένους (yangnom) γεγονός ανεπίτρεπτο για την διατήρηση της φυλετικής αγνότητας, στην οποία ειδικά οι κλειστές αγροτικές κοινωνίες απέδιδαν μεγάλη σημασία. Εξάλλου οι προκαταλήψεις αυτού του είδους ακολουθούσαν και τις ίδιες τις πόρνες, αφού διαδεδομένη ήταν ιδιαίτερα κατά τα πρώτα χρόνια η αντίληψη πως η παρατεταμένες επαφές με αφροαμερικανούς στρατιώτες θα οδηγούσαν στο «να μαυρίσουν» και οι ίδιες. 



Για όσες είχαν «επιλέξει» αυτό το δρόμο, δεν υπήρχε επιστροφή, αφού το στίγμα τις καθιστούσε ανεπιθύμητες σε συγγενείς και γνωστούς και είχαν σημειωθεί μάλιστα σκηνικά άγριας διαπόμπευσης στα όρια του λιντσαρίσματος, κάποιων γυναικών που αποτολμούσαν να γυρίσουν στα χωριά τους. Εξάλλου μια γνωστή κορεατική παροιμία κάνει λόγο πως «η αγνότητα μιας γυναίκας είναι πολυτιμότερη από τη ζωή της». Το «μίασμα» που κουβαλούσαν οι yanggalbo ήταν τέτοιο, που ακόμα και «ευυπόληπτες» κοπέλες από περιοχές πλησίων των αμερικανικών βάσεων δυσκολεύονταν να βρουν «καλό γαμπρό», λόγω της άσχημης φήμης που κουβαλούσαν τα μέρη τους. Παρηγοριά στο αδιέξοδο πρόσφερε η προσδοκία της συσσώρευσης αρκετής περιουσίας ώστε να ξεκινήσουν μια νέα ζωή στη Σεούλ ή κάποια άλλη μεγαλούπολη, κάτι το οποίο σπανιότατα γινόταν, λόγω της αυξημένης παρακράτησης των μαστροπών( 80% των συνολικών εσόδων της πόρνης), αλλά και των υπόλοιπων αυξημένων εξόδων τους (στα οποία για πολλές περιλαμβάνονταν η κατάχρηση αλκοόλ ή ναρκωτικών), αφού πλήρωναν οι ίδιες τα έξοδα του ιατρικού τους ελέγχου και την ανανέωση της άδειας τους. Όσες «τολμηρές» επιχειρούσαν να κινηθούν ανεξάρτητα χωρίς προστάτες κι εκτός πορνείων, κάνοντας πιάτσα στους δρόμους, πέραν του ότι απειλούνταν περισσότερο από όλες με αφροδίσια νοσήματα και βίαιες επιθέσεις, ήταν και θύματα έντονης κρατικής καταστολής, που δεν επιθυμούσε οι αφορολόγητες αφενός, υγιεινομικά ανέλεγκτες αφετέρου ιερόδουλες να θέσουν σε κίνδυνο την ποιότητα των σεξουαλικών υπηρεσιών που απολάμβαναν οι Αμερικανοί επί νοτιοκορεατικού εδάφους. Στην πραγματικότητα, η όλη αντιμετώπιση του ζητήματος αντανακλούσε και μια νομική σχιζοφρένεια, αφού θεωρητικά από το 1946 τόσο η παλλακεία, όσο και η πορνεία είχαν απαγορευτεί, πριν ακόμα δηλαδή διχοτομηθεί η χώρα. Οι δραστηριότητες των στρατιωτικών πορνών ρυθμίζονταν από το «Νόμο για την προώθηση του τουρισμού», ενώ σταδιακά από τις αρχές της δεκαετίας το ’60 επισήμως η νομοθεσία πέρασε στη λογική της «ρύθμισης» των σεξουαλικών υπηρεσιών, δημιουργώντας συγκεκριμένες «ζώνες» πορνείας σε όλη τη χώρα, το 70% εκ των οποίων αφορούσε την εξυπηρέτηση των Αμερικανών σταθμευμένων. Σάλο είχε προκαλέσει το 1973 η φημολογούμενη off the record δήλωση του υπουργού παιδείας της χώρας σε επίσκεψη του στο Τόκυο, πως « η ειλικρίνεια αυτών των κοριτσιών που συνέβαλαν με το μ… τους στην οικονομική άνθιση της χώρας τους, είναι πραγματικά αξιέπαινη». 



Μεγαλύτερη, αλλά αμελητέα σε σχέση με το σύνολο, ήταν επιτυχία επίτευξης ενός άλλου στόχου, εκείνης του γάμου με κάποιον στρατιώτη ή έστω της αναγνώρισης ενός τέκνου του. Σε διάστημα μιας τριακονταετίας, λίγες χιλιάδες ήταν οι νόμιμες ενώσεις Κορεατισσών και Αμερικανών, ενώ το 80% εξ αυτών κατέληξε σε διαζύγιο μετά από λίγα χρόνια. Όπως και ‘να χει, για την συντριπτική πλειονότητα των Αμερικανών που στάθμευαν στη χώρα, οι γυναίκες αυτές, σύμφωνα με μαρτυρίες δεν ήταν τίποτε παραπάνω από «υποταγμένες και λιγομίλητες Ασιάτισσες», «παιχνιδιάρες παλλακίδες» κι «ευχάριστες διασκεδάστριες». Ακόμα σπανιότερη ήταν η δεύτερη περίπτωση, δηλαδή η αναγνώριση των εκτός γάμου παιδιών. Εκ πρώτης όψεως οι λόγοι μοιάζουν προφανείς, ωστόσο πρέπει να σημειωθεί πως κάποιες πόρνες είχαν μακροχρόνιους δεσμούς με ορισμένους στρατιώτες σε σχετικά ή κι απόλυτα αποκλειστική βάση, κυρίως μέσω ενός είδους «συμβολαίου», σύμφωνα με το οποίο συμβίωναν για κάποιο διάστημα, με την γυναίκα να αναλαμβάνει τις δουλειές του σπιτιού και τον άνδρα να της παρέχει τα απαραίτητα προς το ζην χωρίς να εργάζεται. Ωστόσο σπάνια αυτού του είδους η συνύπαρξη, ακόμα κι να υπήρχε παιδί στη μέση, οδηγούσε σε αίσιο τέλος. Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση της Johnston’s mom (τα αμερικάνικα παρατσούκλια ήταν «θεσμός» στον κόσμο της στρατιωτικής πορνείας), που ζούσε για κάποια χρόνια με τα δύο παιδιά της κι έναν αμερικανό στρατιώτη, ο οποίος την εγκατέλειψε πριν ολοκληρωθεί η συμφωνία μεταξύ τους, αναγκάζοντας την- λόγω της προχωρημένης πια ηλικίας που δεν επέτρεπε την επάνοδο στην πορνεία-να καταφύγει στην επαιτεία. Τα παιδιά της αντιμετώπιζαν κάθε είδους ρατσισμό στο σχολείο, ως «γιοι της πόρνης» αλλά και λόγω της διαφορετικής τους εμφάνισης. Για το λόγο αυτό, πολλά παιδιά ιερόδουλων δίνονταν για υιοθεσία, κατά προτίμηση στις ΗΠΑ, ειδικά όταν έφεραν «ευρωπαϊκά» χαρακτηριστικά. Μια πόρνη είχε δώσει το παιδί της για υιοθεσία στην Αμερική, με την παράκληση οι θετοί γονείς να του πουν κάποτε πως γεννήθηκε στον Κορέα από Κορεάτισσα μητέρα που πέθανε στον τοκετό. 



Με αυτά τα δεδομένα δεν είναι παράξενο πως όσες γυναίκες δεν άφησαν νωρίς τον μάταιο τούτο κόσμο, κυρίως λόγω συνεπειών του αλκοολισμού ή της χρήσης ναρκωτικών, έφταναν στη δύση του βίου τους ξεχασμένες και περιφρονημένες και με απειροελάχιστο κομπόδεμα. Όσες δεν είχαν την τύχη να έχουν παιδιά -και δη πρόθυμα να τις γηροκομήσουν- έπρεπε να απευθυνθούν στις προνοιακές δομές της χώρας, ελπίζοντας σε κάποιο γλίσχρο επίδομα που θα τους επέτρεπε να περάσουν τα γηρατειά τους δίχως να ζητιανέψουν, κατάληξη αρκετά συνηθισμένη όπως είδαμε και πριν για τα «γηρασμένα άλογα» του επαγγέλματος. Η ανάδειξης της μνήμης αυτών των γενικών από την αφάνεια ξεκίνησε μόλις τη δεκαετία του ΄90, τόσο από γυναικείες οργανώσεις όσο κι από ιστορικούς και κοινωνιολόγους, αρχής γενομένης όχι όμως από την Ν.Κορέα, αλλά τις ΗΠΑ. Προκαλεί ίσως εντύπωση αυτή η παρατεταμένη σιωπή, σε μια χώρα στην οποία εδώ και δεκαετίες έχει εδραιωθεί η μνήμη των 200000 γυναικών που εξαναγκάστηκαν στην πορνεία από τους Ιάπωνες κατακτητές στο Β’ Παγκόσμια πόλεμο, κι αντιμετωπίζονται ως θύματα του εθνικού αγώνα απελευθέρωσης. Η διαφορετική αντιμετώπιση οφείλεται αφενός στην αίσθηση πως οι πόρνες των στρατιωτών έκαναν μια «ελεύθερη» επιλογή κι ενδεχομένως είναι εκ φύσεως ανήθικες, κυρίως όμως αντανακλά το τραύμα της παραδοχής της κορεατικής κοινωνίας πως η διασφάλιση της παραμονής εκτός «παραπετάσματος», είχε ως συνέπεια την παραμονή εκατοντάδων χιλιάδων συμπατριωτισσών τους στην «εκούσια» σκλαβιά του σεξουαλικού εμπορίου.



Βιβλιογραφία
Katherine S. Moon, Sex among allies. Military prostitution in US-Korea relations
Columbia University Press 1997
George L. Ogle, South Korea: Dissent Within the Economic
Miracle, London 1990

Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε από εμένα εδώ: http://www.phorum.gr/viewtopic.php?f=51&t=261348&p=5187159&hilit=%CE%9A%CE%BF%CF%81%CE%AD%CE%B1#p5187159

Κυριακή 11 Αυγούστου 2013

Αναρχοβενιζελισμός

Η παρούσα ανάρτηση αποτελεί καρπό της δουλειάς του Τζον Χάλαρη (αν επιθυμεί να αποκαλύφθει η ταυτότητα του ευχαρίστως και θα το πράξουμε) την οποία μπορείτε να βρείτε (μαζί με τη σχετική συζήτηση και αντιπαράθεση) αναλυτικά εδώ: http://www.phorum.gr/viewtopic.php?f=51&t=221066 . Εμείς απλά θα επιχειρήσουμε να δώσουμε μια περίληψη, του πώς το αναρχικό κίνημα στην Ελλάδα, στην αντιπαράθεση του προς το νεοπαγές ΣΕΚΕ, οδηγήθηκε στη σιωπηρή υιοθέτηση φιλοπολεμικών θέσεων στο Μικρασιατικό ζήτημα και την λιγότερο ή περισσότερη φανερή υποστήριξη του βενιζέλου πολιτικά και συνδικαλιστικά.

Η δυστοκία της εξεύρεσης κοινού τόπου μεταξύ Ελλήνων αναρχικών και των κομματικά νεοπαγών σοσιαλιστών είχε διαφανεί ήδη από το Ιδρυτικό συνέδριο της ΓΣΕΕ, που πραγματοποιήθηκε μεταξύ 21 και 28 Οκτώβρη 1918. Εκεί παίρνοντας το λόγο οι αναρχικοί Κώστας Σπέρας και Στ. Κουχτσόγλους υποστήριξαν την διατήρηση της αυτονομίας των συνδικάτων έναντι των πολιτικών κομμάτων. Πρέπει να σημειωθεί πως αρχικά ο Βενιζέλος επέδειξε ανοχή στην ίδρυση της Συνομοσπονδίας η οποία ήρθε-καθόλου τυχαία- σχεδόν ταυτόχρονα με εκείνη του ίδιου το ΣΕΚΕ (4 Νοεμβρίου με βάση το παλαιό ημερολόγιο), καθώς θεωρούσε σκόπιμο να χρησιμοποιήσει μερίδα τουλάχιστων των "μετριοπαθών" σοσιαλιστών για τις Διασκέψεις της Ειρήνης, κάτι που πράγματι έγινε με την αποστολή (μεταξύ άλλων, μη συνδεόμενων με το ΣΕΚΕ σοσιαλιστών) των βουλευτών τότε Σίδερη και Κουριελ, στους οποίους όμως επιβλήθηκε τιμωρία από το ίδιο το κόμμα στο ιδρυτικό του συνέδριο. Η αδυναμία της κυβέρνησης να ελέγξει το νέο κόμμα όπως επιθυμούσε οδήγησε σε ραγδαία σκλήρυνση της στάσης της απέναντι της. Έναν απρόσμενο σύμμαχο στην αντι-ΣΕΚΕ ρητορική τουλάχιστον, βρήκε στο πρόσωπο των αναρχικών που είχαν τους δικούς τους λόγους να ανακόψουν τη δράση το σοσιαλιστών στο συνδικαλιστικό κίνημα και τη γενικότερη εξάπλωση της πολιτικής τους επιρροής.

Το Σεπτέμβριο του 1920, τον ίδιο μήνα με τη σύγκληση του δεύτερου συνεδρίου της ΓΣΕΕ, πραγματοποιήθηκε κι ένα είδος παρασυνεδρίου της συνομοσπονδίας, με ελάχιστη συμμετοχή εργατών, και πλήθος από σωματεία-σφραγίδες ή ιδρυθέντα επί τούτου από βενιζελικούς. Σε αυτή την ύστατη προσπάθεια της κυβέρνησης (η οποία θα καταψηφίζονταν δυο μήνες αργότερα από το εκλογικό σώμα) να θέσει υπό τον έλεγχο της τα συνδικάτα, συμμετείχε και η λεγόμενη "Επιτροπή Μαχαίρα", σημαντικής φυσιογνωμίας των αναρχικών της περιόδου. Η προσπάθεια έπεσε στο κενό, καθώς στο κανονικό συνέδριο συμμετείχαν πάνω από 137, κατ'άλλους 194 σωματεία, κι επικράτησε με μεγάλη πλειοψηφία η γραμμή της σύνδεσης της ΓΣΕΕ, χωρίς πλήρη ταύτιση, με το ΣΕΚΕ, έναντι της άποψης που ήθελε συγχώνευση, και την αντιτιθέμενη της διατήρησης του πλήρους διαχωρισμού της συνομοσπονδίας από τα κόμματα. 

Η εκ των πραγμάτων συμπόρευση βενιζελικών-αναρχικών αποτυπώνεται εναργέστερα στην "επαναστατική-συνδικαλιστική" εφημερίδα 'Άμυνα", όπου προωθείται η αποχή από τις εκλογές, η αυτονομία συνδικαλισμού-πολιτικής και κυρίως το χτύπημα του ΣΕΚΕ σε συνδικαλιστικό και πολιτικό επίπεδο. Η διάθεση απομάκρυνσης των εργατών από την πολιτική δράση, και δη εν καιρώ πολέμου, εκφράζεται καθαρά σε άρθρο του Μαχαίρα, γραμμένο με αφορμή το αποτυχόν αντισυνέδριο της ΓΣΕΕ: "Η διχογνωμία μας αυτή δεν είνε ούτε μικρά,ούτε ασήμαντος

Δεν αφορά μόνον την τακτικήν και τα μέσα της τακτικής,αλλά και την ουσίαν.Δεν λέγομεν μόνον απέχετε από τας εκλογάς,από τα κοινοβούλια.από τας κυβερνήσεις,από κάθε τι που είνε συνδιαλλαγή .συμβιβασμός.εκκεχειρία εις τον αγώνα.Λέγομεν κανένα όπλον, δάνειον,παρά μόνο τα δικά μας όπλα,τα εντελώς,εντελέστατα δικά μας.Η πολιτική δε(;;) δεν είνε δικό μας όπλον,είνε των εχθρών μας."

Ενδεικτικό είναι το παρακάτω πρωτοσέλιδο, χαρακτηριστικό του τόνου που είχαν τα περισσότερα άρθρα της " Άμυνας", η οποία να σημειωθεί πως κυκλοφορούσε υπό (ή και παρά) το καθεστώς της βενιζελικής λογοκρισίας, ενώ έκλεισε πιθανότατα κατόπιν κυβερνητικής παρέμβασης μετά την αλλαγή σκυτάλης στις εκλογές του Νοεμβρίου 1920. 

"Το πρόγραμμα των εν παρενθέσει κομμουνιστών", κύριο άρθρο της "Αμυνας" από τον Κιουχτσόγλους, που καταφέρεται  κατά της πάλης του ΣΕΚΕ ενάντια στην επιστράτευση
Εκπλήσσει η παντελής απουσία επικρίσεων για τον πόλεμο καθώς και η έλλειψη αναφορών στον Βενιζέλο. Ως βασικός αντίπαλος εκλαμβάνεται το ΣΕΚΕ, ενώ στο οπλοστάσιο εναντίον του χρησιμοποιούνται ακόμα ευθείες ή έμμεσες αναφορές στην εβραϊκή καταγωγή του Μπεναρόγια και άλλων στελεχών του κόμματος. Το ότι η κυβέρνηση του γινόταν αντιληπτή ως ευνοϊκό περιβάλλον δράσης για την εφημερίδα διαφαίνεται και σε μετεκλογικό φύλλο της, όπου αφενώς παραπονείται για την αντιπολεμική διάθεση των γυναικών, αφετέρου καλεί σε "αλληλεγγύη" προς την εφημερίδα ώστε να συνεχίσει την έκδοση της, κάτι που όπως προαναφέρθηκε δεν ευοδώθηκε. 

Το μετεκλογικό πρωτοσέλιδο της 'Άμυνας"
Πάντως το πλέον αποκαλυπτικό για τους εχθρούς και τους φίλους των πρώιμων αναρχικών άρθρο τιτλοφορείται "Ποιος είναι ο κλέφτης και ποιος ο νοικοκύρης" το οποίο λόγο του ιδιαίτερου ενδιαφέροντος του παρατίθεται εδώ ολόκληρο:

 'Ωστε λοιπόν ο κ. Μπεναρόγιας δέχεται κι αυτός το ξεκαθάρισμα. Ως εργάτης είμαι συμφωνότατος μαζή του και πλειοδοτώ μάλιστα. Πρέπει χωρίς άλλο, όχι μόνον οι οργανώσεις να κάμουν το εσωτερικό αυτό ανακουφιστικό μπάνιο, αλλά και η Συνομοσπονδία, που αυτή προ πάντων, έχει απόλυτον ανάγκη ενός τοιούτου. Διότι τι ωφελεί αν το κάμουν μονον αι αργανώσεις, η δε Συνομοσπονδία μείνη πάλιν αυτή το μίασμα εις τας οργανώσεις;

Αλλ’ από τα γραφόμενά του φαίνεται ότι κι’ αυτός δεν είνε άλλο τι παρά ένα από τα πολλά μιάσματα που τριγυρνούν την δύστυχη Συνομοσπονδία και από τα οποία έχει άμεσον ανάγκην απαλλαγής. Διότι κατά βάθος δεν βλέπει εργάτην, αλλά ψήφον, δεν σκέπτεται οργανώσεις, αλλά βουλευτιλίκι.

Τολμά μάλιστα να γράφη: «Φωνάζη ο κλέφτης, για να φύγη ο νοικοκύρης». Σωστά. Αλλ’ ας δούμε ποιος είνε ο κλέφτης και ποιος ο νοικοκύρης.

Γνωρίζουμε ότι δυο είδη κλεφτών υπάρχουν. Οι κλέπτοντες φανερά, αυθαίρετα, και οι κλέπτοντες υπούλως. Από τους πρώτους, επειδή φαίνονται, είνε εύκολο να προφυλαχθή κανείς, αλλ’ από τους δευτέρους, που κρατούν όλα τα προσχήματα των αστικών νόμων, τους «νομίμους» κλέπτας, απ’ αυτούς είνε κάπως δύσκολο. Και όμως, αυτούς ακριβώς πρέπει να ξεκαθαρίσουμε, αν θέλωμε να σώσουμε την κοινωνία απ’ την αθλιότητα.
«Ο Μαχαίρας, ο Δελαζάνος και ο Χατζημιχάλης», φωνάζει, «επούλησαν τους εργάτας». Αυτό θα πη ότι έχει απτάς αποδείξεις της πράξεώς των. Άρα έκαμαν κλοπήν φανεράν; Και αν είνε έτσι, οι κατερχόμενοι εις το Συνέδριον αντιπρόσωποι, δεν έχουν παρά να το λάβουν υπ’ όψιν τους, και (επειδή δεν έχει αυτός και η παρέα του το κουράγιο να παρουσιασθή σ’ αυτό), αφού το εξετάσουν και το βρουν βάσιμο, να τους ξεκαθαρίσουν.
Αλλά αυτός ο ίδιος, που καταγγέλλει τους άλλους, αφού πλέκει το εγκώμιον των εργατών «που ξύπνησαν (γνωρίζοντας μέσα του τι μαύρο ξύπνημα έκαμαν) και γίνονται σοσιαλισταί, για να μπορέσουν κάτω από την κόκκινη παντιέρα να γκρεμίσουν το κοινωνικό σύστημα», καταλήγει εις το: «Να γιατί οι εργάται παρεδέχθησαν πως είνε ανάγκη να γείνη και στη πολιτική μορφή της η πάλη των τάξεων. Γι’ αυτό γυρεύουν πια (όχι χωρίς την ουρά σας) την σύνδεσιν των επαγγελματικών σωματείων των, με το κόμμα εκείνο, που αποβλέπει στην κατάλυσι του αστικού καθεστώτος, δηλαδή την άνοδο στην αρχή Μπεναρόγια και Σιας».
Εδώ ευρισκόμεθα προ ενός «νομίμου» εμπόρου... Προ ενός επιχειρηματίου, που κατώρθωνε να ξυπνήση ή να κοιμίση τους εργάτας, κατά τον τρόπον που επεδίωκεν αυτός, βέβαιος ων πλέον ότι θα μπόρεση και αυτός να κάμη μια «νόμιμον» κλοπή, αφού δεν μπορεί να κατορθώση την αυθαίρετον... Ο καυγάς για το πάπλωμα!...
Διότι αν μας ξυπνούσε διαφορετικά, δηλαδή πραγματικά, τότε αλλοίμονον στα συμφεροντάκια του, γιατί θα κάμναμε την εξής σκέψι. Εάν δεν μας δέρνη στο δρόμο η Κυβέρνησις, όπως έκαμνε άλλοτε, είνε διότι την ημέρα που θα θέληση να το κάμη αυτό, ο λαός σύσσωμος θα εξεγερθή και θα λυντσάρη τους εκτελεστάς. Εάν ο αριστοκράτης δεν ανοίγει πια στο πέρασμά του τον δρόμο κτυπώντας δεξιά και αριστερά καμτσικιές όπως άλλοτε, είνε γιατί οι δούλοι του που θα εκτελούσαν τις διαταγές του, τρέχοντας μπροστά στην άμαξά του, θα κομματιαστούν εκεί στον τόπο, με το πρώτο που θα θελήσουν να κτυπήσουν.
Εάν υπάρχη σχετική τις ισότης μεταξύ παραφέντου και εργάτου στους δρόμους ή στα δημόσια μέρη, είνε διότι ο εργάτης απέκτησε ένα αίσθημα προσωπικής αξιοπρέπειας, η οποία δεν του επιτρέπει να υποφέρη την προσβολήν του παραφέντου, και όχι διότι τα δικαιώματά του αυτά εγράφησαν στον κώδικα. Αν μας ξυπνούσε πραγματικά, θα μαθαίναμε ότι δεν είνε πλέον στους συνταγματικούς ή σοσιαλιστικούς νόμους που πρέπει να ζητούμε αυτά τα δικαιώματά μας. Δεν είνε μέσα σε ένα νόμον - σε ένα κομμάτι χαρτί, που μπορεί στο παραμικρό καπρίτσιο να το σχίση κανένας - που πρέπει να ζητήσουμε να προφυλάξουμε τα φυσικά μας δικαιώματα. Είνε μόνον όταν θα γίνουμε δύναμις ικανή να επιβολή τας θελήσεις της, που θα μπορέσουμε να κάμουμε σεβαστά τα δίκαιά μας.
Θέλουμε να έχουμε την ελευθερίαν του λόγου; Θέλουμε το δικαίωμα του συνέρχεσθαι; Δεν είνε από τη Βουλή, από τους Μπεναρόγηδες, που πρέπει να περιμένουμε την άδεια, δεν είνε από τον νόμον που πρέπει να το ζητιανεύσουμε αυτό. Ας γίνουμε μία δύναμις, αφυπνίζοντες την πρωτοβουλία των ατόμων, την αυτενέργειαν, διδάσκοντες αυτούς να μη αναμένουν τίποτε και να μη βασίζονται σε κανέναν επιχειρηματίαν Μπεναρόγιαν, αλλά στην ατομική τους δράσι μόνον, και τότε θα σχηματίσουμε δραστηρίας οργανώσεις, ικανάς να δείξουν τα δόντια τους, όταν θα θελήση κανένας να περιορίση τας ελευθερίας μας. Μόνον τότε θα είμεθα βέβαιοι ότι κανένας δεν θα τολμήση να εγγίση τα δικαιώματά μας, διότι όλοι οι εκμεταλλευόμενοι θα σηκωθούμε – στον δρόμο, στα εργοστάσια, στους κάμπους – να τα υπερασπισθούμε. Αλλά τότε μόνον θα τα αποκτήσουμε, όταν θα παύσουμε να τα ζητιανεύουμε δυο ή τρείς ντουζίνες χρόνια από τους Μπεναρόγηδες, από την Βουλήν. Αι ελευθερίαι δεν δίδονται από τας Βουλάς, αλλά παίρνονται. Αι Βουλαί δεν κάμνουν παρά να κωδικοποιούν τας ανάγκας που δεν μπορούν να αποφύγουν...
Αλλ’ αν ξυπνούσαμε πραγματικά, και κάμναμε αυτές της σκέψεις, θα μας έπιανε φρίκη, γιατί θα βλέπαμε τότε τη πραγματική μορφή του Μπεναρόγια και των συν αυτώ. Και τότε δεν θα τρομάζαμε από εκείνους που νομίζουν την κοινωνική επανάστασι «πράσινα άλογα», όπως γράφει, αλλά από εκείνους που την νομίζουν βουλευτιλίκι δηλ. ανταλλαγή ρουσφετιών, και οι οποίοι, έχοντες ως καινούρια μάσκα της νέας των εκμεταλλεύσεως τον σοσιαλισμόν, εξασκούν, ως πραγματική εμπορική επιχείρησι, την πάλην των τάξεων, θωπεύοντες εμάς τους εργάτας, αποκλειστικώς, από αγάπη προς τα τομάρια μας, για να μπορέσουν κατ’ αυτόν τον τρόπον ευκολώτατα να τα παραδώσουν στο βυρσοδεψείον, που λέγεται Βουλή.
Κατά συνέπειαν το πραγματικό ξύπνημά μας δεν συμφέρει στους διαφόρους Μπεναρόγηδες, γιατί τότε θα φανή φανερά πια ποιος είνε ο κλέφτης και ποιος ο νοικοκύρης. Γι’ αυτό φαίνεται ξελαρυγγίζονται να μη λάβουν μέρος σ’ αυτό το συνέδριο, που δεν μυρίζει βουλευτιλίκι, αποφεύγοντες ούτω και τας επικρίσεις της υπαρχούσης σήμερα αντιπολιτεύσεως, και όντες βέβαιοι ότι κατόπιν στο συνέδριο του κόμματος θα χειροκροτηθούν, και σαν καλοί σύντροφοι, αλληλοσυγχωρούμενοι, δια τα τυχόν λάθη, θα διασαλπίσουν την πλήρη επιτυχίαν των και την προσχώρησίν των και πέραν της 3ης Διεθνούς!»

Ασφαλώς πρέπει να σημειωθεί πως δε γνωρίζουμε σε ποιο βαθμό έχει παρέμβει η βενιζελική λογοκρισία στη διαμόρφωση των δημοσιευμένων κειμένων (ήρθη τμηματικά τον Απρίλη του 1920, ωστόσο όχι σε ζητήματα διεξαγωγής του πολέμου), ωστόσο και μόνο η έλλειψη διώξεων κατά του τύπου (σε αντιδιαστολή ο Ριζοσπάστης αντιμετώπισε μέχρι και προσωρινή διακοπή έκδοσης αλλά και σύλληψη του διευθυντή Πετσόπουλου) αλλά και της δράσης των ίδιων των αναρχικών σε πλήρη αντίθεση προς τη συμπεριφορά προς το ΣΕΚΕ, δείχνει πως αν μη τι άλλο οι πρώτοι δεν γινόταν αντιληπτοί ως απειλή τόσο για την κυβέρνηση, όσο για την ομαλή διεξαγωγή της πολιτικής προσπάθειας. Επίσης, σε ό,τι αφορά το μένος κατά του διωκόμενου ΣΕΚΕ, δε φαίνεται να έπαιξε ρόλο η όποια λογοκριτική αλλοίωση των γραπτών της Άμυνας. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί πως αυτή η εκ του αποτελέσματος σύμπλευση αναρχικών και βενιζελικών δεν ήταν τίποτε άλλο παρά το αντεστραμμένο είδωλο της "από τα κάτω"-διότι συμφωνία κορυφής δεν υπήρξε ούτε υπονοείται στις διακηρύξεις των εν λόγω κομμάτων- συνεργασίας ΣΕΚΕ-αντιβενιζελικών στις εκλογές του 1920, χάρη στο σύστημα των σφαιριδίων που τότε χρησιμοποιήθηκε για τελευταία φορά κι επέτρεπε την υπερψήφιση ή καταψήφιση όλων των υποψηφίων μιας περιφέρειας. Ωστόσο αυτή η υπόθεση αίρεται από το γεγονός πως η κυβέρνηση Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη αργότερα, δεν επέδειξε καθόλου την ίδια χαλαρή στάση των προκατόχων τους έναντι των αναρχικών προς το ΣΕΚΕ, αντιθέτως οι διώξεις στα στελέχη, τις δράσεις και τον τύπο του κόμματος ολοένα αυξάνονταν, με αποτέλεσμα τη δυσχερέστατη διεξαγωγή της κομματικής ζωής, στα όρια της παρανομίας. Όσο για την μετέπειτα πορεία των κύριων εκπροσώπων της αναρχίας στην Ελλάδα του 1920, ο Κουχτσόγλου μετά από μια αμφισβητούμενη συνδικαλιστική πορεία (αμφισβητούμενη καθότι η Ομοσπονδία Σιγαροποιών στην οποία υποτίθεται πως έδρασε την περίοδο 1921-1922 ήταν υπό κατάργηση λόγω εξαφάνισης του επαγγέλματος εξαιτίας αυτοματοποίησης) μάλλον-καθώς ελάχιστα στοιχεία υπάρχουν-ιδιώτευσε ως το θάνατο του το 1949, ο Μαχαίρας έγινε μεταξικός, ενώ ο Σπέρας εμφανίζεται με βάση μια πήγη ως συνεργάτης του δικτάτορα Παγκάλου: http://oi43.tinypic.com/35kr31h.jpg, ενώ αργότερα εντάχθηκε στο Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα, που ιδρύθηκε από τον Σπύρο Μερκούρη το 1932, ενώ αρθρογραφούσε και στο όργανο αυτού, την "Εθνική Σημαία": http://metwpoistorias.blogspot.gr/2009/07/blog-post.html . Κατά την κατοχή φαίνεται πως έγιναν προσπάθειες σύνδεσης του με τον ΕΔΕΣhttp://metwpoistorias.blogspot.gr/2009/01/blog-post_21.html . Εκτελέστηκε από τον ΕΛΑΣ το 1943. 

Παρασκευή 9 Αυγούστου 2013

Πώς δεν γράφεται μια ιστορική μελέτη ΙΙ

Ο Werth μεταπηδά στο επόμενο ερμηνευτικό του σχήμα, ότι το καθεστώς επίτηδες επέβαλε το λιμό για να τιμωρήσει τους χωρικούς για την αντίσταση τους, εξετάζοντας τα καταναγκαστικά μέτρα που επέβαλε η κυβέρνηση το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του ’32 για να αναγκάσει τους αγροτικούς παραγωγούς να ανταποκριθούν στις ποσοστώσεις. Περιγράφει ένα «αληθινό κλίμα πολέμου» στην ύπαιθρο. Αναφέρει ένα ιταλικό διπλωματικό έγγραφα που περιγράφει την καμπάνια παράδοσης με όρους κυβερνητικής προσπάθειας να «κερδίσει» τον «εχθρό», και συμπληρώνει τη σκέψη του διπλωμάτη υποστηρίζοντας πως ο μόνος τρόπος να ηττηθεί ο εχθρός αυτός ήταν να τον λιμοκτονήσει. Ερμηνεύει το περίφημο γράμμα του Στάλιν στο Σολόχωφ το Μάη του ’33 για να πει πως ο ίδιος θεωρούσε την πείνα δικαιολογημένη τιμωρία για τα «σαμποτάζ» των χωρικών.

Στο τέλος του κεφαλαίου, ο συγγραφέας ερμηνεύει το λιμό ως το τελευταίο επεισόδιο αντιπαράθεσης στην αντιπαράθεση μεταξύ καθεστώτος και χωρικών, σε έναν κύκλο που ξεκίνησε από το 1918-22, συγκεκριμένα το ονομάζει «δεύτερη πράξη του πολέμου κατά των χωρικών» που άρχισε με την κολλεκτιβοποίηση του ’29. Τονίζει τις περιοχές της μεγαλύτερης αντίστασης στις σοβιετικές αγροτικές πολιτικές (τις εντολές του ’18-’22, την κολλεκτιβοποίηση του ’29-‘30)ήταν εκείνες που επλήγησαν περισσότερο από το λιμό του ’32-’33. Ειδικότερα υποστηρίζει πως 85% των σχεδόν 14000 ανταρσιών κατά της κολλεκτιβοποίησης σημειώθηκαν σε περιοχές «τιμωρημένες» από το λιμό του ’32-’33.
Αυτή η ερμηνεία αποδίδει το λιμό ρητά σε συνειδητή πρόθεση των σοβιετικών ηγετών να εκδικηθούν για την προηγούμεν και την τρέχουσα αντίδραση των χωρικών. Ωστόσο αποτυγχάνει να εξηγήσει τη χρονολογία της πείνας, και τις επιδράσεις της εκτός χωριών.

Πρώτον, αν οι Σοβιετικοί ηγέτες ήθελαν να τιμωρήσουν τους χωρικούς για την αντίσταση τους, γιατί περίμεναν ως το δεύτερο μισό του ’32; Οι μόνες εξελίξεις το ’31-’32, σύμφωνα με την αφήγηση του Werth, που θα μπορούσαν να δώσουν κίνητρο σε μια απόφαση να «τσακιστούν» οι χωρικοί, ήταν οι δυσκολίες στην εκπλήρωση των ποσοστώσεων του ’32. Ωστόσο, όπως σημειώθηκε πριν, και παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς τυ συγγραφέα, το καθεστώς έβαλε την ποσόστωση του ’32 χαμηλότερα εκείνης του ’31, και τη μείωσε περαιτέρω, ακόμα και στο αποκορύφωμα της κρίσης στις παραδόσεις. Ο συγγραφέας δεν εξηγεί γιατί το καθεστώς απαίτησε την παράδοση λιγότερα δημητριακά το ’32 από ότι το ’31, παρά την πιο βίαιη καμπάνια του προηγούμενου έτους, και γιατί η παράδοση μιας μικρότερης ποσότητας τροφών από τα χωριά σε σχέση με το προηγούμενο έτος οδήγησε σε μια πολύ χειρότερη πείνα. Αυτά τα στοιχεία δείχνουν πως η χώρα είχε γενικότερα προβλήματα παραγωγής τροφής, ένα σενάριο που ο Werth δεν εξετάζει.

Δεύτερον, αν οι σοβιετικοί ήθελαν να τιμωρήσουν τους χωρικούς, γιατί άφησαν εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες και τις οικογένειες τους να πεθάνουν από το λιμό, ακόμα και στη Μόσχα, και χιλιάδες στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού να στερηθούν τροφή; Ο Werth υποτιμά το μέγεθος του λιμού, τονίζει πως επηρέασε τις περιοχές που είχαν αντισταθεί στην κολλεκτιβοποίηση, τέτοιες όμως εξεγέρσεις υπήρχαν γενικά στην ΕΣΣΔ, από τη Λευκορωσία στη Σιβηρία.

Άλλες πηγές δείχνουν πως η πείνα επηρέασε τους ανθρώπους της πόλης, ακόμα και εργάτες σε δουλειές πρώτης προτεραιότητας που δικαιούνταν μεγαλύτερες μερίδες, κι επηρέασε επίσης τον Κόκκινο Στρατό. Αυτό εννοούσε ο Στάλιν στο γράμμα του στο Σολόχωφ: Κάποιοι χωρικοί, που αρνούνταν όπως υποστήριζε να δουλέψουν, ήταν «διατεθειμένοι να αφήσουν τους εργάτες και τον Κόκκινο Στρατό χωρίς ψωμί». Αυτό το στοιχείο δείχνει πως η πείνα έφτασε και στους καταναλωτές των τροφών από τα προϊόντα που συνέλεγε η κυβέρνηση, κάτι που πάλι δείχνει ένα γενικότερο πρόβλημα παραγωγής.

Το δεύτερο επιχείρημα του συγγραφέα περί συνειδητής επιβολής λιμού για τιμωρία των χωρικών, επίσης παρανοεί τις πηγές (μαζί και το γράμμα του Στάλιν) και παραλείπει άλλες παραμέτρους της κατάστασης που δεν υποστηρίζει το επιχείρημα του, κυρίως σε ό,τι αφορά τις ανάγκες του πληθυσμού εκτός χωριών. Οι πραγματικές τιμωρητικές ενέργειες της κυβέρνησης στην κρίση επίσης θέτουν έν αμφιβόλω την ερμηνεία αυτή. Στα τέλη του ’32 και τις αρχές του ’33, η κυβέρνηση εξόρισε πολλούς από τους χωρικούς της περιοχής του Kuban που ο Στάλιν και άλλοι αξιωματούχοι κατηγόρησαν ως σαμποτέρ, και έστειλε χωρικούς από επαρχίες με αγροτικό υπερπληθυσμό και φτωχά εδάφη στα εκκενωμένα χωριά. Σύμφωνα με τον τοπικό γραμματέα του κόμματος Β. Σεμπολντάγεφ, «Ανακοινώνουμε ρητά δημοσίως πως κακόβουλοι σαμποτέρ, συνεργάτες των κουλάκων και όσοι δεν θέλουν να οργώσουν θα εξοριστούν στο Βορρά…προτιμότερο να δώσουμε την πλούσια γη του Kuban σε κολχόζνικους άλλων περιοχών που έχουν φτωχό και άγονο έδαφος». Η ανακοίνωση του Σεμπολντάγιεφ δείχνει πως η ηγεσία διέκρινε μεταξύ τιμωρίας και πείνας: φαίνεται πως δεν θεωρούσαν το λιμό «όπλο» τους, αλλά ως κρίση που προκλήθηκε εν μέρει σε «σαμποτάζ» χωρικών ή αντίσταση, και που ήλπιζαν πως μερικώς θα ξεπερνούσαν με τέτοιες πραγματικά τιμωρητικές ενέργειες.

Στα όρια που θέτει αυτό το κεφάλαιο, κανείς πρέπει να αναφέριε μερικά μόνο από τα κύρια ζητήματα που πρέπει να θιγούν για να φτάσουμε σε μια πλήρη κατανόηση του λιμού του’32-’33.

Πρώτον, μια εκτίμηση των αιτιών του λιμού πρέπει να θίξει το θέμα της αγροτικής παραγωγής και της διαθεσιμότητας τροφίμων στην περιοχή ή χώρα που βρίσκεται υπό συζήτηση. Ακόμα και η Amartya Sen, που υποστηρίζει πως πολλοί πρόσφατοι λιμοί έλαβαν χώρα χωρίς να υπάρχει προηγούμενη έλλειψη τροφίμων, εξετάζει δεδομένα της παραγωγής τους σε καθεμία περίπτωση. Αν πραγματική έλλειψη ήταν αυτή που κυριαρχούσε σε κάποιο συγκεκριμένο λιμό, τότε στην πραγματικότητα είναι δύσκολο να αποκληθεί «εσκεμμένη». Μια σοβαρή έλλειψη μπορούσε να καταστήσει ένα λιμό αναπόφευκτο. Κάποιες εκδόσεις που εμφανίστηκαν πριν τη μαύρη βίβλο, μαζί και η δική μου μελέτη που βασίζεται σε μυστικά ως τώρα αρχειακά δεδομένα, παρουσίασαν αποδείξεις πως η σοδειά του ’32 ήταν πολύ μικρότερη από αυτή που έγινε δημοσίως γνωστή και πως ήταν βασική αιτία της πείνας. Ο Werth δεν αναφέρεται σε αυτές τις πηγές, ούτε δείχνει να γνωρίζει τη σχετική βιβλιογραφία. Μια μικρή σοδειά σήμαινε πως η κρίση των σοβιετικών χωρικών θύμιζε λιγότερο εκείνη των κατοίκων του κατεχόμενου από τους ναζί γκέτο της Βαρσοβίας, για να χρησιμοποιήσω τη σύγκριση του Κουρτουά, από εκείνη των χωρικών της δυτικής Νιγηρίας που υποχρεούνταν να πληρώσουν φόρους (αναλόγους με τις ποσοστώσεις στην ΕΣΣΔ, διότι υποχρέωναν τους χωρικούς να πουλήσουν τροφή που παρήγαγαν για να πάρουν χρήματα), παρά τα σοβαρά προβλήματα στη σοδειά, κάτι που οδήγησε σε λιμό την ίδια περίοδο με το σοβιετικό, το ’31-’32.

Δεύτερον, μια σοβαρή συζήτηση του λιμού πρέπει να λάβει υπόψη της ομάδες που εμπλέκονταν στο σύστημα εφοδιασμού τροφίμων. Ο Κουρτουά και ο Werth ερμηνεύουν το λιμό, καθώς και άλλες σχέσεις χωρικών και κράτους, απομονωμένα, λες και δεν εμπλέκονταν κανένα άλλο τμήμα του πληθυσμού. Ο Werth, πχ. Υποστηρίζει πως ενώ το κράτος ήταν απασχολημένο μόνο με τις ποσοστώσεις, ενώ οι χωρικοί ενδιαφέρονταν για την επιβίωση τους. Αυτή η αντίληψη είναι ανεπαρκής και παραπλανητική. Και το καθεστώς το ίδιο ενδιαφερόταν για την επιβίωση του: οι ποσοστώσεις ήταν η βάση της επιβίωσης των ανθρώπων της πόλης και άλλων ομάδων. Το σύστημα διανομής με μερίδες έδειχνε αυτή τη σχέση: ήταν σχεδιασμένο να διαχειρίζεται κρίσεις έλλειψης τροφίμων στη διάρκεια της κρίσης σιτηρών του ’28-’29, που επεκτάθηκε σε 40 εκ. ανθρώπους στη διάρκεια του ’32-’33, και σταμάτησε όταν οι σοδειές του ’33 και του ’34 κατέστησαν το σύστημα αυτό αχρείαστο. Περιγράφοντας το σύστημα διανομής με δελτίο ως μέσο ελέγχου και τιμωρίας, ο Κορτουά αποδίδει πολύ μεγαλύτερη συνειδητότητα στους σοβιετικούς ηγέτες από εκείνη που πραγματικά διέθεταν, ακριβώς επειδή αποτυγχάνει να δει όλη την εικόνα του συστήματος εφοδιασμού τροφίμων.

Κριτικάροντας τη Μαύρη Βίβλο, δεν θέλω καθόλου να μειώσω την τραγωδία του λιμού ή την ευθύνη της σοβιετικής κυβέρνησης για τους θανάτους αθώων ανθρώπων. Το καθεστώς έκανε εξαγωγές τροφίμων στην περίοδο της κρίσης, ενώ περιέκοψε δραστικά τις εξαγωγές και τις σταμάτησε νωρίς, δεν έκανε αρκετά. Το σοβιετικό καθεστώς είχε να αντιμετωπίσει μια στρατιωτική απειλή στην ¨Απω Ανατολή μετά την ιαπωνική κατάκτηση της Μαντζουρίας, αλλά επί της ουσίας, θα μπορούσε να κάνει περισσότερα για να ανακουφίσει το λιμό χωρίς να διακινδυνεύσει την εθνική ασφάλεια.

Παρόλαυτα, η ευθύνη δεν είναι το ίδιο πράγμα με την πρόθεση. Ο λιμός του ’32-’33 ήταν μια εξαιρετικά περίπλοκη κατάσταση, με συνδυασμό περιβαλλοντικών και ανθρώπινων αιτιών, με συνέπειες που ξεπερνούσαν κατά πολύ την «ζώνη λιμού» στην οποία εστίασαν ο Κουρτουά και ο Werth τη συζήτηση. Οι ενέργειες της σοβιετικής κυβέρνησης, όσο σκληρές κι αν ήταν, φαίνεται πως ήταν ξεκάθαρα προσανατολισμένες στην κατεύθυνση της διαχείρισης μιας μη σχεδιασμένης οικονομικής κρίσης κι ενός λιμού, παρά στην κατεύθυνση της δημιουργίας επί τούτου μιας κρίσης για να τιμωρηθεί μια συγκεκριμένη ομάδα. Γι’αυτούς και άλλους λόγους, πολλοί μελετητές έχουν υποστηρίξει πως ο λιμός δεν μπορεί να τοποθετείται στην ίδια κατηγορία των «εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας», όπως το Ολοκαύτωμα. Αυτή η σοβιετική κρίση έμοιαζε πολύ περισσότερο με κρίσεις που αντιμετώπισαν αναπτυσσόμενα κράτη μετά τον Β’ΠΠ, που προσπάθησαν να προσαρμοστούν στις ανελαστικές απαιτήσεις των ξένων χωρών και διεθνών εταιρειών και να αναπτύξουν βιομηχανικούς τομείς, εξαναγκάζοντας σε θυσίες τους πολίτες τους.