Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2014

Συντηρητική και φασιστική σκέψη στην Ελλάδα. Δ. Εθνική Ένωσις Ελλάς

Κεντρικό ρόλο στα πρωτοφασιστικά κινήματα του ελληνικού Μεσοπολέμου καταλαμβάνει η Εθνική Ένωσις Ελλάς, γνωστότερη ως ΕΕΕ. Παρότι η εμβέλεια της ήταν κυρίως περιφερειακή, και η προσπάθεια επέκτασης της στην πρωτεύουσα στέφθηκε κυριολεκτικά από παταγώδη αποτυχία, κατόρθωσε να κάνει αισθητή την παρουσία της περισσότερο από κάθε άλλη λιγότερο ή περισσότερο ιδεολογική συγγενής της. Αρχικά τίποτε δεν έδειχνε ότι θα διέφερε σε κάτι από την μάλλον αφανή πορεία των τελευταίων, όταν ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1924 από τον πολίτη εμποροράφτη Γεώργιο Κοσμίδη, παραμένοντας μάλιστα μυστική ως την δικαστική αναγνώριση της τρία χρόνια αργότερα. Ως τα τέλη του 1929 συσπείρωνε περίπου 200 άτομα, τους λεγόμενους "τριεψιλίτες".

Το ιδεολογικό προφίλ της οργάνωσης, πέρα από τη γνώριμη αντικομμουνιστική και εθνοπατριωτική φρασεολογία, διακρινόταν για το ιδιαίτερο αντισημιτικό της στίγμα. Μάλιστα από νωρίς διεκήρυσσε πως η συγκριτικά αυξημένη σε σχέση με άλλα μέρη της χώρας απήχηση του ΚΚΕ υπέκρυπτε εβραϊκό δάχτυλο. Το 1929 ο αντιεβραϊκός αγώνας έφτασε στην πρώτη του κλιμάκωση, προιωνιζόμενος μέτρα που θα λάμβαναν αργότερα οι ναζί στη Γερμανία. Πιο συγκεκριμένα προέβη στη διανομή προκηρύξεων που καλούσε το χριστιανικό πληθυσμό της Θεσσαλονίκης να αποφεύγει τους Εβραίους εμπόρους κι επαγγελματίες. Μετά από διαμαρτυρίες της εβραϊκής κοινότητας ο Κοσμίδης παραπέμφθηκε σε δίκη για τη δημιουργία κλίματος εθνοτικών ταραχών στην πόλη.

Την ίδια χρονιά εγκρίθηκε το νέο καταστατικό της οργάνωσης, το οποίο εκτός του ότι επιβεβαίωσε τον ιδεολογικό χαρακτήρα της έθεσε και ως άμεσο στόχο για το μέλλον την εξάπλωση της επιρροής της εντός κι εκτός Θεσσαλονίκης καθώς και τη σύνδεση της δράσης της με άλλες, παρεμφερείς οργανώσεις.  Η συγκυρία για την διεύρυνση του αριθμού των μελών της ΕΕΕ ήταν ευνοϊκή, ιδιαίτερα μετά την ψήφιση του ιδιωνύμου (1929) και τον αυξανόμενο αντισημιτισμό από πλευράς των βενιζελικών παραγόντων και του φίλα προσκείμενου τύπου της συμπρωτεύουσας, ενώ σταδιακά έκαναν την εμφάνιση τους και οι συνέπειες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης στη χώρα. Την ίδια εποχή, η οργάνωση καθιερώνει ομοιόμορφη ενδυμασία στα μέλη τους, καθώς και διάρθρωση που της προσδίδει σαφή παραστρατιωτικά χαρακτηριστικά. Η ΕΕΕ επιλέγει πλέον με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση να κάνει αισθητή την παρουσία της στους δρόμους της πόλης, όπως συνέβη την 26η Οκτωβρίου 1930, επέτειο απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης, κατά την οποία η οργάνωση παρήλασε με τα εμβλήματα της. Η εμφάνιση αυτή δεν πέρασε απαρατήρητη από τον τοπικό τύπο, μέρος του οποίου, με προεξάρχουσα την εφημερίδα Μακεδονία, δεν έκρυψαν τη συμπάθεια τους για το εγχείρημα, συμπάθεια η οποία έμελε να εκδηλωθεί επανειλημμένα στο μέλλον. Από τις αρχές του 1931 απαντώνται θετικές κρίσεις για την οργάνωση και στη συντηρητική αθηναϊκή εφημερίδα Βραδυνή.

Το γεγονός ωστόσο που έδωσε πανελλαδική διασημότητα στους "τριεψιλίτες" υπήρξαν τα επεισόδια αντισημιτικής βίας στη Θεσσαλονίκη, στα οποία οι τελευταίοι πρωτοστάτησαν, τον Ιούνιο του 1931. Η ένταση είχε ξεκινήσει ένα χρόνο νωρίτερα, όταν ο πρόεδρος του αθλητικού σωματείου Μακάμπι, Ισαάκ Κοέν είχε παρευρεθεί σε εκδήλωση της "Μακεδονικής Επιτροπής" στη Σόφια, υπέρ της αυτονόμησης της Μακεδονίας. H EEE μαζί με άλλα εθνικιστικά σωματεία της πόλης προέβησαν σε διαμαρτυρίες, ωστόσο οι εξηγήσεις που δόθηκαν από πλευράς εβραϊκής κοινότητας στάθηκαν ικανές να κατευνάσουν κάπως τα πνεύματα. Τον επόμενο χρόνο όμως, με αφορμή νεότερες δημοσιεύσεις της εφημερίδας Μακεδονίας, η Εθνική Παμφοιτητική οργάνωση, στενά συνδεόμενη με την ΕΕΕ, διένειμε υλικό με το οποίο καλούσε σε μποϋκοτάζ των εβραϊκών καταστημάτων. Την επομένη (25 Ιουνίου) 200 περίπου μέλη εθνικιστικών οργανώσεων με επικεφαλής τριεψιλίτες συγκεντρώθηκαν στα γραφεία της Μακάμπι, και κάποιοι από το πλήθος εισέβαλαν σε αυτά, προκαλώντας σοβαρές ζημιές και τραυματίζοντας μέλη του Δ.Σ. Eξοργισμένοι Εβραίοι περίοικοι συγκρότησαν ομάδες οπλισμένες με ρόπαλα και επιτέθηκαν σε περαστικούς. Τα σύννεφα πάνω από την πόλη συνέχισαν να πυκνώνουν, ώσπου η καταιγίδα ξέσπασε την 29η Ιουνίου με την έφοδο περίπου 2000 εθνικιστών στην εβραϊκή συνοικία Κάμπελ, ως αντίποινα σε επίθεση Εβραίων στη συνοικία Χαριλάου λίγες μέρς νωρίτερα. Η έφοδος κατέληξε σε εμπρησμό της συνοικίας, προξενώντας μεγάλες καταστροφές και αφήνοντας άστεγες περίπου 150 οικογένειες.

Ενδεικτική για το κλίμα της εποχής υπήρξαν οι έπαινοι από την εφημερίδα Βραδυνή, λίγες βδομάδες μετά το περιστατικό, αλλά κυρίως η αθώωση και των 26 κατηγορουμένων τριεψιλιτών, μεταξύ τους ο πρόεδρος και ο γ.γ της οργάνωσης στη δίκη που πραγματοποιήθηκε ένα χρόνο αργότερα, καθώς και το ότι ο αριθμός των μελών της οργάνωσης υπερδιπλασιάστηκε μετά τον εμπρησμό του Κάμπελ Αποθρασυμένοι οι τριεψιλίτες συνέχισαν την δράση τους, η οποία γνώρισε νέα κορύφωση με τη δολοφονία δυο συνδικαλιστών οικοδόμων τον Αύγουστο του ΄32. Είναι προφανώς πως αυτή η ασυδοσία δε θα μπορούσε να επιτευχθεί δίχως την ανοχή των κρατικών αρχών. Στην προκειμένη περίπτωση, η ΕΕΕ απολάμβανε της στήριξης και των δύο κύριων πολιτικών εκπροσώπων της αστικής τάξης, του Φιλελεύθερου και του Λαϊκού κόμματος. Από την πλευρά των βενιζελικών, ιδιαίτερα ένθερμος θιασώτης της οργάνωσης ήταν ο Στυλιανός Γονατάς, ο οποίος μάλιστα μίλησε με την ιδιότητα του Γενικού Διοικητή Μακεδονίας κατά τα εγκαίνια του κέντρου της ΕΕΕ στη Θεσσαλονίκη το Γενάρη του 1931, ενώ ομιλία έβγαλε και ο υπουργός Πρόνοιας Λεωνίδας Ιασονίδης, όχι όμως υπό την επίσημη ιδιότητα του, αλλά ως "αδελφός" της οργάνωσης. Η άνοδος των Λαϊκών στην εξουσία το 1933 με τη σειρά της έδωσε στην οργάνωση αρκετή αυτοπεποίθηση ώστε να επιχειρήση την κάθοδο της προς την πρωτεύουσα, σε μια αταβιστική απόπειρα μίμησης της πορείας προς τη Ρώμη των μελανοχιτώνων του Μουσολίνι. Η επίσημη εκδοχή που προβλήθηκε από την ΕΕΕ για την εμφάνιση της στη Αθήνα ήταν η πρόθεση κατάθεσης στεφάνου στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη. Πράγματι στις 25 Ιουνίου 1933 1500 περίπου "χαλυβδόκρανοι" κατέθεσαν στεφάνι, παρουσία πολλών υπουργών, του συνήθους υπόπτου Στυλιανού Γονατά, αυτή τη φορά από την θέση του προέδρου της Γερουσίας, και πλήθους άλλων κρατικών και εκκλησιαστικών αξιωματούχων. Ωστόσο η παρουσία της οργάνωσης δεν έγινε δεκτή με τον ίδιο ενθουσιασμό από όλους τους Αθηναίους, κι έτσι επί 2 ημέρες η πόλη έγινε θέατρο οδομαχιών μεταξύ των τριεψιλιτών και συνδικαλιστών από διάφορα σωματεία, με τελικό απολογισμό δύο νεκρούς εργάτες, δεκάδες τραυματίες και τη σύλληψη 200 διαμαρτυρομένων για την παρουσία της ΕΕΕ. Παρά τον κρότο που προκάλεσε η εν λόγω εμφάνιση της οργάνωσης, ουσιαστικά επρόκειτο για το κύκνειο άσμα της, διότι η προσπάθεια της να διεκδικήσει αυτόνομο πολιτικό ρόλο, μετονομαζόμενη σε Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα Ελλάδος και κατεβάζοντας δικό της υποψήφιο δήμαρχο Θεσσαλονίκης στις δημοτικές εκλογές του 1934 θορύβησαν τους προστάτες της, οι οποίοι δεν ήταν διατεθειμένη να της παραχωρήσουν αρμοδιότητες ευρύτερες από εκείνες μιας ομάδας κρούσης. Η στρόφιγγα των χρηματοδοτήσεων και της ποικιλότροπης υποστήριξης έκλεισε, κάτι που αντικατοπτρίστηκε ανάγλυφα στο αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών του '36, όπου το κόμμα έλαβε περίπου 600 ψήφους πανελλαδικά. Μια δεύτερη "καριέρα" είχαν τη δυνατότητα να ακολουθήσουν πολλοί τριεψιλίτες κατά την κατοχή, στελεχώνοντας τα ποικίλα στρατιωτικά σώματα συνεργασίας των κατακτητών στη Θεσσαλονίκη, άλλες περιοχές της Β. Ελλάδας αλλά και την Αθήνα. 

 υπουργός Δικαιοσύνης Σπ. Ταλιαδούρος, αρκετοί βουλευτές, ο ΜητροπολίτηςΒέροιας Πολύκαρπος και άλλοι κρατικοί παράγοντες.
  

Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

Συντηρητικός και φασιστικός λόγος στην Ελλάδα Γ. Οργανωτικές προεκτάσεις

Στην προηγούμενη ανάρτηση κάναμε λόγο για τη σταδιακή, μερική έστω σύγκλιση ενός ευρύτατου φάσματος των αστικών πολιτικών δυνάμεων στην αναγκαιότητα, ευκταία ή μη, ενός κάποιου είδους εκτροπής από τα κοινοβουλευτικά ειωθότα. Στην παρούσα θα ασχοληθούμε με το πώς βρήκε πρακτική έκφραση η συγκεκριμένη φιλολογία, χωρίς να σημαίνει πως υπάρχει κατ'ανάγκην γενετική σχέση μεταξύ των δύο φαινομένων. Αντίθετα, συνήθως όσοι ανέλαβαν να διακηρύξουν έμπρακτα την πίστη τους στην αναγκαιότητα κατάλυσης της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ήταν πρόσωπα μάλλον ήσσονος πολιτικής σημασίας, ή και από χώρους εκτός πολιτικής. Το γεγονός αυτό αντανακλά ενδεχομένως μια αμηχανία πρόβλεψης εκ μέρους της πλειονότητας των παραδοσιακών εκπροσώπων του αστικού πολιτικού σκηνικού που "λοξοκοίταζαν"προς το σενάριο της εκτροπής,  των μελλοντικών εξελίξεων και τον φόβο πως μια ενεργή εμπλοκή τους θα τους εξέθετε και θα υπονόμευε την πορεία τους όταν θα είχε παρέλθει ο συρμός των αυταρχικών καθεστωτών. Ακόμα και ο Μεταξάς, πολιτικός με μακρόχρονη πορεία, που δεν είχε απλά νωρίς εκφράσει τον αντικοινοβουλευτισμό του προσωπικά, αλλά είχε ιδρύσει και κομματικό σχηματισμό σε αυτή την κατεύθυνση, το "Κόμμα Ελευθεροφρόνων", δε μπορεί να θεωρηθεί πραγματικά πρώτης γραμμής παρουσία πριν την πρωθυπουργοποίηση του. 

Αξίζει να σημειωθεί επίσης πως όπως ακριβώς διαφέρουν μεταξύ τους οι απόψεις των διστακτικών ή πιο ένθερμων υπερασπιστών της δικτατορίας, έτσι και οι ποικιλώνυμες οργανώσεις καλύπτουν ένα αρκετά ευρύ φάσμα, από τη βασιλόφρονα δεξιά ως τον εθνικοσοσιαλισμό. Εξάλλου τα όρια μεταξύ αυτών των κατηγοριοποιήσεων είναι αρκετά ρευστά και περισσότερο χάριν ευκολίας χρησιμοποιούνται. Για παράδειγμα, η "Σιδηρά Ειρήνη"μ με αρχηγό έναν αγνώστων λοιπών στοιχείων Κατσαμπλά μπορεί να ενταχθεί τόσο στις φιλοβασιλικές, όσο και στις εθνικοσοσιαλιστικές οργανώσεις. Πιο ξεκάθαρα εθνικοσοσιαλιστική, όπως φαίνεται από τον τίτλο της, αλλά κι από το γεγονός πως είχαν προσχωρήσει σε αυτή διάφορες μικρότερες ομάδες που έφεραν επίσης στον τίτλο τους τους όρους "Φασιστική", "εθνικοσοσοσιαλιστική" κλπ, ήταν η "Οργάνωσις των εθνικοφρόνων σοσιαλιστών" με πρόεδρο τον λογαγό Κωνσταντίνο Παρασκευά. Από την άλλη, εναργέστερα φιλοβασιλική υπήρξε η "Εθνική Πολιτική Εταιρεία" του Αθανασίου Φίλωνα, μέλος του ΣτΕ και προέδρου του "Πατριωτικού ιδρύματος" που μάλιστα την περίοδο 1933-35 εξέδιδε εβδομαδιαία εφημερίδα με τον τίτλο Ελληνισμός. Η προάσπιση του βασιλεύς-πατρίς-θρησκεία-οικογένεια ήταν βασικό πρόταγμα και του "Εθνικού Συνεδρίου", ενός αμαλγάματος 40 οργανώσεων, το οποίο είχε συσταθεί το 1925 υπό την προεδρία του γνωστού καθηγητή πανεπιστημίου Νεοκλή Καζάζη. Όπως θα μας προδιέθετε και η ιδιότητα του προέδρου τους, η οργάνωση είχε ιδιαίτερη ευαισθησία στα εκπαιδευτικά ζητήματα, και την προστασία της "εθνικής γλώσσης" και των παραδόσεων από δημοτικιστές και κομμουνιστές, ή όσων εκλαμβάνονταν ως τέτοιοι (ενδεικτικό είναι πως από τα πυρά δε γλίτωσε ούτε ο Δελμούζος, παρά την αποχώρηση του από τον Εκπαιδευτικό όμιλο το 1927, η οποία θεωρήθηκε προσχηματική). Ανάμεσα στα ενδιαφέροντα της οργάνωσης ήταν και η... προκλητική παρουσία των γυναικών στη δημόσια σφαίρα, η οποία κατά τους ιθύνοντες θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με αποκλεισμό τους από τις δημόσιες υπηρεσίες.

Προς το τέλος της δεκαετίας του '20, ο εχθρός γίνεται πιο διακριτός, κάτι που αντανακλάται και στην ίδρυση της νέας οργάνωσης του Καζάζη, της ΠΕΚΑ ( Πανελλήνιος Ένωσις Κοινωνικής Αμύνης), η οποία είχε πιο ξεκάθαρα πολιτικούς στόχους, και δη προς όσους επιβουλεύονταν το κοινωνικό καθεστώς. Το κλίμα που οδήγησε ένα χρόνο αργότερα στη θέσπιση του Ιδιωνύμου είχε ήδη πάρει σαφή χαρακτηριστικά. Η γενικότερη σκλήρυνση των αντιλήψεων οδήγησε και στην αλλαγή προσαναταλισμού μέσα στις ίδιες τις συντηρητικές οργανώσεις, από μια "παραδοσιακή" δεξιά ή ακροδεξιά προσέγγιση στις παρυφές τουλάχιστον του ναζισμού. Η πλέον ενδιαφέρουσα, λόγω και των προσώπων που την απάρτιζαν, οι οποίοι κατ'εξαίρεσιν όπως είπαμε αποτελούσαν σημαντικούς εκπροσώπους του αστικού κόσμου,* περίπτωση ήταν εκείνη της "Εστίας", με ιδρυτές τους εκδότες της ομώνυμης εφημερίδας και βασικό χρηματοδότη τον διευθυντή της Λαϊκής Τραπέζης Διονύσιο Λοβέρδο, αδερφό του τότε υπουργού οικονομικών. Η αρχικά παλαιοσυντηρητική οργάνωση, που θεωρούσε πως ο ενδιάμεσος δρόμος μεταξύ κοινοβουλευτισμού και δικτατορίας, στρέφεται από τα τέλη του 1933 σε καθαρά φιλοναζιστική κατεύθυνση. Η "Εστία" φαίνεται πως τράβηξε κάπως την προσοχή των συγχρόνων της, όπως φαίνεται κι από τις αναφορές στο ημερολόγιο του Θεοτοκά, πράγμα αναμενόμενο λόγω της εφημερίδας, η αρθρογραφία της οποίας φυσικά κάθε άλλο παρά ανεπηρέαστη έμεινε. Αναμφίβολα όμως η οργάνωση που ξεχώρισε ως η πλέον χαρακτηριστικά πρωτοφασιστική του μεσοπολέμου, υπήρξε η ΕΕΕ, με την οποία θα ασχοληθούμε αναλυτικά στην επόμενη ανάρτηση.

*Άλλες τέτοιες εξαιρέσεις, πολύ μικρότερης εμβέλειας, ήταν οι ομάδες περί τον Κωνσταντίνο Ζαβιτσιάνο, υπουργό εσωτερικών στην τελευταία κυβέρνηση Βενιζέλου και εισηγητή του Ιδιωνύμου, και του υποστράτηγου Λεωνίδα Λαπαθιώτη. 


Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

Επισκόπηση της νεοελληνικής εκπαίδευσης Δ. Από το 1917 ως το 1929

Μετά την σημαντική, αλλά ημιτελή μεταρρύθμιση του 1917, η εκπαίδευση στη δεκαετία που ακολούθησε ενείχε τα συστατικά της οπισθοχώρησης από τη μια, όπως η κατάργηση της δημοτικής από τη φιλομοναρχική κυβέρνηση Γούναρη του 1921 (περίοδο στην οποία εντάσσεται και το περιβόητο "να καώσι" της λεγόμενης "Επιτροπείας" ζητημάτων δημόσια εκπαίδευσης, για τα εγχειρίδια της μεταρρύθμισης) , αλλά και της διόγκωσης φαινομένων που είχαν αρχίσει να κάνει την εμφάνιση τους δεκαετίες νωρίτερα, όπως ο υπερπληθωρισμός αποφοίτων γυμνασίων, που εγκατέλειπαν την ύπαιθρο, συνωστιζόμενοι στον κρατικό μηχανισμό, κυρίως όμως στα καφενεία των μεγάλων πόλεων. Η επαναφορά των εκπαιδευτικών νόμων του 1917 από την  κυβέρνηση Πλαστήρα το 1923 ελάχιστα βελτίωσε τη συνολική εικόνα παρακμής και τέλματος.

Τα πλέον ενδεικτικά για τις κυρίαρχες αντιλήψεις στον εκπαιδευτικό χώρο γεγονότα υπήρξαν αναμφίβολα τα Μαρασλειακά. Η διαμάχη που ξέσπασε το 1925 αφορούσε τον τρόπο διδασκαλίας της ιστορίας, ειδικότερα δε της επανάστασης του 1821 στο Μαράσλειο Διδασκαλείο, υπό τη διεύθυνση του Δελμούζου τότε, από την Ρόζα Ιμβριώτη. Τα προεόρτια της υπόθεσης εντοπίζονται ωστόσο τουλάχιστον ένα χρόνο νωρίτερα, καθώς οι επικρίσεις στο Μαράσλειο, αλλά κυρίως στην στην Παιδαγωγική Ακαδημία υπό το Δημήτρη Γληνό, η οποία αποτελούσε μέρος του ίδιου συγκροτήματος και συλλειτουργούσε με την πρώτη, είχαν ήδη ξεκινήσει με επίκεντρο τον ποιητή Κώστα Βάρναλη, διδάσκοντα της Ακαδημίας, με αφορμή τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Η κριτική προέρχονταν κατά κύριο λόγο όχι από τους "συνήθεις υπόπτους", αλλά από σημαντική μερίδα των Φιλελευθέρων, με προεξάρχων φερέφωνο τους την "Εστία". Προφητική για την τελική έκβαση της υπόθεσης υπήρξε η επιβολή εξάμηνης παύσης του Βάρναλη από τα διδακτικά του καθήκοντα. Η κρίση αυτή καθαυτή ξέσπασε το Μάρτη του 1925, όταν τρεις από τους διδάσκοντες στα πρότυπα σχολεία του Μαρασλειακού συγκροτήματος, γνωστοποίησαν την ιδεολογική τους αντίθεση στη διδασκαλία της ιστορίας από την Ιμβριώτη. Το θέμα πήρε γρήγορα μεγάλες διαστάσεις, εμπλέκοντας ακόμα και την αστυνομία αλλά και τον Άρειο Πάγο, το πόρισμα του οποίου στο υπουργείο δικαιοσύνης κατέρριπτε κάθε κατηγορία αντεθνικής προπαγάνδας κατά του ιδρύματος. και εξήρε το έργο του. Παρόλαυτα οι συντονισμένες και πανταχόθεν βαλόμενες ριπές οδήγησαν στην παραίτηση των Γληνού-Δελμούζου το 1926, δίνοντας ένα ισχυρό πλήγμα στις προσπάθειες εκσυγχρονισμού της εκπαίδευσης.

Αξίζει να σημειωθεί ωστόσο πως την ίδια περίπου περίοδο (1927) λαμβάνει χώρα η διάσπαση του εκπαιδευτικού ομίλου, μεταξύ των φιλελεύθερων αστώνμ που υποστήριζαν την μη ανάμειξη του ομίλου με την πολιτική, με επικεφαλής τον Δελμούζο και τους σοσιαλιστές, που θεωρούσαν στόχο του Ομίλου τη διαφώτιση του λαού σε ταξική κατεύθυνση,  με κύριο εκπρόσωπο το Γληνό ( ο οποίος να σημειωθεί πως βρισκόταν σε αναζητήσεις σχετικά, αλλά δεν ήταν ακόμα κομμουνιστής). Η διάσπαση αυτή σηματοδοτεί την πρώτη ανοιχτή εκδήλωση αγεφύρωτων αντιθέσεων στο ως τότε λίγο-πολύ αρραγές μέτωπο των δημοτικιστών. Η ρήξη αυτή ήταν συνδεδεμένη με τη θέση που λάμβαναν οι διανοούμενοι του εκπαιδευτικού- και όχι μόνο χώρου- απέναντι στην κομμουνιστική ιδεολογία, που στα μέσα της δεκαετίας είχε αρχίσει να κάνει αισθητή την παρουσία της στον ελληνικό χώρο. Πρέπει να σημειωθεί βέβαια ότι σε πρώτη φάση, οι σοσιαλδημοκράτες είχαν συνταχθεί με τους μαρξιστές στην αντιπαράθεση τους με τον κύκλο περί τον Δελμούζο, ωστόσο λίγο χρόνια αργότερα, το 1929 επήλθε και δεύτερη διάσπαση, μεταξύ των δύο τάσεων που είχαν αποχωριστεί αρχικά από κοινού από τον ΕΟ. 


Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας και προς τα τέλη της σημειώθηκαν ωστόσο και σημαντικές πρωτοβουλίες στην κατεύθυνση της ολοκλήρωσης των ως τώρα ατελών προσπαθειών μεταρρύθμισης. Η πρώτη προήλθε από την κυβέρνηση Παπαναστασίου, που στο σύνταγμα του 1927, το πρώτο της αβασίλευτης δημοκρατίας, όριζε για πρώτη φορά την εξάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση, αφαιρούσε άρθρο του προηγούμενου συντάγματος που προέβλεπε την προστασία της καθαρεύουσας, ενώ κατοχύρωνε μια σειρά μέτρων για την ελευθερία της διδασκαλίας, την εκπαιδευτική αποκέντρωση και την προστασία της πνευματικής εργασίας. Ακόμα πιο ουσιαστικά βήματα έγιναν από την τελευταία κυβέρνηση Βενιζέλου, υπουργεύοντος Γεωργίου Παπανδρέου, όταν και τέθηκαν σε εφαρμογή τα μέτρα της ατελούς μεταρρύθμισης του 1913, στο γλωσσικό, την επιμόρφωση των δασκάλων και την μέριμνα για την προσχολική αγωγή. Ιδρύθηκαν επίσης τα Πειραματικά σχολεία Αθηνών και Πειραιά, καθώς και Παιδαγωγικές Ακαδημίες που είχαν πλέον τη μοναδική ευθύνη για την επιμόρφωση των δασκάλων, μέτρο που αξίζει να σημειωθεί πως συνάντησε την αποδοκιμασία των εκπαιδευτικών δημοτικιστών και γενικότερα του κλάδου, ο οποίος εκείνα τα χρόνια επεδείκνυε έντονη συνδικαλιστική δραστηριότητα, κάτι που τον έκανε στόχο διώξεων εν ονόματι του περιβόητου "Ιδιωνύμου" (1929).

Τη μεγαλύτερη επίδραση είχαν οι αλλαγές στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, με τη θέσπιση των δύο τύπων γυμνασίου (πρακτικό-κλασικό) καθώς και την ανάληψη της διεξαγωγής των εισιτήριων εξετάσεων στην τριτοβάθμια από τα ίδια τα πανεπιστήμια, σύστημα που διατηρήθηκε ουσιαστικά αναλλοίωτο ως το 1964. Άλλες πτυχές των νομοσχεδίων της κυβέρνησης Βενιζέλου έμελε να ανατραπούν από τις διάδοχες καταστάσεις. 

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2013

Συντηρητικός και φασιστικός λόγος στην Ελλάδα Β. Η σαγήνη του αυταρχισμού και τα αστικά πολιτικά κόμματα τη δεκαετία του '30

Το "φλερτ" των αστικών πολιτικών δυνάμεων, αρχής γενομένης από τους αντιβενιζελικούς αλλά επεκτεινόμενο σταδιακά και στις παρυφές της σοσιαλδημοκρατίας, χρονολογείται αρκετά διακριτά από την εποχή της δικτατορίας του Παγκάλου, ενώ βρίσκει την πλήρη του έκφανση στο α'μισό της δεκαετίας του '30. Στην πρώτη περίπτωση, όσες εφημερίδες, προερχόμενες από τον αντιβενιζελικό χώρο, στήριξαν το εγχείρημα, αφενός στηλίτευσαν όσους πολιτικούς του βενιζελογενούς φάσματος αρνήθηκαν να στηρίξουν τον Πάγκαλο, αφετέρου προπαγάνδιζαν ανοικτά την ανάγκη της επιβολής ενός αυταρχικότερου μοντέλου διακυβέρνησης, ακόμα κι αν αυτό συνεπαγόταν σημαντικούς περιορισμούς ή και αναστολή σε βασικές λειτουργίες του κοινοβουλετικού συστήματος. Ιδιαίτερη υποστήριξη δινόταν στο ιδεολόγημα-το οποίο ανακυκλώνεται έκτοτε κι ως τις μέρες μας σε τακτική βάση- της υπέρβασης "αριστεράς και δεξιάς" και του "κομματισμού". Σε πρώτη φάση βέβαια ο αντικοινοβουλευτισμός προβάλλονταν όχι ως ευκταίο, αλλά ως "έκτακτο μέτρο" που επέτασσαν οι εξαιρετικές συνθήκες. Ως τέτοιες προβάλλονταν οι έριδες του πολιτικού κόσμου, που απέτρεπαν τη λήψη αναγκαίων μέτρων όπως η περιστολή των δημοσίων δαπανών, η μείωση των προσλήψεων στο δημόσιο και η αύξηση της φορολογητέας βάσης.

Η αναγκαιότητα μιας κάποιας μορφής εκτροπής αναγνωριζόταν και από πολιτικούς όπως ο σοσιαλδημοκράτης "πατέρας της Α' ελληνικής δημοκρατίας" Αλέξανδρος Παπαναστασίου αλλά και παεπιστημιακούς με βενιζελικό υπόβαθρο, όπως ο Δημήτριος Αιγινήτης, που έφτασε μάλιστα ως το θώκο του υπουργού παιδείας στην κυβέρνηση Παγκάλου. Στη δεύτερη περίπτωση μάλιστα, καθαρότερα απ' ό,τι στην πρώτη, γίνονται φανεροί οι λόγοι για την ανάδυση της συναίνεσης μεταξύ των διαφορετικών εκπροσώπων του αστικού πολιτικού κόσμου. Όπως δήλωνε ο καθηγητής, ο φόβος για την ανατροπή του κοινωνικού καθεστώτος ήταν ο κύριος μοχλός των πράξεων του. Η προσέγγιση των δυο κυρίαρχων αντίπαλων πολιτικών ρευμάτων του μεσοπολέμου πάνω στη γραμμή του αντικομμουνισμού έμελε να εξελιχθεί σε πολλά επεισόδια ακόμα, και να βρει την ουσιαστική της πραγμάτωση μεταπολεμικά, ενόψει εμφυλίου.

Επί του παρόντος οι διαχωριστικές γραμμές βενιζελικών-αντιβενιζελικών εστιάζονταν κυρίως στο θέμα της βασιλείας. Ο αντιβενιζελικός τύπος έδωσε πολύ μεγάλη έμφαση από τα μέσα της δεκαετίας του '20 στη σημασία του βασιλικού θεσμού για την Ελλάδα, ως καταλληλότερου πολιτεύματος για την ιδιοσυγκρασία των κατοίκων της, στοιχείο που τονίζεται με ένταση πρωτόφαντη ακόμα και για τα μέτρα της ανέκαθεν φιλομοναρχικής αυτής παράταξης. Οι διαφορές για την σκοπιμότητα της βασιλείας, στο μέλλον θα ατονούσαν υπό το φως των ραγδαίων κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων, ωστόσο κατά την περίοδο που εξετάζουμε γνώρισαν όξυνση που αντίστοιχη της έχει να επιδείξει μόνο η εποχή του Διχασμού, κυρίως στο πρώτο μισό της δεκαετίας του '30, μετά και τα αποτυχημένα κινήματα του Πλαστήρα το '33 και το '35. Μερίδα μάλιστα του αντιβενιζελικού τύπου καταλόγιζε, με πολύ μεγαλύτερη δριμύτητα απ'ό,τι συνηθιζόταν τότε από τους εκπροσώπους της "εσωκομματικής αντιπολίτευσης", υπερβολική χαλαρότητα στην ηγεσία του Λαϊκού κόμματος και προσωπικά στον Παναγή Τσαλδάρη, που δεν κατανοούσε την κρισιμότητα των στιγμών και της ανάγκης δυναμικής ανταπάντασης της παράταξης του για να παταχθούν οι "ασύδοτοι δημοκράτες". Ακόμα και ναυαρχίδες του αντιβενιζελικού χώρου όπως η Καθημερινή, συντάσσονταν ολοένα και πιο ξεκάθαρα με το αντικοινοβουλευτικό ρεύμα*, κάτι που αποτυπώνει, μεταξύ άλλων, η έρευνα που δημοσιεύτηκε μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας το Γενάρη του 1934, με τίτλο "Δικτατορία ή κοινοβουλευτισμός', με αποδέκτες πολιτικούς άνδρες της εποχής. Εκεί πλειοψήφησαν σαφώς οι διαφόρων αποχρώσεων αντικοινοβουλευτικές απόψεις, ανάμεσα τους εκείνες του Γεωργίου Παπανδρέου, ο οποίος ναι μεν αρνούνταν την αναγκαιότητα της δικτατορίας στην Ελλάδα (είναι γνωστό εξάλλου πως επί Μεταξά ήταν από τους λίγους αστούς πολιτικούς που γνώρισαν τον εκτοπισμό, συγκεκριμένα στην Άνδρο), θεωρούσε ωστόσο πως σε συγκεκριμένες συνθήκες συνιστούσε εν δυνάμει ένα αναγκαίο κακό, ενώ σε παρόμοιο μήκος κύματος ο υφηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Γρηγόρης Κασιμάτης, δεχόταν τη δικτατορία ως μεταβατικό στάδιο σε μια διαδικασία ανανέωσης του κοινοβουλευτισμού. 

Στην επόμενη ανάρτηση μας θα ολοκληρώσουμε την περιήγηση μας στις θεωρητικές συζητήσεις περί δικτατορίας και θα ασχοληθούμε με τις οργανώσεις που προώθησαν διάφορες μορφές της μέσω της δράσης τους. 


* Ο διευθυντής της οποίος, Γεώργιος Βλάχος πήρε ξεκάθαρη θέση λίγους μήνες αργότερα, συντασσόμενος με τη λογική του "αναγκαίου κακού" μιας χρονικά πεπερασμένης εκτροπής. 

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2013

Επισκόπησης της νεοελληνικής εκπαίδευσης Γ. Από το 1900 ως το 1917

Η πρώτη δεκαετία του 1900 κύλησε χωρίς εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, είχε ωστόσο σημαντικές εξελίξεις στο γλωσσικό ζήτημα, το οποίο για ευνόητους λόγους άπτονταν εκπαιδευτικών θεμάτων καθώς και την εμφάνιση της κομβικής προσωπικότητας του Αλέξανδρου Δελμούζου και των πρωτοποριακών για την εποχή μεθόδων τους. Πολιτικά η φαινομενική στασιμότητα, πέραν της περιοχής της Κρήτης με το κίνημα στη Θέρισο΄και την εμφάνιση του Ελευθέριου Βενιζέλου στην πολιτική σκηνή, συνταράσσεται από το κίνημα του Στρατιωτικού συνδέσμου στο Γουδί του 1909, εγκαινιάζοντας μια νέα φάση στον αστικό εκσυγχρονισμό της χώρας.

Το γλωσσικό, που ήδη είχε ξεκινήσει ν'απασχολεί έντονα την πολιτική και τη διανόηση από τις τελευταίες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα περνάει στη θερμή του φάση στις αρχές του 20ου αιώνα, με τα περιβόητα επεισόδια των Ευαγγελικών (1901) και των Ορεστειακών (1904). Στην πρώτη περίπτωση, οι ταραχές ξεκίνησαν με αφορμή τη δημοσίευση στην εφημερίδα Ακρόπολις μιας απόδοσης της Καινής Διαθήκης στη δημοτική από τον Αλέξανδρο Πάλλη, οπαδό των ιδεών του Ψυχάρη. Η αντίδραση στην πρωτοβουλία αυτή ενορχηστρώθηκε από τους καθηγητές της Φιλοσοφικής Σχολής Μιστριώτη* και Βάση, ενώ στο χώρο του τύπου, ναυαρχίδες του αντιδημοτικισμού όπως το "Εμπρός" και "Οι καιροί" ξιφουλκούσαν κατά του Πάλλη και της μετάφρασης του. Από τη χορεία των γλωσσαμυντόρων δε θα μπορούσε να λείψει η Ιερά Σύνοδος, αλλά και το ίδιο του Οικουμενικό πατριαρχείο που δια στόματος Ιωακείμ Γ' καταδίκασε την απόδοση του Πάλλη. Τα πνεύματα εκτραχύνθηκαν ωστόσο κατά τη διάρκεια του φοιτητικού συλλαλητηρίου, στο οποίο κάλεσαν οι φοιτητές της Θεολογικής σχολής, ενώ παρευρέθηκαν πολλοί και από τις άλλες σχολές του Πανεπιστημίου Αθηνών. Κύρια αιτήματα ήταν η καύση όλων των αποδόσεων του Πάλλη στη δημοτική, καθώς κι ο αφορισμός του καθώς και όλων των εργαζόμενων στην εφημερίδα "Ακρόπολις". Κατά τη διάρκεια της διαδήλωσης υπήρξαν 8 νεκροί και 150 τραυματίες, ανάμεσα τους ακόμα κι ο πρόεδρος της κυβέρνησης Γ. Θεοτόκη.

Η επόμενη κρίση με αιχμή του δόρατος το γλωσσικό, σε ηπιότερη έκταση αυτή τη φορά, ήταν τα λεγόμενα "Ορεστειακά" (1903), που προκλήθηκαν με αφορμή την απόφαση του Βασιλικού Θεάτρου (το σημερινό Εθνικό) να ανεβάσει την "Ορέστεια" του Αισχύλου σε μετάφραση του καθηγητή Σωτηριάδη, ένα μνημείο γλωσσικής αναποφασιστικότητας μεταξύ καθαρεύουσας και δημοτικής. Στο επίκεντρο των αντιδράσεων βρέθηκε και πάλι ο Μιστριώτης, ο οποίος μάλιστα επιχείρησε να συνδέσει τη χρήση της δημοτικής με τον πανσλαβισμό και τις διεκδικήσεις της Βουλγαρίας στη Μακεδονία. Φαίνεται πως τα προσωπικά κίνητρα δεν ήταν αμελητέα στη στάση του Μιστριώτη, ο οποίος, έχοντας ιδρύσει την "Εταιρεία αρχαίων δραμάτων" πιθανόν να φοβόταν την αύξηση του ανταγωνισμού για την είσπραξη των κρατικών επιχορηγήσεων, εφόσον γενικεύονταν η χρήση δημώδους γλώσσας στις παραστάσεις. Τα επεισόδια με πρωταγωνιστές τους φοιτητές για μια ακόμη φορά, μολονότι είχαν έναν νεκρό, ήταν ωστόσο ανίκανα να αποτρέψουν το ανέβασμα της παράστασης.

Στο αμιγώς εκπαιδευτικό πεδίο, σημαντικά γεγονότα υπήρξε η ίδρυση της "Φοιτητικής Συντροφιάς", αλλά κυρίως του "Εκπαιδευτικού ομίλου" το 1910, που έμελε να παίξει κομβικό ρόλο στην αναμόρφωση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Κορυφαίο γεγονός ωστόσο υπήρξε η λειτουργία του Ανώτερου Δημοτικού Παρθεναγωγείο Βόλου, υπό τη διεύθυνση του Αλεξάνδρου Δελμούζου από το 1908 ως το 1911, όταν το σχολείο έκλεισε, λόγω των αντιδράσεων από συντηρητικούς κύκλους της τοπικής κοινωνίας και όχι μόνο. O Δελμούζος, εκτός του ότι εισήγαγε το διεθνές κίνημα της "Νέας Αγωγής" (με κύρια χαρακτηριστικά την εμπειρική μάθηση και τη συνεργατική διδασκαλία) χρησιμοποίησε για πρώτη φορά στα ελληνικά χρονικά τη δημοτική. Την πολεμική κατά του Δελμούζου και του δημοτικού συμβουλίου που ίδρυσε το παρθεναγωγείο συντόνιζε η τοπική εφημερίδα "Κήρυξ", που ξεσπάθωνε κατά του "μαλλιαρού" , "εικοσιοκταετή νεανία". Αρνητική ήταν και η στάση του μητροπολίτης Δημητριάδος, που επισκεπτόμενος το σχολείο καταδίκασε το "ξενικό" του πνεύμα. Ψηφίσματα διαμαρτυρίας κατά του σχολείου αλλά και διαδηλώσεις κατά του "μασόνου" Δελμούζου έδιναν τον τόνο, αναγκάζοντας τελικά τις αρχές να κλείσουν το Παρθεναγωγείο τρία χρόνια μετά την ίδρυση του. Η ένταση κορυφώθηκε με την προσαγωγή του Δελμούζου και των δημοτικών συμβούλων Ζάχου και Σαράτση σε δίκη το 1914, τα περίφημα "Αθεϊκά" του Ναυπλίου, που οδήγησαν πάντως στην απαλλαγή των κατηγορουμένων από κάθε κατηγορία. 

Το κίνημα στο Γουδί και στη συνέχεια η πρώτη κυβέρνηση Βενιζέλου καθώς και οι Βαλκανικοί πόλεμοι 1912-13 οριοθετούν το οριστικό πέρασμα της Ελλάδας σε έναν σύγχρονο, για τα δεδομένα των Βαλκανίων, καπιταλισμό και μια σχετικώς λειτουργούσα αστική δημοκρατία. Ο εκσυγχρονισμός της εκπαίδευσης γινόταν πιο επιτακτικός από ποτέ, αφού οι εκθέσεις για την κατάσταση της δεν παρουσίαζαν αξιόλογη πρόοδο σε σχέση με εκείνη τρεις δεκαετίες νωρίτερα. Το διατυπωμένο ήδη από τη δεκαετία του 1870 αίτημα για την "πρακτικότητα" της εκπαίδευσης έγινε προσπάθεια να αποτυπωθεί πειστικά στα νομοσχέδια του 1913, την εισηγητική έκθεση των οποίων έγραψε ο Δημήτρης Γληνός. Στο νέο εξαετές δημοτικό σχολείο προβλεπόταν να παρέχονται εμπορικές, βιοτεχνικές, βιομηχανικές και γεωργοκτηνοτροφικές γνώσεις. Εμφανέστερος ήταν όμως ο προσανατολισμός του νέου εκπαιδευτικού συστήματος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, όπου προβλεπόταν ο διαχωρισμός σε γυμνάσιο έξι ετών και τριετές αστικό σχολείο. Η ταξική στόχευση αυτού του διαχωρισμού διόλου δεν αποκρυβόταν από το νομοθέτη. Το γυμνάσιο, κατά τον εισηγητή, θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες τῆς ἀνωτέρας τάξεως και θα φιλοξενεί στους κόλπους του τοὺς μέλλοντας ἐπιστήμονας, τοὺς μεγαλοκτηματίας, τοὺς μεγαλεμπόρους, τοὺς μεγαλοβιομηχάνους, τοὺς ἀξιωματικοὺς καὶ πᾶσαν τὴν ἀνωτέραν ὑπαλληλίαν τοῦ κράτους. Τα αστικά σχολεία προορίζονταν για την μέσην ἀστικήν τάξιν και απευθύνονταν στους μέλλοντας ἐμπόρους, μικροβιομηχάνους καί βιοτέχνας, τούς γεωργοκτηματίας, τούς ἐμποροϋπαλλήλους, τήν κατωτέραν ὑπαλληλίαν τοῦ κράτους. Για την αποφυγή πλήρων στεγανών μεταξύ της μικροαστικής και της μεσοαστικής και μεγαλοαστικής τάξης (η εργατική προορίζονταν κατά μείζονα λόγο να αρκεστεί στην αναβαθμισμένη πρωτοβάθμια εκπαίδευση), προβλεπόταν η δυνατότητα εισόδου των αποφοίτων των αστικών σχολείων κατόπιν εξετάσεων σε μια από τις τρεις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου. 

Επιπλέον καινοτομίες του νομοσχεδίου ήταν η εισαγωγή της παρακολούθησης συμπληρωματικών μαθημάτων από ήδη εργαζόμενους, με ρήτρες μάλιστα για όσους εργοδότες δεν την επέτρεπαν στους υπαλλήλους τους, η εξομοίωση της εκπαίδευσης αρρένων και θηλέων, η ίδρυση πρακτικών σχολείων για κορίτσια καθώς και του πρώτου Τεχνικού Διδασκαλείου. Για άλλη μια φορά, τα συντηρητικά αντανακλαστικά ισχυρής μερίδας του πολιτικού κόσμου απέτρεψαν την εφαρμογή του νομοσχεδίου, ωστόσο οι μεταρρυθμίσεις σχετικά με την πρακτική εκπαίδευση θηλέων και η δημιουργία Τεχνικού Διδασκαλείου άρχισαν να υλοποιούνται ένα χρόνο αργότερα. Ένα μέρος της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του 1913 εφαρμόστηκε τελικά με τα νομοσχέδια του 1917, που θεσπίστηκαν επί εθνικού Διχασμού στο προσωρινό κράτος της Θεσσαλονίκης. Συγκεκριμένα εισάγονταν οριστικά πια η δημοτική στα σχολεία στοιχειώδους εκπαίδευσης, με την καθαρεύουσα να διδάσκεται στις δυο τελευταίες τάξεις. Θεσπίστηκαν επίσης νέοι όροι συγγραφής, διάθεσης και διάρκειας των σχολικών βιβλίων, μέριμνα για την επιμόρφωση των δασκάλων, και αποκέντρωση των σχολείων. Ωστόσο, η υλοποίηση ενός πραγματικά εκσυγχρονιστικού εκπαιδευτικού προγράμματος θα εκκρεμούσε για καιρό ακόμη.

*Ενός σημαντικού φιλολόγου με πολύπλευρο έργο, το οποίο έμελε να επισκιαστεί εξαιτίας των υπερσυντηρητικών γλωσσικών του απόψεων. 

Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2013

Συντηρητικός και φασιστικός λόγος στην Ελλάδα Ι. Αντιβενιζελισμός στον Διχασμό και το Μεσοπόλεμο

Το βασικό χαρακτηριστικό του αντιβενιζελικού λόγου είναι η κυρίαρχη θέση που καταλαμβάνει σε αυτόν η έννοια "λαός" σε αντιδιαστολή προς το "έθνος" το οποίο είχε οικειοποιηθεί κατά μείζονα λόγο ο βενιζελισμός. Αυτό δε σημαίνει πως είχε εξοβελίσει τον πρώτο όρο από τη ρητορική του, μόνο το ότι τον χρησιμοποιούσε ως δηλωτικό μιας οντότητα ευεπίφορης στην εξαπάτηση και τα ολισθήματα, σε αντίθεση με το υπερβατικό "έθνος", που ανάγονταν πέρα από συγκεκριμένα πρόσωπα σε αναλλοίωτη κατηγορία. Σε συμβολικό επίπεδο, η σύνδεση "λαού"-αντιβενιζελικών αποτυπώνεται στην έκδοση, το 1917

Η διαφοροποίηση αυτή δεν ήταν τυχαία, αλλά αντανακλά κι ένα συγκεκριμένο ταξικό υπόβαθρο, κάτι που γίνεται ποιο φανερό από την αυτοαναγόρευση των αντιβενιζελικών σε προστάτες των "λαϊκών" και των "εργαζόμενων τάξεων". Η ορολογία ήταν σκόπιμα συσκοτιστική και γενικόλογη κατά την πρώτη περίοδο που εξετάζουμε, δηλαδή εκείνη του Α' Παγκόσμιου πολέμου, γίνεται ωστόσο αρκετά σαφής κατά την αμέσως επόμενη, ειδικά από τα μέσα της δεκαετίας του '20, όταν σε ένα ευρύ φάσμα αντιβενιζελικών εφημερίδων γίνεται πιο συγκεκριμένη οριοθέτηση των στρωμάτων που εξέφραζε ή υποστήριζε πως εκφράζει η συγκεκριμένη παράταξη. Γίνεται λόγος για "εργαζόμενους και παραγωγικό κόσμο, επαγγελματίες, βιοτέχνες, επιστήμονες, δημόσιους και ιδιωτικούς υπαλλήλους, στρατιωτικούς, μικροαγρότες και μικροκεφαλαιούχους" ενώ ενίοτε δηλώνεται χωρίς περιστροφές πως οι αντιβενιζελικοί εκπροσωπούν τη "μέση αστική τάξη". Επρόκειτο δηλαδή για την πολιτική έκφραση ενός κοινωνικού συνονθυλεύματος, αποτελούμενο κυρίως από μικροαστούς διαφόρων διαστρωματώσεων, του χωριού και της πόλης, ανθρώπους του κρατικού μηχανισμού, εκπροσώπους ημιφεουδαρχικών καταλοίπων του προηγούμενου αιώνα, αλλά και σημαντικά τμήματα της σχετικά ολιγάριθμης ακόμα, αλλά αναπτυσσόμενης εργατικής τάξης, ιδιαίτερα μάλιστα πριν την ίδρυση του ΣΕΚΕ*. Επρόκειτο για μια ευρεία κατηγορία ατόμων που αισθάνονταν, για διαφορετικούς και όχι κατ'ανάγκη συμβιβαζόμενους λόγους, την απειλή από τους μεγαλοαστούς που στη μεγάλη τους πλειονότητα εκπροσωπούνταν από τους βενιζελικούς. Οι λόγοι πέραν των πιο γενικών και συχνά ασύνειδων για τα ίδια τα υποκείμενα (αντίθεση μισθωτής εργασίας-εργοδοσίας, οι φόβοι της μικρής ιδιοκτησίας για απορρόφηση της από τη μεγαλύτερη, η ανησυχία για την πρόσβαση στον κρατικό μηχανισμό) είχαν τις ρίζες τους σε μια πολύ απτή πραγματικότητα, την αισχροκέρδεια μεγαλεμπόρων, πλοιοκτητών και μεγαλοπαραγωγών, κατά βάση βενιζελικών, που επωφελούνταν από τις σκληρές συνθήκες του πολέμου, και ειδικά από την κατάσταση που διαμορφώθηκε μετά το συμμαχικό αποκλεισμό του Πειραιά το 1916, ο οποίος προκάλεσε ακόμα και περιστατικά λιμού στην πρωτεύουσα.

Υπό αυτό το πρίσμα, είναι ευνόητη η χρήση "αντιπλουτοκρατικών" συνθημάτων και αιτημάτων στον αντιβενιζελικό λόγο. Ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά, ειδικά κατά την περίοδο του εθνικού διχασμού, είναι εκείνο της αύξησης της φορολογίας των αλευροβιομηχάνων και των εφοπλιστών, και της μείωσης της στις "ασθενέστερες τάξεις". Θέματα που άπτονται της διαβίωσης των φτωχότερων στρωμάτων πρωταγωνιστούν συχνά στα πρωτοσέλιδα του αντιβενιζελικού τύπου. Η στενή σύνδεση του Βενιζέλου με τα συμφέροντα της Ανάντ γινόταν εύκολος στόχος για τη διατύπωση κατηγοριών ξενοδουλείας από πλευράς της αντιπολίτευσης, η οποία στο οικονομικό επίπεδο εκφραζόταν με τις λεόντειες συμβάσεις με την Ούλεν για την ύδρευση και την Πάουερ για τον ηλεκτρισμό. Με το πέρασμα στο Μεσοπόλεμο, ιδιαίτερα από τα μέσα της δεκαετίας του '20 κι εξής, οι επιθέσεις στην "ληστρικήν κεφαλαιοκρατίαν" δεν υποχωρούν μεν, ωστόσο συνοδεύονται και από μια νέα οριοθέτηση της αντιβενιζελικής παράταξης στο κοινωνικοπολιτικό πεδίο: εκείνο της αντιδιαστολής προς τον "εργατικόν κομμουνισμόν", ο οποίος μολονότι αριθμητικά αδύναμος, είχε κάνει ήδη αισθητή την παρουσία του στο πολιτικό και συνδικαλιστικό πεδίο. 

Ένα άλλο σταθερό, αλλά οψιμότερο σχετικά, στοιχείο του αντιβενιζελικού λόγου, είναι εκείνο της "νομιμοφροσύνης" της παράταξης και των οπαδών της. Η παραβίαση της νομιμότητας συνίστατο στη διάσπαση του ελληνικού κράτος με τη μεταφορά της έδρας της βενιζελικής κυβέρνησης στη Θεσσαλονίκη, στην απροκάλυπτη ανάμειξη των δυνάμεων της αντάντ στα εσωτερικά της χώρας καθώς και την απομάκρυνση του βασιλιά από το θρόνο και τη χώρα, ενός προσώπου που θεωρούνταν ως εγγυητής του πολιτεύματος, της ομαλότητας και της αξιοπιστίας της χώρας στον "πεπολιτισμένον κόσμον".  Κατά την περίοδο προ του 1922, το συγκεκριμένο κομμάτι της ρητορικής τους δεν προβάλλονταν ιδιαίτερα, κάτι που οφείλεται τόσο στη βενιζελική λογοκρισία, όσο και στο ότι ως κυβέρνηση μετά το 1920 δεν είχαν λόγους να προβάλλουν το συγκεκριμένο στοιχείο εφόσον οι "άνομοι" είχαν ήδη τιμωρηθεί από τη λαϊκή ψήφο (να σημειωθεί εδώ πως αποτελεί πιθανότατα αστικό μύθο η δήθεν επικράτηση των βενιζελικών σε ψήφους, για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. http://www.phorum.gr/viewtopic.php?f=51&t=256644&hilit=%CE%94%CE%AE%CE%B8%CE%B5%CE%BD+%CE%BD%CE%AF%CE%BA%CE%B7+%CE%92%CE%B5%CE%BD%CE%B9%CE%B6%CE%AD%CE%BB%CE%BF%CF%85). Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή ωστόσο, η επανάσταση του 1922, η δίκη κι εκτέλεση των εξ, το δημοψήφισμα για την αβασίλευτη δημοκρατία το 1924, από το οποία και απείχαν τα φιλοβασιλικά κόμματα, οδήγησαν τους αντιβενιζελικούς σε μια καθαρά αμυντική στάση, στην οποία οι αυτοχαρακτηρισμοί ως "νομιμόφρονες" και "συνταγματικοί", έναντι στην "στρατοκρατία" και τη "δεξιά" (sic), όπως αποκαλούσαν τα βενιζελογενή κόμματα, λειτουργούσαν ως κατάλληλη συνθηματολογική επένδυση. 

Σε ορισμένες περιπτώσεις οι καταγγελίες για την παραβίαση της νομιμότητας όπως την αντιλαμβάνονταν οι αντιβενιζελικοί, ωθούσε σε παροτρύνσεις προς τους οπαδούς να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους και να υπερασπιστούν με ένοπλη εξέγερση την ελευθερία τους. Η εφημερίδα "Αθηναϊκή", που πρωτοστατούσε στην εν λόγω επιχείρηση, καλούσε μάλιστα τους αναγνώστες της να εγγραφούν στον "Αντιστρατοκρατικόν σύνδεσμον", ιδρυτής του οποίου υπήρξε ο εκδότης της εφημερίδας. Ο ίδιος εξάλλου, στη διάρκεια της ¨βενιζελικής τυρρανίας¨ είχε ιδρύσει την '¨Αμυνα των καταναλωτών" κατά της ακρίβειας και της αισχροκέρδειας με σήμα την πράσινη μπουτουνιέρα των οπαδών της, εφόσον λόγω των συνθηκών δεν ήταν εφικτή μια πιο ανοιχτή αντικυβερνητική δραστηριότητα. Η τάση μερίδας αντιβενιζελικών παραγόντων να αυτονομούνται σε πιο ακραίες κατευθύνσεις από την επίσημη κομματική ηγεσία έγινε ακόμα πιο διακριτή κατά τις εκλογές του 1926, μετά την επαναστατική κυβέρνηση του στρατηγού Κονδύλη που είχε ανατρέψει τη δικτατορία Παγκάλου λίγους μήνες νωρίτερα, εκλογές που οδήγησαν στο σχηματισμό της οικουμενικής κυβέρνησης Ζαϊμη. Τη σημαία του αγώνα της αντιβενιζελικής βάσης που αμφισβητούσε τις επιλογές της ηγεσία σήκωσε κυρίως η οργάνωση του Φιλοσοφόπουλου "Συνταγματική δράσις", που καλούσε σε συγκεντρώσεις υπέρ της αποχής. Αναβίωση των επιστράτων του 1916 επιχείρησε η "Συνταγματική νεολαία", οργάνωση 2000 περίπου μελών, που είχε συσταθεί το 1924 κυρίως από απόστρατους βασιλικούς αξιωματικούς. Ο κύκλος της υπεράσπιστης της αντιβενιζελικής "συνταγματικότητας" ολοκληρώνεται το 1925, με την ίδρυση του "Πανελλήνιου Νεοσυνταγματικού Συνδέσμου" το οποίο από τη φύση των κύριων αιτημάτων του (εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού, περιορισμός του πολιτικού ρόλου του στρατού) φαίνεται πως λειτουργούσε ως μοχλός για την προώθηση πολύ συγκεκριμένων συντεχνιακών αιτημάτων τμήματος του αντιβενιζελικού "λαού".  

*Η ταλάντευση των εργατών μεταξύ ΣΕΚΕ κι αντιβενιζελικών φαίνεται εναργέστερα από τη γνωστή περίπτωση της υπερψήφισης υποψηφίων τόσο του ΣΕΚΕ όσο και τις Ηνωμένης Αντιπολίτευσης στις ιστορικές εκλογές του 1920, κάτι που επέτρεπε το τότε εκλογικό σύστημα με σφαιρίδια. 

Ενδεικτική βιβλιογραφία θα παρατεθεί στο τέλος του αφιερώματος. 

Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2013

Επισκόπηση της νεοελληνικής εκπαίδευσης Γ. Από το 1857 ως το τέλος του 19ου αιώνα

Οι αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν στο εκπαιδευτικό σύστημα κατά το β' μισό του 19 αιώνα ήταν μικρές, όπως πιστοποιούν και οι σχετικές διατάξεις στο σύνταγμα του 1864, που ουσιαστικά αναπαράγουν τις αντίστοιχες του προηγούμενου του 1844, βασισμένες οι ίδιες στο έργο της Αντιβασιλείας. Από την άλλη, οι αλλαγές στο πολιτικό, αλλά κυρίως στο οικονομικό πεδίο, με τον βραδύ και άνισο μεταξύ των τομέων οικονομικής δραστηριότητας, αλλά σταθερό αστικό εκσυγχρονισμό της χώρας, ο οποίος στο πολιτικό πεδίο εκφράζεται κατεξοχήν με την εισαγωγή της δεδηλωμένης το 1875, την άνοδο του Τρικούπη στην εξουσία για πρώτη φορά το ίδιο έτος και τη θέσπιση του δικομματικού συστήματος εναλλαγής μεταξύ τρικουπικών-δηλιγιαννικών. Υπό αυτό το πρίσμα, δεν ήταν λίγοι όσοι συνειδητοποιούσαν την αποκοπή της εκπαίδευσης από τις παραπάνω εξελίξεις και την ανάγκη εκσυγχρονισμού της. Ειδικότερα, αρχίζουν να διατυπώνονται συγκεκριμένες προτάσεις από εκπροσώπους της πολιτείας (ενδεικτικά αναφέρονται, εκτός από τον Χαρ. ριστόπουλο, οι: Επαμ. Δεληγιώργης, Αθαν. Πετσάλης, Αντ. Μαυρομιχάλης, υπουργοί Παιδείας) από φορείς (Σύλλογος προς διάδοσιν Ελληνικών Γραμμάτων, Επιτροπή επί της εμψυχώσεως της Εθνικής Βιο‐
μηχανίας) αλλά και από ιδιώτες (Αλέξ. Σούτζος Ιωάν. Σκαλτσούνης, Εμμ. Δραγούμης, Ιωακείμ Παυλίδης, Δημ. Βικέλας) για καθιέρωση συστήματος και «πρακτικής» εκπαίδευσης στα σχολεία που θα συνέδεε την εκπαίδευση με την οικονομία. Όλοι αυτοί αγωνίζονται για την «βιομηχανικήν εκπαίδευσιν», «την διδασκαλίαν των τεχνών» και την πρακτική «εις βίον μόρφωσιν» πιστεύοντας στην ανάγκη προσαρμογής της εκπαίδευσης στις μεταβαλλόμενες ανάγκες της κοινωνίας και την
προετοιμασία του μαθητή για την ένταξή του στην κοινωνική και επαγγελματική ζωή. Κεντρικά αιτήματα είναι η καθολική στοιχειώδης εκπαίδευση, η στροφή του περιεχομένου της διδασκαλίας σε πρακτικότερες κατευθύνσεις και η προσαρμογή της εκπαίδευσης στις απαιτήσεις της οικονομικής ανάπτυξης με την καθιέρωση συστήματος δημόσιας εμπορικής και «πρακτικής» εκπαίδευσης.

Οι προβληματισμοί αυτοί -διόλου τυχαία με βάση τα όσα περιγράψαμε πιο πριν-κορυφώνονται από τις αρχές της δεκαετίας του 1870, και βρίσκουν και την αντανάκλαση τους σε συγκεκριμένες ενέργειες στην κατεύθυνση αυτή. Κομβικός υπήρξε ο ρόλος του "Συλλόγου προς διάδοσιν των ελληνικών γραμμάτων" ο οποίος είχε ιδρυθεί το 1869 και είναι γνωστός κυρίως για το έργο του υπέρ της διάδοσης της ελληνικής παιδείας στις τουρκοκρατούμενες και συχνά εθνικά διαφιλονικούμενες περιοχές. Η επιρροή του αφορούσε ωστόσο και στο εκπαιδευτικό σύστημα του ελληνικού κράτους, κυρίως μέσω των υποτροφιών που έδινε σε σπουδαστές διδασκαλικών επαγγελμάτων στο εξωτερικό. Το 1871, τρεις υπότροφοι του συλλόγου εστάλησαν στη Γερμανία για να φοιτήσουν πλάι στο μεγάλο παιδαγωγό Johann Friedrich Herbart, εισηγητή της λεγόμενης συνδιδακτικής μεθόδου. Όταν αποφοίτησαν το 1874, οι Παπαμάρκου, Μωραϊτης και Οικονόμου ήταν και οι πρώτοι που έφεραν τη μέθοδο αυτή στην Ελλάδα, ενώ ο δεύτερος συνέγραψε και σειρά οδηγών προς τους συναδέλφους τους. Από το 1880 η συνδιδακτική επιβλήθηκε με διάταγμα σε όλα τα σχολεία της επικράτειας, με υποχρεωτική μετεκπαίδευση των δασκάλων, που απολύονταν αν δε συμμορφώνονταν. Για την εποχή της πρωτοποριακή, η συνδιδακτική δεν ήταν παρά μια έκφανση της δασκαλοκεντρικής μεθόδου, που αντικατέστησε την ως τότε κυρίαρχη στην Ελλάδα αλληλοδιδακτική και σύμφωνα με την οποία όλο το διδακτικό έργο επαφίεται στο διδάσκοντα-παντογνώστη, ενώ οι μαθητές αντιμετωπίζονται ως άγραφα χαρτιά και παθητικοί αποδέκτες. Ενδιαφέρον είναι πάντως πως μέχρι σήμερα η διάταξη των σχολικών αιθουσών όπως προβλέπονται από τη συνδιδακτική μέθοδο, δηλαδή ορθογώνια δωμάτια, με παράθυρα μόνο από τη μία πλευρά, και στην κορυφή υπερυψωμένη η έδρα του δασκάλου παραμένει με μικρές αλλαγές κυρίαρχη στο εκπαιδευτικό μας σύστημα. 

Επόμενος σταθμός για την περίοδο που εξετάζουμε υπήρξε η ψήφιση του νόμο BTMΘ' του 1895, επί κυβέρνησης Δηλιγιάννη, o οποίος αναμόρφωσε την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, χωρίς να επιφέρει ουσιαστικές αλλαγές στις υπόλοιπες βαθμίδες. Η στοιχειώδης εκπαίδευση κατακερματίστηκε σε διάφορους τύπους σχολείων: Το γραμματοδιδασκαλεία με 4-6 χρόνια φοίτησης, που ιδρύονταν σε φτωχές αγροτικές περιοχές όπου δεν υπήρχαν άλλοι τύποι σχολείων, τα κοινά δημοτικά σε μεγάλα χωριά και κωμοπόλεις με 4 τάξεις και τα πλήρη εξατάξια δημοτικά, όπου οι δημοτικοί πόροι το επέτρεπαν. Ένα περίπλοκο σύστημα εξετάσεων οδηγούσε τελικά στη μείωση των μαθητών, ενώ η είσοδος στα πανεπιστήμια παρέμενε χωρίς εξετάσεις για τους αποφοίτους των Ελληνικών σχολείων. Οι άλλες καινοτομίες του νόμου υπήρξαν η θέσπιση του θεσμού του επιθεωρητή (έως τότε διορίζονταν μόνο έκτακτοι επιθεωρητές, γνωστότεροι όσοι συνέταξαν την περιβόητη έκθεση του 1883, με την οποία διεκτραγωδούνταν η άθλια κατάσταση στο χώρο της παιδείας) καθώς και η πρόβλεψη για τη δημιουργία σχολείων θηλέων σε περιοχές όπου υπήρχαν 25 και πάνω μαθήτριες, μέτρο που πρακτικά όμως είχε μάλλον πενιχρά αποτελέσματα. Για πρώτη φορά προβλέπεται επίσης η ίδρυση νηπιαγωγείων, αποκλειστικά από ιδιώτες ωστόσο. Η πρωτοβουλία (1897) για τη δημιουργία του πρώτου "Πρότυπου νηπιακού κήπου" όπως ονομάστηκε καθώς και του Διδασκαλείου Νηπιαγωγών Καλλιθέας ανήκει στην Αικατερίνη Λασκαρίδου, πρόεδρος της "Ένωσης Ελληνίδων". Σε ιδιωτικά χέρια "αφήνεται" και η περιλάλητη τεχνική εκπαίδευση, η οποία παρουσιάζει σημαντική αύξηση στα χρόνια αυτά. 

Όπως ήταν λογικό, κανείς δεν ήταν ικανοποιημένος με τις αλλαγές αυτές, κι έτσι σε διάστημα μόλις 4 ετών παρουσιάζεται και νέα νομοθετική πρωτοβουλία, το λεγόμενο νομοσχέδιο Ευταξία, από το όνομα του τότε υπουργού παιδείας. Σύμφωνα με αυτό η πρωτοβάθμια εκπαίδευση διακρίνονταν σε δύο κύκλους, τον πρώτο τριετή για την παροχή των βασικών γνώσεων και το δεύτερο τετραετή για όσους δεν επιθυμούσαν να συνεχίσουν στην επόμενη βαθμίδα, ώστε να ολοκληρώσουν τη στοιχειώδη τους εκπαίδευση εκεί. Ως γλώσσα διδασκαλίας ορίζεται η καθαρεύουσα ενώ εισάγεται σειρά μαθημάτων με πρακτικό χαρακτήρα, κυρίως σε σχέση με τις γεωργικές εργασίες. Στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση ορίζονταν δύο επάλληλοι κύκλοι τετραετούς διάρκειας έκαστος. Ειδική μνεία γινόταν στην τεχνική εκπαίδευση, η οποία προβλεπόταν να καλύπτει τον εμπορικό, το βιομηχανικό και τον επαγγελματικό τομέα. Για το σκοπό αυτό προβλεπόταν η χορήγηση υποτροφιών στο εξωτερικό για την εκπαίδευση του κατάλληλου προσωπικού. Τέλος γινόταν αναφορά στην ανάγκη ίδρυσης παιδαγωγικής πανεπιστημιακής σχολής καθώς και δύο Διδασκαλείων θηλέων. Η προσπάθεια σχετικού εκσυγχρονισμού που εισηγούνταν το νομοσχέδιο Ευταξία έπεσε στο κενό λόγω της καταψήφισης του από τους βουλευτές, ακόμα και της κυβερνητικής πλειοψηφίας, πλην ορισμένων επουσιωδών διατάξεων που έγιναν δεκτές. Κατόπιν αυτού ο Ευταξίας παραιτήθηκε, συνεχίζοντας να αρθρογραφεί στην κατεύθυνση της προώθησης του αστικού εκσυχρονισμού στα ελληνικά σχολεία. Η αναντιστοιχία βάσης-εποικοδομήματος σε ό,τι αφορά το εκπαιδευτικό σύστημα έμελλε να αρθεί μερικώς μόλις στις αρχές του επόμενου αιώνα.