Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

Συντηρητικός και φασιστικός λόγος στην Ελλάδα Γ. Οργανωτικές προεκτάσεις

Στην προηγούμενη ανάρτηση κάναμε λόγο για τη σταδιακή, μερική έστω σύγκλιση ενός ευρύτατου φάσματος των αστικών πολιτικών δυνάμεων στην αναγκαιότητα, ευκταία ή μη, ενός κάποιου είδους εκτροπής από τα κοινοβουλευτικά ειωθότα. Στην παρούσα θα ασχοληθούμε με το πώς βρήκε πρακτική έκφραση η συγκεκριμένη φιλολογία, χωρίς να σημαίνει πως υπάρχει κατ'ανάγκην γενετική σχέση μεταξύ των δύο φαινομένων. Αντίθετα, συνήθως όσοι ανέλαβαν να διακηρύξουν έμπρακτα την πίστη τους στην αναγκαιότητα κατάλυσης της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ήταν πρόσωπα μάλλον ήσσονος πολιτικής σημασίας, ή και από χώρους εκτός πολιτικής. Το γεγονός αυτό αντανακλά ενδεχομένως μια αμηχανία πρόβλεψης εκ μέρους της πλειονότητας των παραδοσιακών εκπροσώπων του αστικού πολιτικού σκηνικού που "λοξοκοίταζαν"προς το σενάριο της εκτροπής,  των μελλοντικών εξελίξεων και τον φόβο πως μια ενεργή εμπλοκή τους θα τους εξέθετε και θα υπονόμευε την πορεία τους όταν θα είχε παρέλθει ο συρμός των αυταρχικών καθεστωτών. Ακόμα και ο Μεταξάς, πολιτικός με μακρόχρονη πορεία, που δεν είχε απλά νωρίς εκφράσει τον αντικοινοβουλευτισμό του προσωπικά, αλλά είχε ιδρύσει και κομματικό σχηματισμό σε αυτή την κατεύθυνση, το "Κόμμα Ελευθεροφρόνων", δε μπορεί να θεωρηθεί πραγματικά πρώτης γραμμής παρουσία πριν την πρωθυπουργοποίηση του. 

Αξίζει να σημειωθεί επίσης πως όπως ακριβώς διαφέρουν μεταξύ τους οι απόψεις των διστακτικών ή πιο ένθερμων υπερασπιστών της δικτατορίας, έτσι και οι ποικιλώνυμες οργανώσεις καλύπτουν ένα αρκετά ευρύ φάσμα, από τη βασιλόφρονα δεξιά ως τον εθνικοσοσιαλισμό. Εξάλλου τα όρια μεταξύ αυτών των κατηγοριοποιήσεων είναι αρκετά ρευστά και περισσότερο χάριν ευκολίας χρησιμοποιούνται. Για παράδειγμα, η "Σιδηρά Ειρήνη"μ με αρχηγό έναν αγνώστων λοιπών στοιχείων Κατσαμπλά μπορεί να ενταχθεί τόσο στις φιλοβασιλικές, όσο και στις εθνικοσοσιαλιστικές οργανώσεις. Πιο ξεκάθαρα εθνικοσοσιαλιστική, όπως φαίνεται από τον τίτλο της, αλλά κι από το γεγονός πως είχαν προσχωρήσει σε αυτή διάφορες μικρότερες ομάδες που έφεραν επίσης στον τίτλο τους τους όρους "Φασιστική", "εθνικοσοσοσιαλιστική" κλπ, ήταν η "Οργάνωσις των εθνικοφρόνων σοσιαλιστών" με πρόεδρο τον λογαγό Κωνσταντίνο Παρασκευά. Από την άλλη, εναργέστερα φιλοβασιλική υπήρξε η "Εθνική Πολιτική Εταιρεία" του Αθανασίου Φίλωνα, μέλος του ΣτΕ και προέδρου του "Πατριωτικού ιδρύματος" που μάλιστα την περίοδο 1933-35 εξέδιδε εβδομαδιαία εφημερίδα με τον τίτλο Ελληνισμός. Η προάσπιση του βασιλεύς-πατρίς-θρησκεία-οικογένεια ήταν βασικό πρόταγμα και του "Εθνικού Συνεδρίου", ενός αμαλγάματος 40 οργανώσεων, το οποίο είχε συσταθεί το 1925 υπό την προεδρία του γνωστού καθηγητή πανεπιστημίου Νεοκλή Καζάζη. Όπως θα μας προδιέθετε και η ιδιότητα του προέδρου τους, η οργάνωση είχε ιδιαίτερη ευαισθησία στα εκπαιδευτικά ζητήματα, και την προστασία της "εθνικής γλώσσης" και των παραδόσεων από δημοτικιστές και κομμουνιστές, ή όσων εκλαμβάνονταν ως τέτοιοι (ενδεικτικό είναι πως από τα πυρά δε γλίτωσε ούτε ο Δελμούζος, παρά την αποχώρηση του από τον Εκπαιδευτικό όμιλο το 1927, η οποία θεωρήθηκε προσχηματική). Ανάμεσα στα ενδιαφέροντα της οργάνωσης ήταν και η... προκλητική παρουσία των γυναικών στη δημόσια σφαίρα, η οποία κατά τους ιθύνοντες θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με αποκλεισμό τους από τις δημόσιες υπηρεσίες.

Προς το τέλος της δεκαετίας του '20, ο εχθρός γίνεται πιο διακριτός, κάτι που αντανακλάται και στην ίδρυση της νέας οργάνωσης του Καζάζη, της ΠΕΚΑ ( Πανελλήνιος Ένωσις Κοινωνικής Αμύνης), η οποία είχε πιο ξεκάθαρα πολιτικούς στόχους, και δη προς όσους επιβουλεύονταν το κοινωνικό καθεστώς. Το κλίμα που οδήγησε ένα χρόνο αργότερα στη θέσπιση του Ιδιωνύμου είχε ήδη πάρει σαφή χαρακτηριστικά. Η γενικότερη σκλήρυνση των αντιλήψεων οδήγησε και στην αλλαγή προσαναταλισμού μέσα στις ίδιες τις συντηρητικές οργανώσεις, από μια "παραδοσιακή" δεξιά ή ακροδεξιά προσέγγιση στις παρυφές τουλάχιστον του ναζισμού. Η πλέον ενδιαφέρουσα, λόγω και των προσώπων που την απάρτιζαν, οι οποίοι κατ'εξαίρεσιν όπως είπαμε αποτελούσαν σημαντικούς εκπροσώπους του αστικού κόσμου,* περίπτωση ήταν εκείνη της "Εστίας", με ιδρυτές τους εκδότες της ομώνυμης εφημερίδας και βασικό χρηματοδότη τον διευθυντή της Λαϊκής Τραπέζης Διονύσιο Λοβέρδο, αδερφό του τότε υπουργού οικονομικών. Η αρχικά παλαιοσυντηρητική οργάνωση, που θεωρούσε πως ο ενδιάμεσος δρόμος μεταξύ κοινοβουλευτισμού και δικτατορίας, στρέφεται από τα τέλη του 1933 σε καθαρά φιλοναζιστική κατεύθυνση. Η "Εστία" φαίνεται πως τράβηξε κάπως την προσοχή των συγχρόνων της, όπως φαίνεται κι από τις αναφορές στο ημερολόγιο του Θεοτοκά, πράγμα αναμενόμενο λόγω της εφημερίδας, η αρθρογραφία της οποίας φυσικά κάθε άλλο παρά ανεπηρέαστη έμεινε. Αναμφίβολα όμως η οργάνωση που ξεχώρισε ως η πλέον χαρακτηριστικά πρωτοφασιστική του μεσοπολέμου, υπήρξε η ΕΕΕ, με την οποία θα ασχοληθούμε αναλυτικά στην επόμενη ανάρτηση.

*Άλλες τέτοιες εξαιρέσεις, πολύ μικρότερης εμβέλειας, ήταν οι ομάδες περί τον Κωνσταντίνο Ζαβιτσιάνο, υπουργό εσωτερικών στην τελευταία κυβέρνηση Βενιζέλου και εισηγητή του Ιδιωνύμου, και του υποστράτηγου Λεωνίδα Λαπαθιώτη. 


Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

Επισκόπηση της νεοελληνικής εκπαίδευσης Δ. Από το 1917 ως το 1929

Μετά την σημαντική, αλλά ημιτελή μεταρρύθμιση του 1917, η εκπαίδευση στη δεκαετία που ακολούθησε ενείχε τα συστατικά της οπισθοχώρησης από τη μια, όπως η κατάργηση της δημοτικής από τη φιλομοναρχική κυβέρνηση Γούναρη του 1921 (περίοδο στην οποία εντάσσεται και το περιβόητο "να καώσι" της λεγόμενης "Επιτροπείας" ζητημάτων δημόσια εκπαίδευσης, για τα εγχειρίδια της μεταρρύθμισης) , αλλά και της διόγκωσης φαινομένων που είχαν αρχίσει να κάνει την εμφάνιση τους δεκαετίες νωρίτερα, όπως ο υπερπληθωρισμός αποφοίτων γυμνασίων, που εγκατέλειπαν την ύπαιθρο, συνωστιζόμενοι στον κρατικό μηχανισμό, κυρίως όμως στα καφενεία των μεγάλων πόλεων. Η επαναφορά των εκπαιδευτικών νόμων του 1917 από την  κυβέρνηση Πλαστήρα το 1923 ελάχιστα βελτίωσε τη συνολική εικόνα παρακμής και τέλματος.

Τα πλέον ενδεικτικά για τις κυρίαρχες αντιλήψεις στον εκπαιδευτικό χώρο γεγονότα υπήρξαν αναμφίβολα τα Μαρασλειακά. Η διαμάχη που ξέσπασε το 1925 αφορούσε τον τρόπο διδασκαλίας της ιστορίας, ειδικότερα δε της επανάστασης του 1821 στο Μαράσλειο Διδασκαλείο, υπό τη διεύθυνση του Δελμούζου τότε, από την Ρόζα Ιμβριώτη. Τα προεόρτια της υπόθεσης εντοπίζονται ωστόσο τουλάχιστον ένα χρόνο νωρίτερα, καθώς οι επικρίσεις στο Μαράσλειο, αλλά κυρίως στην στην Παιδαγωγική Ακαδημία υπό το Δημήτρη Γληνό, η οποία αποτελούσε μέρος του ίδιου συγκροτήματος και συλλειτουργούσε με την πρώτη, είχαν ήδη ξεκινήσει με επίκεντρο τον ποιητή Κώστα Βάρναλη, διδάσκοντα της Ακαδημίας, με αφορμή τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Η κριτική προέρχονταν κατά κύριο λόγο όχι από τους "συνήθεις υπόπτους", αλλά από σημαντική μερίδα των Φιλελευθέρων, με προεξάρχων φερέφωνο τους την "Εστία". Προφητική για την τελική έκβαση της υπόθεσης υπήρξε η επιβολή εξάμηνης παύσης του Βάρναλη από τα διδακτικά του καθήκοντα. Η κρίση αυτή καθαυτή ξέσπασε το Μάρτη του 1925, όταν τρεις από τους διδάσκοντες στα πρότυπα σχολεία του Μαρασλειακού συγκροτήματος, γνωστοποίησαν την ιδεολογική τους αντίθεση στη διδασκαλία της ιστορίας από την Ιμβριώτη. Το θέμα πήρε γρήγορα μεγάλες διαστάσεις, εμπλέκοντας ακόμα και την αστυνομία αλλά και τον Άρειο Πάγο, το πόρισμα του οποίου στο υπουργείο δικαιοσύνης κατέρριπτε κάθε κατηγορία αντεθνικής προπαγάνδας κατά του ιδρύματος. και εξήρε το έργο του. Παρόλαυτα οι συντονισμένες και πανταχόθεν βαλόμενες ριπές οδήγησαν στην παραίτηση των Γληνού-Δελμούζου το 1926, δίνοντας ένα ισχυρό πλήγμα στις προσπάθειες εκσυγχρονισμού της εκπαίδευσης.

Αξίζει να σημειωθεί ωστόσο πως την ίδια περίπου περίοδο (1927) λαμβάνει χώρα η διάσπαση του εκπαιδευτικού ομίλου, μεταξύ των φιλελεύθερων αστώνμ που υποστήριζαν την μη ανάμειξη του ομίλου με την πολιτική, με επικεφαλής τον Δελμούζο και τους σοσιαλιστές, που θεωρούσαν στόχο του Ομίλου τη διαφώτιση του λαού σε ταξική κατεύθυνση,  με κύριο εκπρόσωπο το Γληνό ( ο οποίος να σημειωθεί πως βρισκόταν σε αναζητήσεις σχετικά, αλλά δεν ήταν ακόμα κομμουνιστής). Η διάσπαση αυτή σηματοδοτεί την πρώτη ανοιχτή εκδήλωση αγεφύρωτων αντιθέσεων στο ως τότε λίγο-πολύ αρραγές μέτωπο των δημοτικιστών. Η ρήξη αυτή ήταν συνδεδεμένη με τη θέση που λάμβαναν οι διανοούμενοι του εκπαιδευτικού- και όχι μόνο χώρου- απέναντι στην κομμουνιστική ιδεολογία, που στα μέσα της δεκαετίας είχε αρχίσει να κάνει αισθητή την παρουσία της στον ελληνικό χώρο. Πρέπει να σημειωθεί βέβαια ότι σε πρώτη φάση, οι σοσιαλδημοκράτες είχαν συνταχθεί με τους μαρξιστές στην αντιπαράθεση τους με τον κύκλο περί τον Δελμούζο, ωστόσο λίγο χρόνια αργότερα, το 1929 επήλθε και δεύτερη διάσπαση, μεταξύ των δύο τάσεων που είχαν αποχωριστεί αρχικά από κοινού από τον ΕΟ. 


Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας και προς τα τέλη της σημειώθηκαν ωστόσο και σημαντικές πρωτοβουλίες στην κατεύθυνση της ολοκλήρωσης των ως τώρα ατελών προσπαθειών μεταρρύθμισης. Η πρώτη προήλθε από την κυβέρνηση Παπαναστασίου, που στο σύνταγμα του 1927, το πρώτο της αβασίλευτης δημοκρατίας, όριζε για πρώτη φορά την εξάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση, αφαιρούσε άρθρο του προηγούμενου συντάγματος που προέβλεπε την προστασία της καθαρεύουσας, ενώ κατοχύρωνε μια σειρά μέτρων για την ελευθερία της διδασκαλίας, την εκπαιδευτική αποκέντρωση και την προστασία της πνευματικής εργασίας. Ακόμα πιο ουσιαστικά βήματα έγιναν από την τελευταία κυβέρνηση Βενιζέλου, υπουργεύοντος Γεωργίου Παπανδρέου, όταν και τέθηκαν σε εφαρμογή τα μέτρα της ατελούς μεταρρύθμισης του 1913, στο γλωσσικό, την επιμόρφωση των δασκάλων και την μέριμνα για την προσχολική αγωγή. Ιδρύθηκαν επίσης τα Πειραματικά σχολεία Αθηνών και Πειραιά, καθώς και Παιδαγωγικές Ακαδημίες που είχαν πλέον τη μοναδική ευθύνη για την επιμόρφωση των δασκάλων, μέτρο που αξίζει να σημειωθεί πως συνάντησε την αποδοκιμασία των εκπαιδευτικών δημοτικιστών και γενικότερα του κλάδου, ο οποίος εκείνα τα χρόνια επεδείκνυε έντονη συνδικαλιστική δραστηριότητα, κάτι που τον έκανε στόχο διώξεων εν ονόματι του περιβόητου "Ιδιωνύμου" (1929).

Τη μεγαλύτερη επίδραση είχαν οι αλλαγές στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, με τη θέσπιση των δύο τύπων γυμνασίου (πρακτικό-κλασικό) καθώς και την ανάληψη της διεξαγωγής των εισιτήριων εξετάσεων στην τριτοβάθμια από τα ίδια τα πανεπιστήμια, σύστημα που διατηρήθηκε ουσιαστικά αναλλοίωτο ως το 1964. Άλλες πτυχές των νομοσχεδίων της κυβέρνησης Βενιζέλου έμελε να ανατραπούν από τις διάδοχες καταστάσεις.