Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

Συντηρητικός και φασιστικός λόγος στην Ελλάδα Γ. Οργανωτικές προεκτάσεις

Στην προηγούμενη ανάρτηση κάναμε λόγο για τη σταδιακή, μερική έστω σύγκλιση ενός ευρύτατου φάσματος των αστικών πολιτικών δυνάμεων στην αναγκαιότητα, ευκταία ή μη, ενός κάποιου είδους εκτροπής από τα κοινοβουλευτικά ειωθότα. Στην παρούσα θα ασχοληθούμε με το πώς βρήκε πρακτική έκφραση η συγκεκριμένη φιλολογία, χωρίς να σημαίνει πως υπάρχει κατ'ανάγκην γενετική σχέση μεταξύ των δύο φαινομένων. Αντίθετα, συνήθως όσοι ανέλαβαν να διακηρύξουν έμπρακτα την πίστη τους στην αναγκαιότητα κατάλυσης της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ήταν πρόσωπα μάλλον ήσσονος πολιτικής σημασίας, ή και από χώρους εκτός πολιτικής. Το γεγονός αυτό αντανακλά ενδεχομένως μια αμηχανία πρόβλεψης εκ μέρους της πλειονότητας των παραδοσιακών εκπροσώπων του αστικού πολιτικού σκηνικού που "λοξοκοίταζαν"προς το σενάριο της εκτροπής,  των μελλοντικών εξελίξεων και τον φόβο πως μια ενεργή εμπλοκή τους θα τους εξέθετε και θα υπονόμευε την πορεία τους όταν θα είχε παρέλθει ο συρμός των αυταρχικών καθεστωτών. Ακόμα και ο Μεταξάς, πολιτικός με μακρόχρονη πορεία, που δεν είχε απλά νωρίς εκφράσει τον αντικοινοβουλευτισμό του προσωπικά, αλλά είχε ιδρύσει και κομματικό σχηματισμό σε αυτή την κατεύθυνση, το "Κόμμα Ελευθεροφρόνων", δε μπορεί να θεωρηθεί πραγματικά πρώτης γραμμής παρουσία πριν την πρωθυπουργοποίηση του. 

Αξίζει να σημειωθεί επίσης πως όπως ακριβώς διαφέρουν μεταξύ τους οι απόψεις των διστακτικών ή πιο ένθερμων υπερασπιστών της δικτατορίας, έτσι και οι ποικιλώνυμες οργανώσεις καλύπτουν ένα αρκετά ευρύ φάσμα, από τη βασιλόφρονα δεξιά ως τον εθνικοσοσιαλισμό. Εξάλλου τα όρια μεταξύ αυτών των κατηγοριοποιήσεων είναι αρκετά ρευστά και περισσότερο χάριν ευκολίας χρησιμοποιούνται. Για παράδειγμα, η "Σιδηρά Ειρήνη"μ με αρχηγό έναν αγνώστων λοιπών στοιχείων Κατσαμπλά μπορεί να ενταχθεί τόσο στις φιλοβασιλικές, όσο και στις εθνικοσοσιαλιστικές οργανώσεις. Πιο ξεκάθαρα εθνικοσοσιαλιστική, όπως φαίνεται από τον τίτλο της, αλλά κι από το γεγονός πως είχαν προσχωρήσει σε αυτή διάφορες μικρότερες ομάδες που έφεραν επίσης στον τίτλο τους τους όρους "Φασιστική", "εθνικοσοσοσιαλιστική" κλπ, ήταν η "Οργάνωσις των εθνικοφρόνων σοσιαλιστών" με πρόεδρο τον λογαγό Κωνσταντίνο Παρασκευά. Από την άλλη, εναργέστερα φιλοβασιλική υπήρξε η "Εθνική Πολιτική Εταιρεία" του Αθανασίου Φίλωνα, μέλος του ΣτΕ και προέδρου του "Πατριωτικού ιδρύματος" που μάλιστα την περίοδο 1933-35 εξέδιδε εβδομαδιαία εφημερίδα με τον τίτλο Ελληνισμός. Η προάσπιση του βασιλεύς-πατρίς-θρησκεία-οικογένεια ήταν βασικό πρόταγμα και του "Εθνικού Συνεδρίου", ενός αμαλγάματος 40 οργανώσεων, το οποίο είχε συσταθεί το 1925 υπό την προεδρία του γνωστού καθηγητή πανεπιστημίου Νεοκλή Καζάζη. Όπως θα μας προδιέθετε και η ιδιότητα του προέδρου τους, η οργάνωση είχε ιδιαίτερη ευαισθησία στα εκπαιδευτικά ζητήματα, και την προστασία της "εθνικής γλώσσης" και των παραδόσεων από δημοτικιστές και κομμουνιστές, ή όσων εκλαμβάνονταν ως τέτοιοι (ενδεικτικό είναι πως από τα πυρά δε γλίτωσε ούτε ο Δελμούζος, παρά την αποχώρηση του από τον Εκπαιδευτικό όμιλο το 1927, η οποία θεωρήθηκε προσχηματική). Ανάμεσα στα ενδιαφέροντα της οργάνωσης ήταν και η... προκλητική παρουσία των γυναικών στη δημόσια σφαίρα, η οποία κατά τους ιθύνοντες θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με αποκλεισμό τους από τις δημόσιες υπηρεσίες.

Προς το τέλος της δεκαετίας του '20, ο εχθρός γίνεται πιο διακριτός, κάτι που αντανακλάται και στην ίδρυση της νέας οργάνωσης του Καζάζη, της ΠΕΚΑ ( Πανελλήνιος Ένωσις Κοινωνικής Αμύνης), η οποία είχε πιο ξεκάθαρα πολιτικούς στόχους, και δη προς όσους επιβουλεύονταν το κοινωνικό καθεστώς. Το κλίμα που οδήγησε ένα χρόνο αργότερα στη θέσπιση του Ιδιωνύμου είχε ήδη πάρει σαφή χαρακτηριστικά. Η γενικότερη σκλήρυνση των αντιλήψεων οδήγησε και στην αλλαγή προσαναταλισμού μέσα στις ίδιες τις συντηρητικές οργανώσεις, από μια "παραδοσιακή" δεξιά ή ακροδεξιά προσέγγιση στις παρυφές τουλάχιστον του ναζισμού. Η πλέον ενδιαφέρουσα, λόγω και των προσώπων που την απάρτιζαν, οι οποίοι κατ'εξαίρεσιν όπως είπαμε αποτελούσαν σημαντικούς εκπροσώπους του αστικού κόσμου,* περίπτωση ήταν εκείνη της "Εστίας", με ιδρυτές τους εκδότες της ομώνυμης εφημερίδας και βασικό χρηματοδότη τον διευθυντή της Λαϊκής Τραπέζης Διονύσιο Λοβέρδο, αδερφό του τότε υπουργού οικονομικών. Η αρχικά παλαιοσυντηρητική οργάνωση, που θεωρούσε πως ο ενδιάμεσος δρόμος μεταξύ κοινοβουλευτισμού και δικτατορίας, στρέφεται από τα τέλη του 1933 σε καθαρά φιλοναζιστική κατεύθυνση. Η "Εστία" φαίνεται πως τράβηξε κάπως την προσοχή των συγχρόνων της, όπως φαίνεται κι από τις αναφορές στο ημερολόγιο του Θεοτοκά, πράγμα αναμενόμενο λόγω της εφημερίδας, η αρθρογραφία της οποίας φυσικά κάθε άλλο παρά ανεπηρέαστη έμεινε. Αναμφίβολα όμως η οργάνωση που ξεχώρισε ως η πλέον χαρακτηριστικά πρωτοφασιστική του μεσοπολέμου, υπήρξε η ΕΕΕ, με την οποία θα ασχοληθούμε αναλυτικά στην επόμενη ανάρτηση.

*Άλλες τέτοιες εξαιρέσεις, πολύ μικρότερης εμβέλειας, ήταν οι ομάδες περί τον Κωνσταντίνο Ζαβιτσιάνο, υπουργό εσωτερικών στην τελευταία κυβέρνηση Βενιζέλου και εισηγητή του Ιδιωνύμου, και του υποστράτηγου Λεωνίδα Λαπαθιώτη. 


Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

Επισκόπηση της νεοελληνικής εκπαίδευσης Δ. Από το 1917 ως το 1929

Μετά την σημαντική, αλλά ημιτελή μεταρρύθμιση του 1917, η εκπαίδευση στη δεκαετία που ακολούθησε ενείχε τα συστατικά της οπισθοχώρησης από τη μια, όπως η κατάργηση της δημοτικής από τη φιλομοναρχική κυβέρνηση Γούναρη του 1921 (περίοδο στην οποία εντάσσεται και το περιβόητο "να καώσι" της λεγόμενης "Επιτροπείας" ζητημάτων δημόσια εκπαίδευσης, για τα εγχειρίδια της μεταρρύθμισης) , αλλά και της διόγκωσης φαινομένων που είχαν αρχίσει να κάνει την εμφάνιση τους δεκαετίες νωρίτερα, όπως ο υπερπληθωρισμός αποφοίτων γυμνασίων, που εγκατέλειπαν την ύπαιθρο, συνωστιζόμενοι στον κρατικό μηχανισμό, κυρίως όμως στα καφενεία των μεγάλων πόλεων. Η επαναφορά των εκπαιδευτικών νόμων του 1917 από την  κυβέρνηση Πλαστήρα το 1923 ελάχιστα βελτίωσε τη συνολική εικόνα παρακμής και τέλματος.

Τα πλέον ενδεικτικά για τις κυρίαρχες αντιλήψεις στον εκπαιδευτικό χώρο γεγονότα υπήρξαν αναμφίβολα τα Μαρασλειακά. Η διαμάχη που ξέσπασε το 1925 αφορούσε τον τρόπο διδασκαλίας της ιστορίας, ειδικότερα δε της επανάστασης του 1821 στο Μαράσλειο Διδασκαλείο, υπό τη διεύθυνση του Δελμούζου τότε, από την Ρόζα Ιμβριώτη. Τα προεόρτια της υπόθεσης εντοπίζονται ωστόσο τουλάχιστον ένα χρόνο νωρίτερα, καθώς οι επικρίσεις στο Μαράσλειο, αλλά κυρίως στην στην Παιδαγωγική Ακαδημία υπό το Δημήτρη Γληνό, η οποία αποτελούσε μέρος του ίδιου συγκροτήματος και συλλειτουργούσε με την πρώτη, είχαν ήδη ξεκινήσει με επίκεντρο τον ποιητή Κώστα Βάρναλη, διδάσκοντα της Ακαδημίας, με αφορμή τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Η κριτική προέρχονταν κατά κύριο λόγο όχι από τους "συνήθεις υπόπτους", αλλά από σημαντική μερίδα των Φιλελευθέρων, με προεξάρχων φερέφωνο τους την "Εστία". Προφητική για την τελική έκβαση της υπόθεσης υπήρξε η επιβολή εξάμηνης παύσης του Βάρναλη από τα διδακτικά του καθήκοντα. Η κρίση αυτή καθαυτή ξέσπασε το Μάρτη του 1925, όταν τρεις από τους διδάσκοντες στα πρότυπα σχολεία του Μαρασλειακού συγκροτήματος, γνωστοποίησαν την ιδεολογική τους αντίθεση στη διδασκαλία της ιστορίας από την Ιμβριώτη. Το θέμα πήρε γρήγορα μεγάλες διαστάσεις, εμπλέκοντας ακόμα και την αστυνομία αλλά και τον Άρειο Πάγο, το πόρισμα του οποίου στο υπουργείο δικαιοσύνης κατέρριπτε κάθε κατηγορία αντεθνικής προπαγάνδας κατά του ιδρύματος. και εξήρε το έργο του. Παρόλαυτα οι συντονισμένες και πανταχόθεν βαλόμενες ριπές οδήγησαν στην παραίτηση των Γληνού-Δελμούζου το 1926, δίνοντας ένα ισχυρό πλήγμα στις προσπάθειες εκσυγχρονισμού της εκπαίδευσης.

Αξίζει να σημειωθεί ωστόσο πως την ίδια περίπου περίοδο (1927) λαμβάνει χώρα η διάσπαση του εκπαιδευτικού ομίλου, μεταξύ των φιλελεύθερων αστώνμ που υποστήριζαν την μη ανάμειξη του ομίλου με την πολιτική, με επικεφαλής τον Δελμούζο και τους σοσιαλιστές, που θεωρούσαν στόχο του Ομίλου τη διαφώτιση του λαού σε ταξική κατεύθυνση,  με κύριο εκπρόσωπο το Γληνό ( ο οποίος να σημειωθεί πως βρισκόταν σε αναζητήσεις σχετικά, αλλά δεν ήταν ακόμα κομμουνιστής). Η διάσπαση αυτή σηματοδοτεί την πρώτη ανοιχτή εκδήλωση αγεφύρωτων αντιθέσεων στο ως τότε λίγο-πολύ αρραγές μέτωπο των δημοτικιστών. Η ρήξη αυτή ήταν συνδεδεμένη με τη θέση που λάμβαναν οι διανοούμενοι του εκπαιδευτικού- και όχι μόνο χώρου- απέναντι στην κομμουνιστική ιδεολογία, που στα μέσα της δεκαετίας είχε αρχίσει να κάνει αισθητή την παρουσία της στον ελληνικό χώρο. Πρέπει να σημειωθεί βέβαια ότι σε πρώτη φάση, οι σοσιαλδημοκράτες είχαν συνταχθεί με τους μαρξιστές στην αντιπαράθεση τους με τον κύκλο περί τον Δελμούζο, ωστόσο λίγο χρόνια αργότερα, το 1929 επήλθε και δεύτερη διάσπαση, μεταξύ των δύο τάσεων που είχαν αποχωριστεί αρχικά από κοινού από τον ΕΟ. 


Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας και προς τα τέλη της σημειώθηκαν ωστόσο και σημαντικές πρωτοβουλίες στην κατεύθυνση της ολοκλήρωσης των ως τώρα ατελών προσπαθειών μεταρρύθμισης. Η πρώτη προήλθε από την κυβέρνηση Παπαναστασίου, που στο σύνταγμα του 1927, το πρώτο της αβασίλευτης δημοκρατίας, όριζε για πρώτη φορά την εξάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση, αφαιρούσε άρθρο του προηγούμενου συντάγματος που προέβλεπε την προστασία της καθαρεύουσας, ενώ κατοχύρωνε μια σειρά μέτρων για την ελευθερία της διδασκαλίας, την εκπαιδευτική αποκέντρωση και την προστασία της πνευματικής εργασίας. Ακόμα πιο ουσιαστικά βήματα έγιναν από την τελευταία κυβέρνηση Βενιζέλου, υπουργεύοντος Γεωργίου Παπανδρέου, όταν και τέθηκαν σε εφαρμογή τα μέτρα της ατελούς μεταρρύθμισης του 1913, στο γλωσσικό, την επιμόρφωση των δασκάλων και την μέριμνα για την προσχολική αγωγή. Ιδρύθηκαν επίσης τα Πειραματικά σχολεία Αθηνών και Πειραιά, καθώς και Παιδαγωγικές Ακαδημίες που είχαν πλέον τη μοναδική ευθύνη για την επιμόρφωση των δασκάλων, μέτρο που αξίζει να σημειωθεί πως συνάντησε την αποδοκιμασία των εκπαιδευτικών δημοτικιστών και γενικότερα του κλάδου, ο οποίος εκείνα τα χρόνια επεδείκνυε έντονη συνδικαλιστική δραστηριότητα, κάτι που τον έκανε στόχο διώξεων εν ονόματι του περιβόητου "Ιδιωνύμου" (1929).

Τη μεγαλύτερη επίδραση είχαν οι αλλαγές στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, με τη θέσπιση των δύο τύπων γυμνασίου (πρακτικό-κλασικό) καθώς και την ανάληψη της διεξαγωγής των εισιτήριων εξετάσεων στην τριτοβάθμια από τα ίδια τα πανεπιστήμια, σύστημα που διατηρήθηκε ουσιαστικά αναλλοίωτο ως το 1964. Άλλες πτυχές των νομοσχεδίων της κυβέρνησης Βενιζέλου έμελε να ανατραπούν από τις διάδοχες καταστάσεις. 

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2013

Συντηρητικός και φασιστικός λόγος στην Ελλάδα Β. Η σαγήνη του αυταρχισμού και τα αστικά πολιτικά κόμματα τη δεκαετία του '30

Το "φλερτ" των αστικών πολιτικών δυνάμεων, αρχής γενομένης από τους αντιβενιζελικούς αλλά επεκτεινόμενο σταδιακά και στις παρυφές της σοσιαλδημοκρατίας, χρονολογείται αρκετά διακριτά από την εποχή της δικτατορίας του Παγκάλου, ενώ βρίσκει την πλήρη του έκφανση στο α'μισό της δεκαετίας του '30. Στην πρώτη περίπτωση, όσες εφημερίδες, προερχόμενες από τον αντιβενιζελικό χώρο, στήριξαν το εγχείρημα, αφενός στηλίτευσαν όσους πολιτικούς του βενιζελογενούς φάσματος αρνήθηκαν να στηρίξουν τον Πάγκαλο, αφετέρου προπαγάνδιζαν ανοικτά την ανάγκη της επιβολής ενός αυταρχικότερου μοντέλου διακυβέρνησης, ακόμα κι αν αυτό συνεπαγόταν σημαντικούς περιορισμούς ή και αναστολή σε βασικές λειτουργίες του κοινοβουλετικού συστήματος. Ιδιαίτερη υποστήριξη δινόταν στο ιδεολόγημα-το οποίο ανακυκλώνεται έκτοτε κι ως τις μέρες μας σε τακτική βάση- της υπέρβασης "αριστεράς και δεξιάς" και του "κομματισμού". Σε πρώτη φάση βέβαια ο αντικοινοβουλευτισμός προβάλλονταν όχι ως ευκταίο, αλλά ως "έκτακτο μέτρο" που επέτασσαν οι εξαιρετικές συνθήκες. Ως τέτοιες προβάλλονταν οι έριδες του πολιτικού κόσμου, που απέτρεπαν τη λήψη αναγκαίων μέτρων όπως η περιστολή των δημοσίων δαπανών, η μείωση των προσλήψεων στο δημόσιο και η αύξηση της φορολογητέας βάσης.

Η αναγκαιότητα μιας κάποιας μορφής εκτροπής αναγνωριζόταν και από πολιτικούς όπως ο σοσιαλδημοκράτης "πατέρας της Α' ελληνικής δημοκρατίας" Αλέξανδρος Παπαναστασίου αλλά και παεπιστημιακούς με βενιζελικό υπόβαθρο, όπως ο Δημήτριος Αιγινήτης, που έφτασε μάλιστα ως το θώκο του υπουργού παιδείας στην κυβέρνηση Παγκάλου. Στη δεύτερη περίπτωση μάλιστα, καθαρότερα απ' ό,τι στην πρώτη, γίνονται φανεροί οι λόγοι για την ανάδυση της συναίνεσης μεταξύ των διαφορετικών εκπροσώπων του αστικού πολιτικού κόσμου. Όπως δήλωνε ο καθηγητής, ο φόβος για την ανατροπή του κοινωνικού καθεστώτος ήταν ο κύριος μοχλός των πράξεων του. Η προσέγγιση των δυο κυρίαρχων αντίπαλων πολιτικών ρευμάτων του μεσοπολέμου πάνω στη γραμμή του αντικομμουνισμού έμελε να εξελιχθεί σε πολλά επεισόδια ακόμα, και να βρει την ουσιαστική της πραγμάτωση μεταπολεμικά, ενόψει εμφυλίου.

Επί του παρόντος οι διαχωριστικές γραμμές βενιζελικών-αντιβενιζελικών εστιάζονταν κυρίως στο θέμα της βασιλείας. Ο αντιβενιζελικός τύπος έδωσε πολύ μεγάλη έμφαση από τα μέσα της δεκαετίας του '20 στη σημασία του βασιλικού θεσμού για την Ελλάδα, ως καταλληλότερου πολιτεύματος για την ιδιοσυγκρασία των κατοίκων της, στοιχείο που τονίζεται με ένταση πρωτόφαντη ακόμα και για τα μέτρα της ανέκαθεν φιλομοναρχικής αυτής παράταξης. Οι διαφορές για την σκοπιμότητα της βασιλείας, στο μέλλον θα ατονούσαν υπό το φως των ραγδαίων κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων, ωστόσο κατά την περίοδο που εξετάζουμε γνώρισαν όξυνση που αντίστοιχη της έχει να επιδείξει μόνο η εποχή του Διχασμού, κυρίως στο πρώτο μισό της δεκαετίας του '30, μετά και τα αποτυχημένα κινήματα του Πλαστήρα το '33 και το '35. Μερίδα μάλιστα του αντιβενιζελικού τύπου καταλόγιζε, με πολύ μεγαλύτερη δριμύτητα απ'ό,τι συνηθιζόταν τότε από τους εκπροσώπους της "εσωκομματικής αντιπολίτευσης", υπερβολική χαλαρότητα στην ηγεσία του Λαϊκού κόμματος και προσωπικά στον Παναγή Τσαλδάρη, που δεν κατανοούσε την κρισιμότητα των στιγμών και της ανάγκης δυναμικής ανταπάντασης της παράταξης του για να παταχθούν οι "ασύδοτοι δημοκράτες". Ακόμα και ναυαρχίδες του αντιβενιζελικού χώρου όπως η Καθημερινή, συντάσσονταν ολοένα και πιο ξεκάθαρα με το αντικοινοβουλευτικό ρεύμα*, κάτι που αποτυπώνει, μεταξύ άλλων, η έρευνα που δημοσιεύτηκε μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας το Γενάρη του 1934, με τίτλο "Δικτατορία ή κοινοβουλευτισμός', με αποδέκτες πολιτικούς άνδρες της εποχής. Εκεί πλειοψήφησαν σαφώς οι διαφόρων αποχρώσεων αντικοινοβουλευτικές απόψεις, ανάμεσα τους εκείνες του Γεωργίου Παπανδρέου, ο οποίος ναι μεν αρνούνταν την αναγκαιότητα της δικτατορίας στην Ελλάδα (είναι γνωστό εξάλλου πως επί Μεταξά ήταν από τους λίγους αστούς πολιτικούς που γνώρισαν τον εκτοπισμό, συγκεκριμένα στην Άνδρο), θεωρούσε ωστόσο πως σε συγκεκριμένες συνθήκες συνιστούσε εν δυνάμει ένα αναγκαίο κακό, ενώ σε παρόμοιο μήκος κύματος ο υφηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Γρηγόρης Κασιμάτης, δεχόταν τη δικτατορία ως μεταβατικό στάδιο σε μια διαδικασία ανανέωσης του κοινοβουλευτισμού. 

Στην επόμενη ανάρτηση μας θα ολοκληρώσουμε την περιήγηση μας στις θεωρητικές συζητήσεις περί δικτατορίας και θα ασχοληθούμε με τις οργανώσεις που προώθησαν διάφορες μορφές της μέσω της δράσης τους. 


* Ο διευθυντής της οποίος, Γεώργιος Βλάχος πήρε ξεκάθαρη θέση λίγους μήνες αργότερα, συντασσόμενος με τη λογική του "αναγκαίου κακού" μιας χρονικά πεπερασμένης εκτροπής. 

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2013

Επισκόπησης της νεοελληνικής εκπαίδευσης Γ. Από το 1900 ως το 1917

Η πρώτη δεκαετία του 1900 κύλησε χωρίς εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, είχε ωστόσο σημαντικές εξελίξεις στο γλωσσικό ζήτημα, το οποίο για ευνόητους λόγους άπτονταν εκπαιδευτικών θεμάτων καθώς και την εμφάνιση της κομβικής προσωπικότητας του Αλέξανδρου Δελμούζου και των πρωτοποριακών για την εποχή μεθόδων τους. Πολιτικά η φαινομενική στασιμότητα, πέραν της περιοχής της Κρήτης με το κίνημα στη Θέρισο΄και την εμφάνιση του Ελευθέριου Βενιζέλου στην πολιτική σκηνή, συνταράσσεται από το κίνημα του Στρατιωτικού συνδέσμου στο Γουδί του 1909, εγκαινιάζοντας μια νέα φάση στον αστικό εκσυγχρονισμό της χώρας.

Το γλωσσικό, που ήδη είχε ξεκινήσει ν'απασχολεί έντονα την πολιτική και τη διανόηση από τις τελευταίες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα περνάει στη θερμή του φάση στις αρχές του 20ου αιώνα, με τα περιβόητα επεισόδια των Ευαγγελικών (1901) και των Ορεστειακών (1904). Στην πρώτη περίπτωση, οι ταραχές ξεκίνησαν με αφορμή τη δημοσίευση στην εφημερίδα Ακρόπολις μιας απόδοσης της Καινής Διαθήκης στη δημοτική από τον Αλέξανδρο Πάλλη, οπαδό των ιδεών του Ψυχάρη. Η αντίδραση στην πρωτοβουλία αυτή ενορχηστρώθηκε από τους καθηγητές της Φιλοσοφικής Σχολής Μιστριώτη* και Βάση, ενώ στο χώρο του τύπου, ναυαρχίδες του αντιδημοτικισμού όπως το "Εμπρός" και "Οι καιροί" ξιφουλκούσαν κατά του Πάλλη και της μετάφρασης του. Από τη χορεία των γλωσσαμυντόρων δε θα μπορούσε να λείψει η Ιερά Σύνοδος, αλλά και το ίδιο του Οικουμενικό πατριαρχείο που δια στόματος Ιωακείμ Γ' καταδίκασε την απόδοση του Πάλλη. Τα πνεύματα εκτραχύνθηκαν ωστόσο κατά τη διάρκεια του φοιτητικού συλλαλητηρίου, στο οποίο κάλεσαν οι φοιτητές της Θεολογικής σχολής, ενώ παρευρέθηκαν πολλοί και από τις άλλες σχολές του Πανεπιστημίου Αθηνών. Κύρια αιτήματα ήταν η καύση όλων των αποδόσεων του Πάλλη στη δημοτική, καθώς κι ο αφορισμός του καθώς και όλων των εργαζόμενων στην εφημερίδα "Ακρόπολις". Κατά τη διάρκεια της διαδήλωσης υπήρξαν 8 νεκροί και 150 τραυματίες, ανάμεσα τους ακόμα κι ο πρόεδρος της κυβέρνησης Γ. Θεοτόκη.

Η επόμενη κρίση με αιχμή του δόρατος το γλωσσικό, σε ηπιότερη έκταση αυτή τη φορά, ήταν τα λεγόμενα "Ορεστειακά" (1903), που προκλήθηκαν με αφορμή την απόφαση του Βασιλικού Θεάτρου (το σημερινό Εθνικό) να ανεβάσει την "Ορέστεια" του Αισχύλου σε μετάφραση του καθηγητή Σωτηριάδη, ένα μνημείο γλωσσικής αναποφασιστικότητας μεταξύ καθαρεύουσας και δημοτικής. Στο επίκεντρο των αντιδράσεων βρέθηκε και πάλι ο Μιστριώτης, ο οποίος μάλιστα επιχείρησε να συνδέσει τη χρήση της δημοτικής με τον πανσλαβισμό και τις διεκδικήσεις της Βουλγαρίας στη Μακεδονία. Φαίνεται πως τα προσωπικά κίνητρα δεν ήταν αμελητέα στη στάση του Μιστριώτη, ο οποίος, έχοντας ιδρύσει την "Εταιρεία αρχαίων δραμάτων" πιθανόν να φοβόταν την αύξηση του ανταγωνισμού για την είσπραξη των κρατικών επιχορηγήσεων, εφόσον γενικεύονταν η χρήση δημώδους γλώσσας στις παραστάσεις. Τα επεισόδια με πρωταγωνιστές τους φοιτητές για μια ακόμη φορά, μολονότι είχαν έναν νεκρό, ήταν ωστόσο ανίκανα να αποτρέψουν το ανέβασμα της παράστασης.

Στο αμιγώς εκπαιδευτικό πεδίο, σημαντικά γεγονότα υπήρξε η ίδρυση της "Φοιτητικής Συντροφιάς", αλλά κυρίως του "Εκπαιδευτικού ομίλου" το 1910, που έμελε να παίξει κομβικό ρόλο στην αναμόρφωση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Κορυφαίο γεγονός ωστόσο υπήρξε η λειτουργία του Ανώτερου Δημοτικού Παρθεναγωγείο Βόλου, υπό τη διεύθυνση του Αλεξάνδρου Δελμούζου από το 1908 ως το 1911, όταν το σχολείο έκλεισε, λόγω των αντιδράσεων από συντηρητικούς κύκλους της τοπικής κοινωνίας και όχι μόνο. O Δελμούζος, εκτός του ότι εισήγαγε το διεθνές κίνημα της "Νέας Αγωγής" (με κύρια χαρακτηριστικά την εμπειρική μάθηση και τη συνεργατική διδασκαλία) χρησιμοποίησε για πρώτη φορά στα ελληνικά χρονικά τη δημοτική. Την πολεμική κατά του Δελμούζου και του δημοτικού συμβουλίου που ίδρυσε το παρθεναγωγείο συντόνιζε η τοπική εφημερίδα "Κήρυξ", που ξεσπάθωνε κατά του "μαλλιαρού" , "εικοσιοκταετή νεανία". Αρνητική ήταν και η στάση του μητροπολίτης Δημητριάδος, που επισκεπτόμενος το σχολείο καταδίκασε το "ξενικό" του πνεύμα. Ψηφίσματα διαμαρτυρίας κατά του σχολείου αλλά και διαδηλώσεις κατά του "μασόνου" Δελμούζου έδιναν τον τόνο, αναγκάζοντας τελικά τις αρχές να κλείσουν το Παρθεναγωγείο τρία χρόνια μετά την ίδρυση του. Η ένταση κορυφώθηκε με την προσαγωγή του Δελμούζου και των δημοτικών συμβούλων Ζάχου και Σαράτση σε δίκη το 1914, τα περίφημα "Αθεϊκά" του Ναυπλίου, που οδήγησαν πάντως στην απαλλαγή των κατηγορουμένων από κάθε κατηγορία. 

Το κίνημα στο Γουδί και στη συνέχεια η πρώτη κυβέρνηση Βενιζέλου καθώς και οι Βαλκανικοί πόλεμοι 1912-13 οριοθετούν το οριστικό πέρασμα της Ελλάδας σε έναν σύγχρονο, για τα δεδομένα των Βαλκανίων, καπιταλισμό και μια σχετικώς λειτουργούσα αστική δημοκρατία. Ο εκσυγχρονισμός της εκπαίδευσης γινόταν πιο επιτακτικός από ποτέ, αφού οι εκθέσεις για την κατάσταση της δεν παρουσίαζαν αξιόλογη πρόοδο σε σχέση με εκείνη τρεις δεκαετίες νωρίτερα. Το διατυπωμένο ήδη από τη δεκαετία του 1870 αίτημα για την "πρακτικότητα" της εκπαίδευσης έγινε προσπάθεια να αποτυπωθεί πειστικά στα νομοσχέδια του 1913, την εισηγητική έκθεση των οποίων έγραψε ο Δημήτρης Γληνός. Στο νέο εξαετές δημοτικό σχολείο προβλεπόταν να παρέχονται εμπορικές, βιοτεχνικές, βιομηχανικές και γεωργοκτηνοτροφικές γνώσεις. Εμφανέστερος ήταν όμως ο προσανατολισμός του νέου εκπαιδευτικού συστήματος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, όπου προβλεπόταν ο διαχωρισμός σε γυμνάσιο έξι ετών και τριετές αστικό σχολείο. Η ταξική στόχευση αυτού του διαχωρισμού διόλου δεν αποκρυβόταν από το νομοθέτη. Το γυμνάσιο, κατά τον εισηγητή, θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες τῆς ἀνωτέρας τάξεως και θα φιλοξενεί στους κόλπους του τοὺς μέλλοντας ἐπιστήμονας, τοὺς μεγαλοκτηματίας, τοὺς μεγαλεμπόρους, τοὺς μεγαλοβιομηχάνους, τοὺς ἀξιωματικοὺς καὶ πᾶσαν τὴν ἀνωτέραν ὑπαλληλίαν τοῦ κράτους. Τα αστικά σχολεία προορίζονταν για την μέσην ἀστικήν τάξιν και απευθύνονταν στους μέλλοντας ἐμπόρους, μικροβιομηχάνους καί βιοτέχνας, τούς γεωργοκτηματίας, τούς ἐμποροϋπαλλήλους, τήν κατωτέραν ὑπαλληλίαν τοῦ κράτους. Για την αποφυγή πλήρων στεγανών μεταξύ της μικροαστικής και της μεσοαστικής και μεγαλοαστικής τάξης (η εργατική προορίζονταν κατά μείζονα λόγο να αρκεστεί στην αναβαθμισμένη πρωτοβάθμια εκπαίδευση), προβλεπόταν η δυνατότητα εισόδου των αποφοίτων των αστικών σχολείων κατόπιν εξετάσεων σε μια από τις τρεις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου. 

Επιπλέον καινοτομίες του νομοσχεδίου ήταν η εισαγωγή της παρακολούθησης συμπληρωματικών μαθημάτων από ήδη εργαζόμενους, με ρήτρες μάλιστα για όσους εργοδότες δεν την επέτρεπαν στους υπαλλήλους τους, η εξομοίωση της εκπαίδευσης αρρένων και θηλέων, η ίδρυση πρακτικών σχολείων για κορίτσια καθώς και του πρώτου Τεχνικού Διδασκαλείου. Για άλλη μια φορά, τα συντηρητικά αντανακλαστικά ισχυρής μερίδας του πολιτικού κόσμου απέτρεψαν την εφαρμογή του νομοσχεδίου, ωστόσο οι μεταρρυθμίσεις σχετικά με την πρακτική εκπαίδευση θηλέων και η δημιουργία Τεχνικού Διδασκαλείου άρχισαν να υλοποιούνται ένα χρόνο αργότερα. Ένα μέρος της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του 1913 εφαρμόστηκε τελικά με τα νομοσχέδια του 1917, που θεσπίστηκαν επί εθνικού Διχασμού στο προσωρινό κράτος της Θεσσαλονίκης. Συγκεκριμένα εισάγονταν οριστικά πια η δημοτική στα σχολεία στοιχειώδους εκπαίδευσης, με την καθαρεύουσα να διδάσκεται στις δυο τελευταίες τάξεις. Θεσπίστηκαν επίσης νέοι όροι συγγραφής, διάθεσης και διάρκειας των σχολικών βιβλίων, μέριμνα για την επιμόρφωση των δασκάλων, και αποκέντρωση των σχολείων. Ωστόσο, η υλοποίηση ενός πραγματικά εκσυγχρονιστικού εκπαιδευτικού προγράμματος θα εκκρεμούσε για καιρό ακόμη.

*Ενός σημαντικού φιλολόγου με πολύπλευρο έργο, το οποίο έμελε να επισκιαστεί εξαιτίας των υπερσυντηρητικών γλωσσικών του απόψεων. 

Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2013

Συντηρητικός και φασιστικός λόγος στην Ελλάδα Ι. Αντιβενιζελισμός στον Διχασμό και το Μεσοπόλεμο

Το βασικό χαρακτηριστικό του αντιβενιζελικού λόγου είναι η κυρίαρχη θέση που καταλαμβάνει σε αυτόν η έννοια "λαός" σε αντιδιαστολή προς το "έθνος" το οποίο είχε οικειοποιηθεί κατά μείζονα λόγο ο βενιζελισμός. Αυτό δε σημαίνει πως είχε εξοβελίσει τον πρώτο όρο από τη ρητορική του, μόνο το ότι τον χρησιμοποιούσε ως δηλωτικό μιας οντότητα ευεπίφορης στην εξαπάτηση και τα ολισθήματα, σε αντίθεση με το υπερβατικό "έθνος", που ανάγονταν πέρα από συγκεκριμένα πρόσωπα σε αναλλοίωτη κατηγορία. Σε συμβολικό επίπεδο, η σύνδεση "λαού"-αντιβενιζελικών αποτυπώνεται στην έκδοση, το 1917

Η διαφοροποίηση αυτή δεν ήταν τυχαία, αλλά αντανακλά κι ένα συγκεκριμένο ταξικό υπόβαθρο, κάτι που γίνεται ποιο φανερό από την αυτοαναγόρευση των αντιβενιζελικών σε προστάτες των "λαϊκών" και των "εργαζόμενων τάξεων". Η ορολογία ήταν σκόπιμα συσκοτιστική και γενικόλογη κατά την πρώτη περίοδο που εξετάζουμε, δηλαδή εκείνη του Α' Παγκόσμιου πολέμου, γίνεται ωστόσο αρκετά σαφής κατά την αμέσως επόμενη, ειδικά από τα μέσα της δεκαετίας του '20, όταν σε ένα ευρύ φάσμα αντιβενιζελικών εφημερίδων γίνεται πιο συγκεκριμένη οριοθέτηση των στρωμάτων που εξέφραζε ή υποστήριζε πως εκφράζει η συγκεκριμένη παράταξη. Γίνεται λόγος για "εργαζόμενους και παραγωγικό κόσμο, επαγγελματίες, βιοτέχνες, επιστήμονες, δημόσιους και ιδιωτικούς υπαλλήλους, στρατιωτικούς, μικροαγρότες και μικροκεφαλαιούχους" ενώ ενίοτε δηλώνεται χωρίς περιστροφές πως οι αντιβενιζελικοί εκπροσωπούν τη "μέση αστική τάξη". Επρόκειτο δηλαδή για την πολιτική έκφραση ενός κοινωνικού συνονθυλεύματος, αποτελούμενο κυρίως από μικροαστούς διαφόρων διαστρωματώσεων, του χωριού και της πόλης, ανθρώπους του κρατικού μηχανισμού, εκπροσώπους ημιφεουδαρχικών καταλοίπων του προηγούμενου αιώνα, αλλά και σημαντικά τμήματα της σχετικά ολιγάριθμης ακόμα, αλλά αναπτυσσόμενης εργατικής τάξης, ιδιαίτερα μάλιστα πριν την ίδρυση του ΣΕΚΕ*. Επρόκειτο για μια ευρεία κατηγορία ατόμων που αισθάνονταν, για διαφορετικούς και όχι κατ'ανάγκη συμβιβαζόμενους λόγους, την απειλή από τους μεγαλοαστούς που στη μεγάλη τους πλειονότητα εκπροσωπούνταν από τους βενιζελικούς. Οι λόγοι πέραν των πιο γενικών και συχνά ασύνειδων για τα ίδια τα υποκείμενα (αντίθεση μισθωτής εργασίας-εργοδοσίας, οι φόβοι της μικρής ιδιοκτησίας για απορρόφηση της από τη μεγαλύτερη, η ανησυχία για την πρόσβαση στον κρατικό μηχανισμό) είχαν τις ρίζες τους σε μια πολύ απτή πραγματικότητα, την αισχροκέρδεια μεγαλεμπόρων, πλοιοκτητών και μεγαλοπαραγωγών, κατά βάση βενιζελικών, που επωφελούνταν από τις σκληρές συνθήκες του πολέμου, και ειδικά από την κατάσταση που διαμορφώθηκε μετά το συμμαχικό αποκλεισμό του Πειραιά το 1916, ο οποίος προκάλεσε ακόμα και περιστατικά λιμού στην πρωτεύουσα.

Υπό αυτό το πρίσμα, είναι ευνόητη η χρήση "αντιπλουτοκρατικών" συνθημάτων και αιτημάτων στον αντιβενιζελικό λόγο. Ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά, ειδικά κατά την περίοδο του εθνικού διχασμού, είναι εκείνο της αύξησης της φορολογίας των αλευροβιομηχάνων και των εφοπλιστών, και της μείωσης της στις "ασθενέστερες τάξεις". Θέματα που άπτονται της διαβίωσης των φτωχότερων στρωμάτων πρωταγωνιστούν συχνά στα πρωτοσέλιδα του αντιβενιζελικού τύπου. Η στενή σύνδεση του Βενιζέλου με τα συμφέροντα της Ανάντ γινόταν εύκολος στόχος για τη διατύπωση κατηγοριών ξενοδουλείας από πλευράς της αντιπολίτευσης, η οποία στο οικονομικό επίπεδο εκφραζόταν με τις λεόντειες συμβάσεις με την Ούλεν για την ύδρευση και την Πάουερ για τον ηλεκτρισμό. Με το πέρασμα στο Μεσοπόλεμο, ιδιαίτερα από τα μέσα της δεκαετίας του '20 κι εξής, οι επιθέσεις στην "ληστρικήν κεφαλαιοκρατίαν" δεν υποχωρούν μεν, ωστόσο συνοδεύονται και από μια νέα οριοθέτηση της αντιβενιζελικής παράταξης στο κοινωνικοπολιτικό πεδίο: εκείνο της αντιδιαστολής προς τον "εργατικόν κομμουνισμόν", ο οποίος μολονότι αριθμητικά αδύναμος, είχε κάνει ήδη αισθητή την παρουσία του στο πολιτικό και συνδικαλιστικό πεδίο. 

Ένα άλλο σταθερό, αλλά οψιμότερο σχετικά, στοιχείο του αντιβενιζελικού λόγου, είναι εκείνο της "νομιμοφροσύνης" της παράταξης και των οπαδών της. Η παραβίαση της νομιμότητας συνίστατο στη διάσπαση του ελληνικού κράτος με τη μεταφορά της έδρας της βενιζελικής κυβέρνησης στη Θεσσαλονίκη, στην απροκάλυπτη ανάμειξη των δυνάμεων της αντάντ στα εσωτερικά της χώρας καθώς και την απομάκρυνση του βασιλιά από το θρόνο και τη χώρα, ενός προσώπου που θεωρούνταν ως εγγυητής του πολιτεύματος, της ομαλότητας και της αξιοπιστίας της χώρας στον "πεπολιτισμένον κόσμον".  Κατά την περίοδο προ του 1922, το συγκεκριμένο κομμάτι της ρητορικής τους δεν προβάλλονταν ιδιαίτερα, κάτι που οφείλεται τόσο στη βενιζελική λογοκρισία, όσο και στο ότι ως κυβέρνηση μετά το 1920 δεν είχαν λόγους να προβάλλουν το συγκεκριμένο στοιχείο εφόσον οι "άνομοι" είχαν ήδη τιμωρηθεί από τη λαϊκή ψήφο (να σημειωθεί εδώ πως αποτελεί πιθανότατα αστικό μύθο η δήθεν επικράτηση των βενιζελικών σε ψήφους, για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. http://www.phorum.gr/viewtopic.php?f=51&t=256644&hilit=%CE%94%CE%AE%CE%B8%CE%B5%CE%BD+%CE%BD%CE%AF%CE%BA%CE%B7+%CE%92%CE%B5%CE%BD%CE%B9%CE%B6%CE%AD%CE%BB%CE%BF%CF%85). Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή ωστόσο, η επανάσταση του 1922, η δίκη κι εκτέλεση των εξ, το δημοψήφισμα για την αβασίλευτη δημοκρατία το 1924, από το οποία και απείχαν τα φιλοβασιλικά κόμματα, οδήγησαν τους αντιβενιζελικούς σε μια καθαρά αμυντική στάση, στην οποία οι αυτοχαρακτηρισμοί ως "νομιμόφρονες" και "συνταγματικοί", έναντι στην "στρατοκρατία" και τη "δεξιά" (sic), όπως αποκαλούσαν τα βενιζελογενή κόμματα, λειτουργούσαν ως κατάλληλη συνθηματολογική επένδυση. 

Σε ορισμένες περιπτώσεις οι καταγγελίες για την παραβίαση της νομιμότητας όπως την αντιλαμβάνονταν οι αντιβενιζελικοί, ωθούσε σε παροτρύνσεις προς τους οπαδούς να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους και να υπερασπιστούν με ένοπλη εξέγερση την ελευθερία τους. Η εφημερίδα "Αθηναϊκή", που πρωτοστατούσε στην εν λόγω επιχείρηση, καλούσε μάλιστα τους αναγνώστες της να εγγραφούν στον "Αντιστρατοκρατικόν σύνδεσμον", ιδρυτής του οποίου υπήρξε ο εκδότης της εφημερίδας. Ο ίδιος εξάλλου, στη διάρκεια της ¨βενιζελικής τυρρανίας¨ είχε ιδρύσει την '¨Αμυνα των καταναλωτών" κατά της ακρίβειας και της αισχροκέρδειας με σήμα την πράσινη μπουτουνιέρα των οπαδών της, εφόσον λόγω των συνθηκών δεν ήταν εφικτή μια πιο ανοιχτή αντικυβερνητική δραστηριότητα. Η τάση μερίδας αντιβενιζελικών παραγόντων να αυτονομούνται σε πιο ακραίες κατευθύνσεις από την επίσημη κομματική ηγεσία έγινε ακόμα πιο διακριτή κατά τις εκλογές του 1926, μετά την επαναστατική κυβέρνηση του στρατηγού Κονδύλη που είχε ανατρέψει τη δικτατορία Παγκάλου λίγους μήνες νωρίτερα, εκλογές που οδήγησαν στο σχηματισμό της οικουμενικής κυβέρνησης Ζαϊμη. Τη σημαία του αγώνα της αντιβενιζελικής βάσης που αμφισβητούσε τις επιλογές της ηγεσία σήκωσε κυρίως η οργάνωση του Φιλοσοφόπουλου "Συνταγματική δράσις", που καλούσε σε συγκεντρώσεις υπέρ της αποχής. Αναβίωση των επιστράτων του 1916 επιχείρησε η "Συνταγματική νεολαία", οργάνωση 2000 περίπου μελών, που είχε συσταθεί το 1924 κυρίως από απόστρατους βασιλικούς αξιωματικούς. Ο κύκλος της υπεράσπιστης της αντιβενιζελικής "συνταγματικότητας" ολοκληρώνεται το 1925, με την ίδρυση του "Πανελλήνιου Νεοσυνταγματικού Συνδέσμου" το οποίο από τη φύση των κύριων αιτημάτων του (εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού, περιορισμός του πολιτικού ρόλου του στρατού) φαίνεται πως λειτουργούσε ως μοχλός για την προώθηση πολύ συγκεκριμένων συντεχνιακών αιτημάτων τμήματος του αντιβενιζελικού "λαού".  

*Η ταλάντευση των εργατών μεταξύ ΣΕΚΕ κι αντιβενιζελικών φαίνεται εναργέστερα από τη γνωστή περίπτωση της υπερψήφισης υποψηφίων τόσο του ΣΕΚΕ όσο και τις Ηνωμένης Αντιπολίτευσης στις ιστορικές εκλογές του 1920, κάτι που επέτρεπε το τότε εκλογικό σύστημα με σφαιρίδια. 

Ενδεικτική βιβλιογραφία θα παρατεθεί στο τέλος του αφιερώματος. 

Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2013

Επισκόπηση της νεοελληνικής εκπαίδευσης Γ. Από το 1857 ως το τέλος του 19ου αιώνα

Οι αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν στο εκπαιδευτικό σύστημα κατά το β' μισό του 19 αιώνα ήταν μικρές, όπως πιστοποιούν και οι σχετικές διατάξεις στο σύνταγμα του 1864, που ουσιαστικά αναπαράγουν τις αντίστοιχες του προηγούμενου του 1844, βασισμένες οι ίδιες στο έργο της Αντιβασιλείας. Από την άλλη, οι αλλαγές στο πολιτικό, αλλά κυρίως στο οικονομικό πεδίο, με τον βραδύ και άνισο μεταξύ των τομέων οικονομικής δραστηριότητας, αλλά σταθερό αστικό εκσυγχρονισμό της χώρας, ο οποίος στο πολιτικό πεδίο εκφράζεται κατεξοχήν με την εισαγωγή της δεδηλωμένης το 1875, την άνοδο του Τρικούπη στην εξουσία για πρώτη φορά το ίδιο έτος και τη θέσπιση του δικομματικού συστήματος εναλλαγής μεταξύ τρικουπικών-δηλιγιαννικών. Υπό αυτό το πρίσμα, δεν ήταν λίγοι όσοι συνειδητοποιούσαν την αποκοπή της εκπαίδευσης από τις παραπάνω εξελίξεις και την ανάγκη εκσυγχρονισμού της. Ειδικότερα, αρχίζουν να διατυπώνονται συγκεκριμένες προτάσεις από εκπροσώπους της πολιτείας (ενδεικτικά αναφέρονται, εκτός από τον Χαρ. ριστόπουλο, οι: Επαμ. Δεληγιώργης, Αθαν. Πετσάλης, Αντ. Μαυρομιχάλης, υπουργοί Παιδείας) από φορείς (Σύλλογος προς διάδοσιν Ελληνικών Γραμμάτων, Επιτροπή επί της εμψυχώσεως της Εθνικής Βιο‐
μηχανίας) αλλά και από ιδιώτες (Αλέξ. Σούτζος Ιωάν. Σκαλτσούνης, Εμμ. Δραγούμης, Ιωακείμ Παυλίδης, Δημ. Βικέλας) για καθιέρωση συστήματος και «πρακτικής» εκπαίδευσης στα σχολεία που θα συνέδεε την εκπαίδευση με την οικονομία. Όλοι αυτοί αγωνίζονται για την «βιομηχανικήν εκπαίδευσιν», «την διδασκαλίαν των τεχνών» και την πρακτική «εις βίον μόρφωσιν» πιστεύοντας στην ανάγκη προσαρμογής της εκπαίδευσης στις μεταβαλλόμενες ανάγκες της κοινωνίας και την
προετοιμασία του μαθητή για την ένταξή του στην κοινωνική και επαγγελματική ζωή. Κεντρικά αιτήματα είναι η καθολική στοιχειώδης εκπαίδευση, η στροφή του περιεχομένου της διδασκαλίας σε πρακτικότερες κατευθύνσεις και η προσαρμογή της εκπαίδευσης στις απαιτήσεις της οικονομικής ανάπτυξης με την καθιέρωση συστήματος δημόσιας εμπορικής και «πρακτικής» εκπαίδευσης.

Οι προβληματισμοί αυτοί -διόλου τυχαία με βάση τα όσα περιγράψαμε πιο πριν-κορυφώνονται από τις αρχές της δεκαετίας του 1870, και βρίσκουν και την αντανάκλαση τους σε συγκεκριμένες ενέργειες στην κατεύθυνση αυτή. Κομβικός υπήρξε ο ρόλος του "Συλλόγου προς διάδοσιν των ελληνικών γραμμάτων" ο οποίος είχε ιδρυθεί το 1869 και είναι γνωστός κυρίως για το έργο του υπέρ της διάδοσης της ελληνικής παιδείας στις τουρκοκρατούμενες και συχνά εθνικά διαφιλονικούμενες περιοχές. Η επιρροή του αφορούσε ωστόσο και στο εκπαιδευτικό σύστημα του ελληνικού κράτους, κυρίως μέσω των υποτροφιών που έδινε σε σπουδαστές διδασκαλικών επαγγελμάτων στο εξωτερικό. Το 1871, τρεις υπότροφοι του συλλόγου εστάλησαν στη Γερμανία για να φοιτήσουν πλάι στο μεγάλο παιδαγωγό Johann Friedrich Herbart, εισηγητή της λεγόμενης συνδιδακτικής μεθόδου. Όταν αποφοίτησαν το 1874, οι Παπαμάρκου, Μωραϊτης και Οικονόμου ήταν και οι πρώτοι που έφεραν τη μέθοδο αυτή στην Ελλάδα, ενώ ο δεύτερος συνέγραψε και σειρά οδηγών προς τους συναδέλφους τους. Από το 1880 η συνδιδακτική επιβλήθηκε με διάταγμα σε όλα τα σχολεία της επικράτειας, με υποχρεωτική μετεκπαίδευση των δασκάλων, που απολύονταν αν δε συμμορφώνονταν. Για την εποχή της πρωτοποριακή, η συνδιδακτική δεν ήταν παρά μια έκφανση της δασκαλοκεντρικής μεθόδου, που αντικατέστησε την ως τότε κυρίαρχη στην Ελλάδα αλληλοδιδακτική και σύμφωνα με την οποία όλο το διδακτικό έργο επαφίεται στο διδάσκοντα-παντογνώστη, ενώ οι μαθητές αντιμετωπίζονται ως άγραφα χαρτιά και παθητικοί αποδέκτες. Ενδιαφέρον είναι πάντως πως μέχρι σήμερα η διάταξη των σχολικών αιθουσών όπως προβλέπονται από τη συνδιδακτική μέθοδο, δηλαδή ορθογώνια δωμάτια, με παράθυρα μόνο από τη μία πλευρά, και στην κορυφή υπερυψωμένη η έδρα του δασκάλου παραμένει με μικρές αλλαγές κυρίαρχη στο εκπαιδευτικό μας σύστημα. 

Επόμενος σταθμός για την περίοδο που εξετάζουμε υπήρξε η ψήφιση του νόμο BTMΘ' του 1895, επί κυβέρνησης Δηλιγιάννη, o οποίος αναμόρφωσε την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, χωρίς να επιφέρει ουσιαστικές αλλαγές στις υπόλοιπες βαθμίδες. Η στοιχειώδης εκπαίδευση κατακερματίστηκε σε διάφορους τύπους σχολείων: Το γραμματοδιδασκαλεία με 4-6 χρόνια φοίτησης, που ιδρύονταν σε φτωχές αγροτικές περιοχές όπου δεν υπήρχαν άλλοι τύποι σχολείων, τα κοινά δημοτικά σε μεγάλα χωριά και κωμοπόλεις με 4 τάξεις και τα πλήρη εξατάξια δημοτικά, όπου οι δημοτικοί πόροι το επέτρεπαν. Ένα περίπλοκο σύστημα εξετάσεων οδηγούσε τελικά στη μείωση των μαθητών, ενώ η είσοδος στα πανεπιστήμια παρέμενε χωρίς εξετάσεις για τους αποφοίτους των Ελληνικών σχολείων. Οι άλλες καινοτομίες του νόμου υπήρξαν η θέσπιση του θεσμού του επιθεωρητή (έως τότε διορίζονταν μόνο έκτακτοι επιθεωρητές, γνωστότεροι όσοι συνέταξαν την περιβόητη έκθεση του 1883, με την οποία διεκτραγωδούνταν η άθλια κατάσταση στο χώρο της παιδείας) καθώς και η πρόβλεψη για τη δημιουργία σχολείων θηλέων σε περιοχές όπου υπήρχαν 25 και πάνω μαθήτριες, μέτρο που πρακτικά όμως είχε μάλλον πενιχρά αποτελέσματα. Για πρώτη φορά προβλέπεται επίσης η ίδρυση νηπιαγωγείων, αποκλειστικά από ιδιώτες ωστόσο. Η πρωτοβουλία (1897) για τη δημιουργία του πρώτου "Πρότυπου νηπιακού κήπου" όπως ονομάστηκε καθώς και του Διδασκαλείου Νηπιαγωγών Καλλιθέας ανήκει στην Αικατερίνη Λασκαρίδου, πρόεδρος της "Ένωσης Ελληνίδων". Σε ιδιωτικά χέρια "αφήνεται" και η περιλάλητη τεχνική εκπαίδευση, η οποία παρουσιάζει σημαντική αύξηση στα χρόνια αυτά. 

Όπως ήταν λογικό, κανείς δεν ήταν ικανοποιημένος με τις αλλαγές αυτές, κι έτσι σε διάστημα μόλις 4 ετών παρουσιάζεται και νέα νομοθετική πρωτοβουλία, το λεγόμενο νομοσχέδιο Ευταξία, από το όνομα του τότε υπουργού παιδείας. Σύμφωνα με αυτό η πρωτοβάθμια εκπαίδευση διακρίνονταν σε δύο κύκλους, τον πρώτο τριετή για την παροχή των βασικών γνώσεων και το δεύτερο τετραετή για όσους δεν επιθυμούσαν να συνεχίσουν στην επόμενη βαθμίδα, ώστε να ολοκληρώσουν τη στοιχειώδη τους εκπαίδευση εκεί. Ως γλώσσα διδασκαλίας ορίζεται η καθαρεύουσα ενώ εισάγεται σειρά μαθημάτων με πρακτικό χαρακτήρα, κυρίως σε σχέση με τις γεωργικές εργασίες. Στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση ορίζονταν δύο επάλληλοι κύκλοι τετραετούς διάρκειας έκαστος. Ειδική μνεία γινόταν στην τεχνική εκπαίδευση, η οποία προβλεπόταν να καλύπτει τον εμπορικό, το βιομηχανικό και τον επαγγελματικό τομέα. Για το σκοπό αυτό προβλεπόταν η χορήγηση υποτροφιών στο εξωτερικό για την εκπαίδευση του κατάλληλου προσωπικού. Τέλος γινόταν αναφορά στην ανάγκη ίδρυσης παιδαγωγικής πανεπιστημιακής σχολής καθώς και δύο Διδασκαλείων θηλέων. Η προσπάθεια σχετικού εκσυγχρονισμού που εισηγούνταν το νομοσχέδιο Ευταξία έπεσε στο κενό λόγω της καταψήφισης του από τους βουλευτές, ακόμα και της κυβερνητικής πλειοψηφίας, πλην ορισμένων επουσιωδών διατάξεων που έγιναν δεκτές. Κατόπιν αυτού ο Ευταξίας παραιτήθηκε, συνεχίζοντας να αρθρογραφεί στην κατεύθυνση της προώθησης του αστικού εκσυχρονισμού στα ελληνικά σχολεία. Η αναντιστοιχία βάσης-εποικοδομήματος σε ό,τι αφορά το εκπαιδευτικό σύστημα έμελλε να αρθεί μερικώς μόλις στις αρχές του επόμενου αιώνα.  

Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2013

Επισκόπηση της νεοελληνικής εκπαίδευσης: Β. Βαυαροκρατία

Επί βαυαροκρατίας έλαβε την επί έναν αιώνα οριστική του μορφή το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, συγκεκριμένα με μια σειρά νόμων που ψηφίστηκαν μεταξύ 1833-1837. Με στόχο τη νομοθετική θεμελίωση και οργάνωση συνολικά του νεοελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος εξέδωσε διάταγμα «Περί συστάσεως ἐπιτροπῆς πρός διοργανισμόν τῶν σχολείωn» της οποίας σκοπός ήταν αφενός η πληροφόρηση της Αντιβασιλείας περί της καταστάσεως της δημόσιας εκπαίδευσης αφετέρου η υποβολή σʹ αυτήν πρότασης για τα μέσα βελτίωσής της,  ενώ με άλλο διάταγμα η Αντιβασιλεία καθόρισε τα καθήκοντα του Γραμματέως «ἐπί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καί τῆς Δημοσίου Ἐκπαιδεύσεως τῆς Ἐπικρατείας». Η αντιβασιλεία είχε ως στόχο τη μεταφύτευση του συγκεντρωτικού κλασσικιστικού βαυαρικού  αλλά και του γαλλικού συστήματος σε ό, τι αφορούσε τη στοιχειώδη εκπαίδευση, στα ελληνικά εδάφη, κάτι που διαπνέει όλη την αντίστοιχη νομοθεσία, αν και αυτή καθ'αυτή η μίμηση ξένων προτύπων δεν ήταν κάτι νέο στα εκπαιδευτικά πράγματα, ήδη από την εποχή της Τουρκοκρατίας. Εξάλλου ήταν λογικό πως μια άρτι ανεξαρτητοποιημένη μικρή χώρα δε θα μπορούσε να έχει δική της παράδοση στην παιδαγωγική επιστήμη.   Η πρωτοβάθμια βαθμίδα περιλάμβανε το επτατάξιο υποχρεωτικό δημοτικό σχολείο, το οποίο χρηματοδοτούνταν από τους δήμους αλλά και εισφορές των γονέων. Όποιος επιθυμούσε να συνεχίσει την εκπαίδευση του σε ανώτερη βαθμίδα πήγαινε κατόπιν εξετάσεων στο τριτάξιο ελληνικό σχολείο, από το οποίο χωρίς εξετάσεις μπορούσε να φοιτήσει στο τετρατάξιο επίσης δωρεάν γυμνάσιο, που με τη σειρά του οδηγούσε στη δωρεάν τριτοβάθμια εκπαίδευση. Παράλληλα λειτουργούσε μια σειρά επαγγελματικών σχολειών για όσους ολοκλήρωναν την υποχρεωτική εκπαίδευση και δεν θα συνέχιζαν στην ανώτερη. Σημαντικό ρόλο σε αυτό το κομμάτι έπαιξε η έρευνα του γνωστού Φιλέλληνα Ειρηναίου Θείρσιου (Friedrich von Thiersch) o οποίος μεταξύ άλλων πρότεινε και την ίδρυση πολυτεχνείου, το οποίο πράγματι λειτούργησε από το 1836, αρχικά ως σχολείο τεχνικής εκπαίδευσης. 

Οι οικονομικές δυσκολίες των δήμων και των γονέων οδήγησαν την πλειονότητα των δημοτικών σχολείων σε υπολειτουργία, ενώ τα δευτεροβάθμια βρισκόταν μόνο στις πρωτεύουσες επαρχιών και νομών, σε μια περίοδο που τα 2/3 του πληθυσμού κατοικούσαν στην ύπαιθρο και οι συγκοινωνίες ήταν υποτυπώδεις. Παρά την Ωστόσο η μεγάλη αδυναμία του νέου αυτού συστήματος ήταν ο προσανατολισμός των εκπαιδευτικών προγραμμάτων, με την αποκλειστική του σχεδόν προσήλωση στην ελληνική αρχαιότητα. Ενδεικτικό είναι πως ήδη από την πρώτη δημοτικού ξεκινούσε η διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής, ενώ το 1856 θεσπίστηκε πως αποκλειστική γλώσσα σε όλη την υποχρεωτική εκπαίδευση. Οι εξετάσεις συνίσταντο στις ερωταπαντήσεις κλίσεων και ρημάτων της αρχαίας ελληνικής. Το αρχαιολατρικό πνεύμα εντεινόταν στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, όπου τα αρχαία, τα λατινικά και η ιστορία της αρχαίας Ελλάδας καταλάμβαναν το μεγαλύτερο μέρος του προγράμματος, σε βάρος των θετικών επιστημών αλλά και της μεταγενέστερης ελληνικής και διεθνούς ιστορίας. Χαρακτηριστικό των συνεπειών της μονομερούς εκπαίδευσης ήταν η διαρκής πρόσκληση ξένων μηχανικών και τεχνιτών για την εκτέλεση των πολυάριθμων τεχνικών έργων, ιδίως στην επεκτεινόμενη πρωτεύουσα.  Ακόμα πιο δυσάρεστη ήταν η θέσπιση των σωματικών ποινών και της άτεγκτης πειθαρχίας ως παιδαγωγικών μεθόδων, που συνόδευσε το εκπαιδευτικό σύστημα για πολλές δεκαετίες ακόμα. Αξίζει επίσης να αναφερθεί πως από τη μέση και ανώτατη εκπαίδευση γινόταν δεκτοί μόνο άρρενες μαθητές, όπως υποδηλώνει η αποκλειστική χρήση του όρου "παίδας" στη νομοθεσία. 


Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2013

Σύντομη επισκόπηση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος Μέρος Α'

Με την ευκαιρία της υπερψήφισης του νέου (άθλιου, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας) νομοσχεδίου για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση θα επιχειρήσουμε μια μικρή αναδρομή στην πολύπαθη διαδρομή του νεοελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, η εξέλιξη του οποίου αντικατοπτρίζει κάτι πολύ βαθύτερο από "τα καπρίτσια του εκάστοτε υπουργού" για να χρησιμοποιήσω το γνωστό κλισέ που ακούγεται στα ΜΜΕ σε κάθε ανάλογη περίσταση. Η διαδρομή μας ξεκινάει από τον Καποδίστρια και φτάνει ως τις μέρες μας. 

Α. Η περίοδος του Καποδίστρια (1828-1831)

Ο Καποδίστριας είναι γνωστός για τις σημαντικές προσπάθειες του να θέσει τις βάσεις για την σωστή ανάπτυξη της ελληνικής παιδείας στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Αν και κατηγορήθηκε από τους αντιπάλους του για τη μη ίδρυση πανεπιστημίου, στην πραγματικότητα πρόθεση τού ήταν πρώτα να εδραιώσει ένα ισχυρό σύστημα στοιχειώδους και μέσης εκπαίδευσης, το οποίο με τη σειρά του θα μπορούσε μελλοντικά να τροδοδοτήσει την τριτοβάθμια. Στόχος του ήταν να συστήσει "σχολεία τυπικά" και παράλληλα  νὰ ἱδρύσει «σχολεῖα ἀνωτέρας τάξεως διὰ τοὺς νέους ἕλληνας, τόσον τοὺς ἀφιερωθησομένους  εἰς τὰ ἐκκλησιαστικά, ὅσο καὶ εἰς τοὺς μέλλοντας νὰ ὑπηρετήσουν τὴν πατρίδα, εἰς τὰ πολιτικὰ ἢ νὰ διατρέξουν τὸ στάδιον τῶν ἐπιστημῶν, τῶν τεχνῶν καὶ τῆς φιλολογίας».   Έδινε επίσης σημασία στη δημιουργία καταρτισμένου επαγγελματικού δυναμικού γι'αυτό και επιθυμούσε να δώσει από την αρχή πρακτικό προσανατολισμό στα ελληνικά σχολεία, υπό την επίδραση και των ιδεών του Ελβετού παιδαγωγού Πεσταλότσι, που τύγχανε να γνωρίζει προσωπικά. Χαρακτηριστικό είναι πως ίδρυσε τη Γεωργική Σχολή Τίρυνθας, το Κεντρικό πολεμικό σχολείο Ναυπλίου, Εκκλησιαστική σχολή στον Πόρο, τα λεγόμενα χειροτεχνία και διάφορα εργαστήρια εκμιάθησης πρακτικών τεχνών. Σημαντικός σταθμός αποτελεί η ίδρυση του Ορφανοτροφείο της Αίγινας, για τα παιδιά που είχαν χάσει τους γονείς τους κατά την επανάσταση, τα οποία πλανιόντουσαν άσκοπα και συχνά οδηγούνταν στη διαφθορά και την παραβατικότητα, στο οποίο και εφαρμόστηκε για πρώτη φορά το σύστημα της αλληλοδιδακτικής μεθόδου, που αποτλεί και το σήμα κατατεθέν της εκπαιδευτικής πολιτικής του Καποδίστρια.  Ο κυβερνήτης ενδιαφέρθηκε προσωπικά για τη λειτουργίου του ορφανοτροφείου, το οποίο επισκεπτόταν τακτικά, ενώ ενίσχυε μεμονωμένους τροφίμως υλικά και τους βοήθησε στην επαγγελματική τους σταδιοδρομία. 

Τα αίτια βέβαια για την χρήση της εν λόγω μεθόδου ήταν περισσότερο πρακτικά παρά παιδαγωγικά, κυρίως η έλλειψη επαρκούς αριθμού διδασκόντων, παρότι το σύστημα υποστηριζόταν και επιστημονικά από το συνεργάτη του Καποδίστρια Ι. Κοκκώνη, ο οποίος είχε μεταφράσει και το γαλλικό σύγγραμα περί αλληλοδιδασκαλίας του Sarazin. Το κενό αυτό καλούνταν να καλύψουν οι μεγαλύτεροι σε ηλικία ή πιο προχωρημένοι σε επίπεδο μαθητές που δίδασκαν τους μικρότερους ή πιο αδύναμους. Σαφώς κι έγιναν προσπάθειες για την αναπλήρωση των εκπαιδευτικών κενών μέσα από την ίδρυση του αλληλοδιδακτικού Διδασκαλείου της Αίγινας, γνωστό ως "Κεντρικό Σχολείο" αλλά και με τη θέσπιση εξετάσεων για την παροχή του δικαιώματος διδασκαλίας, όπου μπορούσε να συμμετέχει ελεύθερα όποιος έκρινε πως διέθετε τις γνώσεις. Παρότι το έργο του κυβερνήτη ανακόπηκε από τη δολοφονία του στις 27 Σεπτεμβρίου του 1831, είχε καταφέρει μέσα σε τρία χρόνια να ιδρύσει 121 σχολεία με σχεδόν 10000 μαθητές σε μια επικράτεια που τότε περιλάμβανε κάτι παραπάνω από μισό εκατομμύριο κατοίκους. 

Βιβλιογραφία θα παρατεθεί συγκεντρωτικά στο τέλος του αφιερώματος

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2013

Μονοπώλια και τρίτο Ράιχ. Γ. Η Bosch κατά την περίοδο διακυβέρνησης των ναζί

Η Bosch, που είχε ιδρυθεί το 1886 από τον Robert Bosch, αποτελούσε την περίοδο που εξετάζεται, την τρίτη μεγαλύτερη βιομηχανία ηλεκτρικών ειδών, μετά την Siemens και την AEG. Η άμεση εμπλοκή της στα πολεμικά σχέδια του Ράιχ χρονολογείται από το 1937 όταν η εταιρεία αναλαμβάνει για λογαριασμό του γενικού επιτελείου της Βέρμαχτ να παράγει βοηθητικά εξαρτήματα για πολεμικά οχήματα, αεροπλάνα και όπλα. Για το σκοπό αυτό μάλιστα, ίδρυσε μια θυγατρική, την ELFI, γνωστή αργότερα ως Triller-Werke στην ως τότε μικρή πόλη του Hildesheim, που έμελε να εξελιχθεί σε σημαντικό μέχρι τις μέρες μας βιομηχανικό κέντρο με 100000 κατοίκους. Οι εγκαταστάσεις της Bosch έμειναν άθικτες από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς, κάτι το οποίο επέτρεψε στα εργοστάσια της να δουλεύουν σε πλήρεις ρυθμούς μέχρι το τέλος του πολέμου. Ενδιαφέρον παρουσιάζει πως, παρότι ηγετικά μέλη της διοίκησης φέρονται εμπλεγμένα σε αντιναζιστικές οργανώσεις, σε κανένα σημείο η πολιτική της επιχείρησης δεν απέκλινε από την αγαστή συνεργασία με τις ναζιστικές αρχές, γεγονός κατανοητό από το ότι συνιστούσε μια πολύ ασφαλή οδό προς την κερδοφορία.

Στην περίπτωση της Bosch υπάρχει ένα σοβαρό εμπόδιο μεθοδολογικής φύσης, το οποίο έγκειται στη συγκριτική σπανιότητα πρωτογενών πηγών. Πέραν του αργού αποχαρακτηρισμού των αρχείων της επιχείρησης, ένα σημαντικό της μέρος για την περίοδο που μας αφορά καταστράφηκε σε πυρκαγιά το 1944, ενώ υπάρχουν ενδείξεις και για σκόπιμη καταστροφή επιβαρυντικών στοιχείων για τις σχέσεις με το ναζιστικό καθεστώς. Επιπλέον, η φύση της ενδοεταιρικής επικοινωνίας ήταν τέτοια, ώστε πολλές αποφάσεις λαμβάνονταν δίχως να αφήνουν ουσιαστικά γραπτά κατάλοιπα, κι έτσι συχνά μόνο εικασίες εκ του αποτελέσματος μπορούν να γίνουν.

Η ίδια η δημιουργία των εγκαταστάσεων στο Hildesheim εντάσσεται σε ένα σχέδιο αποκέντρωσης των ναζί, για οικονομικούς λόγους, αλλά κι επειδή κρίθηκε (ορθώς όπως τελικά αποδείχτηκε) πως σε περίπτωση πολεμικής αναμέτρησης προσφερόταν μεγαλύτερη ασφάλεια. Το αρχικό κόστος της επένδυσης, που ανήλθε περίπου στα 25 εκ. Reichsmark ανελήφθη σχεδόν εξολοκλήρου από το Γενικό επιτελείου στρατού, ενώ και για κάθε συνδρομή της εταιρείας διασφαλίστηκαν γενναιόδωρα, φορολογικά και άλλα, ανταλλάγματα. Το υψηλότερο κόστος παραγωγής στο Hildesheim σε σχέση με τα άλλα εργοστάσια της εταιρείας ανέστειλε λίγο την απόσβεση, σε σχέση με παρεμφερείς επιχειρήσεις την ίδια εποχή, αλλά και τα κεντρικά της εταιρείας στη Στουτγάρδη. Η σχετική έλλειψη ειδικευμένων εργατικών χεριών, έγινε προσπάθεια να καλυφθεί μερικώς από την αύξηση του ωραρίου από 48 σε 60 ώρες, σε δύο βάρδιες για 5,5 μέρες, και την εισαγωγή σεμιναρίων κατάρτισης, εντός του εργοστασίου, ενώ το λιγοστό ειδικευμένο προσωπικό εργαζόταν κατά τρόπο που κρινόταν πως αύξανε την παραγωγικότητα του. Οι αμοιβές ωστόσο κινούνταν κάτω από το μέσο όρο για αντίστοιχες εργασίες σε ομοειδείς εταιρείες του κλάδου.

Από τον πρώτο χρόνο του πολέμου άρχισε σε ευρεία κλίμακα η χρήση ξένων εργατών, οι οποίοι έφτασαν τελικά να αριθμού τα 2/3 του προσωπικού. Οι προϊστάμενοι των τμημάτων διαμαρτύρονταν συχνά για αύξηση των κακών χειρισμών εν ώρα εργασίας και την εν γένει συμπεριφορά των αλλοδαπών, ωστόσο η έρευνα δείχνει πως εκείνοι που αντιδρούσαν περισσότερο στις συνθήκες εργασίας ήταν οι Γερμανοί εργάτες, πιθανόν γιατί ένιωθαν λιγότερο ευάλωτοι σε κατασταλτικές πολιτικές από τους ξένους συναδέλφους τους. Αυξημένες απουσίες από την εργασία σημειώνονταν κυρίως από Γερμανούς, ενώ και οι προσπάθειες της διοίκησης σε συνεργασία με την DAF (κορπορατίστικη οργάνωση με στόχο την αναψυχή μετά την εργασία) να δώσει κίνητρα απόδοσης ή να διοργανώσει ψυχαγωγικές δραστηριότητες μετά την εργασία έπεσαν στο κενό. Κατόπιν τούτου η διοίκηση προχώρησε καταδόσεις βραδυπορούντων ή "τεμπέληδων" στην Γεστάπο, απ'όπου οι ένοχοι κατευθύνονταν σε στρατόπεδα εργασίας ή καταδικάζονταν σε μακροχρόνια φυλάκιση. Το εργοστάσιο ήταν κι επίκεντρο αντιστασιακών δραστηριοτήτων, ένας μάλιστα εργάτης απαγχονίστηκε για το λόγο αυτό.

Παρά την τελική μεγάλη συμμετοχή ξένων εργατών στο δυναμικό της εταιρείας, όπως αναφέρθηκε, αρχικά οι αιτήσεις της διοίκησης για την παροχή τους στο Γενικό επιτελείο στέφθηκαν από μάλλον μέτρια επιτυχία, λόγω του ότι αφενός δεν υπήρχε αρκετό εξειδικευμένο προσωπικό στις τάξεις των πρώτων επιστρατευμένων και αιχμαλώτων, αφετέρου διότι οι αρχές έδιναν βάρος σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις, θεωρώντας πως σύντομα θα έληγε ο πόλεμος άρα δεν υπήρχε λόγος για ενίσχυση όλων των βιομηχανιών που ασχολούνταν με την παραγωγή πολεμικού υλικού. Σύντομα αυτές οι προσδοκίες ανατράπηκαν, ωστόσο οι τεχνικές δελεασμού κι εξαναγκασμού ξένων εργατών οργανώθηκαν καλύτερα, με αποτέλεσμα την αφειδώλευτη διοχέτευση τους σε επιχειρήσεις, μεγάλες, μεσαίες αλλά και μικρότερες, ακόμα και σε οικογενειακές φάρμες. Το μεγαλύτερο μέρος τους προερχόταν από την ΕΣΣΔ, κυρίως τη Ρωσία, δευτερευόντως από την Πολωνία και δυτικές χώρες (Βέλγιο, Γαλλία, Ολλανδία, μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας και Ιταλοί) ενώ ένα 30% ως 35% ήταν γυναίκες, που λόγω της φύσης της εργασίας κρινόταν καλύτερες για τον χειρισμό μικρών αντικειμένων. Οι ειδικευμένοι εργάτες καθώς και οι πανεπιστημιακές εκπαίδευσης εργαζόμενοι προέρχονταν περίπου ομοιόμορφα από όλες τις εθνικότητες.

Οι διαχωρισμοί μεταξύ των εργατών ήταν σημαντικοί αναλόγως με την ιεραρχία τους στη φυλετική κλίμακα των ναζί. Οι δυτικοί εργάτες είχαν την ίδια αντιμετώπιση με τους Γερμανούς, μισθολογικά, στο ωράριο, την παροχή κουπονιών σίτισης και τη γενικότερη συμπεριφορά τους. Αποκλείονταν ωστόσο από κάποιες επιπλέον παροχές της επιχείρησης στους εργαζόμενους της και κατοικούσαν περιφραγμένοι από τους άλλους στις εργατικές κατοικίες πλησίον του εργοστασίου. Σε γενικές γραμμές οι συνθήκες στο Hildesheim ήταν καλές, ιδιαίτερα συγκρινόμενες με εκείνες σε άλλα ομοειδή περιβάλλοντα, με αποτέλεσμα οι ξένοι εργάτες να επιδιώκουν τη μεταφορά τους εκεί. Για την κατάσταση των ανατολικών εργατών δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα, ωστόσο φαίνεται πως ήταν ασύγκριτα χειρότερες. Οι κατοικίες τους ήταν χειρότερης ποιότητας, μακριά από το χώρο εργασίας στον οποίο έπρεπε να πηγαίνουν με τα πόδια. Τα ρούχα τους ήταν τα μεταχειρισμένα των Γερμανών και δυτικών συναδέλφων τους, ενώ ασφαλέστερη ένδειξη των συνθηκών εργασίας αποτελεί η συχνότητα των αναρρωτικών αδειών μέσα στη συγκεκριμένη ομάδα. Κακή φαίνεται πως ήταν και η επισιτιστική τους κατάσταση, δεδομένου μάλιστα το ότι ούτε εκείνη των συναδέλφων τους χαρακτηρίζεται ως ικανοποιητική, οι δε Γερμανοί εργάτες παρά τη λήψη κουπονιών σίτισης συμπλήρωναν τη διατροφή τους χάρη στη φροντίδα των οικογενειών τους. Με βάση μαρτυρίες οι Πολωνοί ήταν η πλέον στοχοποιημένη ομάδα, που έκανε τις βαρύτερες δουλειές, και δεχόταν τις σκαιότερες συμπεριφορές από τη διοίκηση αλλά και από συναδέλφους.

Η αντίληψη περί "ανθρώπινης" μεταχείρισης, τουλάχιστον των δυτικών εργαζόμενων εξηγείται εν πολλοίς λόγω των άθλιων συνθηκών που επικρατούσαν σε άλλες επιχειρήσεις του κλάδου κι όχι μόνο, παρά από πραγματικά γεγονότα. Σε κάθε περίπτωση το τέλος του πολέμου, συνεπώς και της φτηνής καταναγκαστικής εργασίας δε σήμανε και το τέλος της κερδοφορίας των εγκαταστάσεων του Hildesheim, και τις Bosch εν γένει (μοναδική απώλεια η κοινωνικοποίηση των κεντρικών της στο υπό σοβιετικό έλεγχο ανατολικό Βερολίνο), αφού οι συγκεκριμένες απώλειες αντισταθμίστηκαν και με το παραπάνω από πρόσφυγες προερχόμενους από άλλα κατεστραμμένα μέρη της Γερμανίας, αλλά και Γερμανούς μειονοτικούς από την Ανατολική Ευρώπη.

Stefan A. Oyen, Manfred Overesch„ Starter für den Krieg“
Bosch Hildesheim im Dritten Reich, στο Rüstung, Kriegswirtschaft und Zwangsarbeit im Dritten Reich, Andreas Heusler, Mark Spoerer, Helmuth Trischler (επιμ.), Oldenbourg Verlag 2011, 107-137

Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2013

Τα "χαλκεία" του Στάλιν και μια ματιά των TIMES (1935)

Υποστηρίζεται συχνά πως τα σαμποτάζ, αλλά και οι δολοφονίες ανθρώπων αφοσιωμένων στη σοσιαλιστική οικοδόμηση της ΕΣΣΔ ήταν ένα μύθευμα χαλκευμένο από τη σταλινική ηγεσία για τη νομιμοποίηση της δίωξης αντιφρονούντων. Πόσο φανταστικά όμως ήταν τέτοια περιστατικά; Ανάμεσα σε άλλα στοιχεία που έχουν δει το φως της δημοσιότητας χάρη στη σύχρονη ιστορική έρευνα, ενδιαφέρον παρουσιάζει και το παρακάτω άρθρο των TIMES από το μακρινό 1935, το οποίο επικεντρώνεται στο φαινόμενο του σταχανωφισμού και τις αντιδράσεις που κατά το περιοδικό προκάλεσε στη σοβιετική κοινωνία., αναφέροντας ξεκάθαρα- εφόσον μάλιστα τις εγκωμιάζει- προσπάθειες υπονόμευσης της παραγωγής αλλά και δολοφονίες των πλέον αφοσιωμένων στην υπόθεση του σοσιαλισμού στελεχών κι εργατών από αντισοβιετικά στοιχεία. Υπογραμμίσεις δικές μου. 

Την περασμένη εβδομάδα η ΕΣΣΔ ήταν απασχολημένη ξεκινώντας το 1935 με την πιο πρόσφατη  και σημαντική καινοτομία μετά την λεγόμενη "εκμηδένιση των κουλάκων" και την "πραγματοποίηση του πενταετούς πλάνου": Η νέα προσθήκη στο λεξιλόγιο: Σταχανοβισμός. Η εκμηδένιση των κουλάκων ήταν μια αιματηρή, βίαιη διαδικασία κατά την οποία οι πιο εύποροι μικροαγρότες εκτελέστηκαν κατά χιλιάδες κι εξορίστηκαν στη Σιβηρία κατά εκατοντάδες χιλιάδες για την αντίθεση τους στη θέληση του δικτάτορα Στάλιν να αναγκάσει κάθε χωρικό της Ρωσίας να συμμετέχει σε συλλογικά αγροκτήματα (TIME Νοέμβρης 26, 1928 κι εξής). Σήμερα μια νέα διαμάχη έχει ξεκινήσει σε σχέση με τον σταχανοβισμό και ως τώρα εξοργισμένοι εργάτες είναι εκείνοι που έχουν κάνει τις περισσότερες εκτελέσεις. Σε ανθρακωρυχεία, εργοστάσια, σιδηροδρομικούς σταθμούς, ακόμα και στα αγαπημένα κολχόζ του δικτάτορα, τις τελευταίες εβδομάδες απελπισμένοι Ρώσοι εργάτες σκότωσαν σταχανοβίτες. Περηφάνεια και σαμποτάζ. Πριν από έξι μήνες, ο πιο βίαιος ακόλουθος του δικτάτορα Στάλιν, ο Κομισάριος Βαριάς Βιομηχανίας Grigory Ordzhonikidze με τη μεγάλη μύτη και τα άγρια μάτια, απαίτησε οι Ρώσοι εργάτες να γίνουν πιο ενεργοί και πραγματικά να μάθουν να χρησιμοποιούν τις μηχανές που η κυβέρνηση αγόραζε από τον καπιταλιστικό κόσμο με δραστικές θυσίες σε τρόφιμα και άλλα αγαθά.




Φωνάζοντας και πιέζοντας αδυσώπητα για δράση, ο σύντροφος Ordzhonikidze βρήκε το ευαίσθητο σημείο των Ρωσών, την περηφάνεια τους, λέγοντας τους πώς οι καπιταλιστές που είχαν πουλήσει εργαλεία στους μπολσεβίκους σήκωναν τα μανίκια, σίγουροι πως  οι αδέξιοι Ρώσοι δε θα καταλάβαιναν ποτέ πώς χρησιμοποιείται η αυτοματοποιημένη τεχνική. Ήδη στη Ρωσία η κατάρρευση μιας μηχανής ήταν συχνά το έναυσμα για να εκτελεστεί ο χειριστής ως "σαμποτέρ". Ο Κομισάριος Ordzhonikidze απαίτησε κάτι πιο δημιουργικό. 





Το κατάφερε. Ένας κάποιος Αλεξέι Σταχάνωφ, ένας επιδέξιος χειριστής κομπρεσέρ στα ανθρακωρυχεία του Donbas, ανακαλύφθηκε από το σοβιετικό τύπο φέτος για τις εξωπραγματικές επιδόσεις, σύντομα αναδείχθηκε μέσα από μπολσεβικικούς διθυράμβους στο στάτους του "Ήρωα της Εργασίας". Οι Ρώσοι διαβάζουν πως ο Σταχάνωφ αύξησε την παραγωγή του σε άνθρακα κατά πέντε φορές μέσω του "σταχανοβισμού". Αυτό που έκανε ήταν να οργανώσει μια ομάδα τριών ανθρακωρύχων έτσι ώστε ο Σταχάνωφ, ο επιδέξιος χειριστής κομπρεσέρ ήταν σε θέση να περνάει όλη την ώρα του τρυπώντας για άνθρακα, ενώ οι άλλοι ασχολούνταν με τις υποστηλώσεις της στοάς. Με αυτόν τον τρόπο οι τρεις έβγαζαν αρκετό άνθρακα σε εξάωρη βάρδια ώστε η μόνιμη παραγωγή τους να αυξηθεί στο πενταπλάσιο απ'ό,τι αν δεν υπήρχε ομαδική συνεργασία και κάθε ανθρακωρύχος δούλευε μόνος του. 





Για να τον εμψυχώσει, ο Κομισάριος φρόντισε ώστε ο σύντροφος Σταχάνωφ να αποκτήσει αμάξι και άλλες πολυτέλειες ανήκουστες για ένα Ρώσο ανθρακωρύχο, Μετά από επιμελή έρευνα σε άλλα σοβιετικά ορυχεία και εργοστάσια, νέοι ήρωες της εργασίας δημιουργήθηκαν των οποίων τα σταχανωφικά επιτεύγματα όπως παρουσιάζονταν από τα σοβιετικά μέσα γινόταν όλο και περισσότερο εκπληκτικά.




Όλα αυτά ήταν καλά νέα για τη Ρωσία το 1935, εκτός του ότι ένα από τα κύρια σημεία της ρητορικής των κομμουνιστών ήταν πάντα η εναντίωση στην τεχνική "επιτάχυνσης" των καπιταλιστών. Όπως συνήθως περιέγραφαν οι κομμουνιστές, οι καπιταλιστές παροτρύνουν κάποιους εργάτες να υπερκεράσουν την κανονική παραγωγή, αναγκάζοντας όλη τη μονάδα να δουλεύει γρηγορότερα για να συμβαδίζει, εξουθενώνοντας και εκμεταλλευόμενοι τους εργάτες τους. Σε όλη τη Ρωσία οι προλετάριοι ένιωθαν πως ο μεταμφιεσμένος κρατικός καπιταλισμός του δικτάτορα Στάλιν, που είχε ήδη επιβάλει τη δουλειά με το κομμάτι στους Ρώσους, τώρα ορκιζόταν στο σύστημα της επιτάχυνσης, δήθεν με τη μορφή του  "σταχανωφισμού".

Στα εργοστάσια Γκόρκι οι αδερφοί Ivan και Feodor Kriackov σκότωσαν το συνάδελφο τους Ivan Schmerov γιατί είχε επιταχύνει την ημερήσια παραγωγικότητα του κατά 200%. Δικάστηκαν σε στρατοδικείο και καταδικάστηκαν σε θάνατο. Σε ένα ανθρακωρυχείο στο Stalino δύο βοηθοί επιστάτη, ένας ζυγιστής και ένας ηλεκτρολόγος συνελήφθησαν για τη δολοφονία ενός Σταχανοβίτη που είχε καταγγείλει  τον μπολσεβίκο προϊστάμενο ως "αντιτιθέμενο στον σταχανωφισμό". Σε ένα κοντινό ορυχείο ένας εργάτης πυροβόλησε χωρίς να ευστοχήσει τον σταχανοβίτη διευθυντή. Το πιο θεαματικό πλήγμα ενάντια στο σταχανωβισμό θεωρείται πως δόθηκε από το μηχανικό Σ. Πλότνικωφ, μέλος του κομμουνιστικό κόμματος μέχρι τη μέρα της σύλληψης του. Σύμφωνα με το σοβιετικό τύπο, ο μηχανικός εξοργίστηκε τόσο στο Chelyabinsk από την επιδεικτική περηφάνεια της τοπικής ομάδας σταχανωβιτών, που διέταξε τους πλέον γρήγορους να σκάψουν σε μια ιδιαίτερα επικίνδυνη στοά. Φυσικά καταπλακώθηκαν. 



Ταπεινός ανθρακωρύχος. Τέτοιες ιστορίες απάνθρωπων μηχανικών είναι μέρος της εξελιγμένης πλέον προσπάθειας του σοβιετικού τύπου να προβάλει την επιτάχυνση της παραγωγικότητας ως κάτι που θα έπρεπε να κάνει τους Ρώσους εργάτες περήφανους, ενώ το ίδιο πράγμα προβαλόταν ως μοχθηρό στα καπιταλιστικά κράτη. Πρόσφατα, 3000 σταχανοβίτες και των δύο φύλων, μεταξύ τους κι ο σύντροφος Αλεξέι Σταχάνωφ, δεξιώθηκαν στη Μόσχα από τους δικτάτορες και τον Ιωσήφ Στάλιν. Όπως ανέφερε η Πράβντα ¨ο Στάλιν μίλησε σύντομα για μια ώρα".


Ως συνήθως το κείμενο του λόγου του δικτάτορα έμεινε αδημοσίευτο μέχρι να υποστεί προσεκτική επεξεργασία. Την περασμένη εβδομάδα, προσεχτικά περικομμένο, αποστεγνωμένο και ρετουσαρισμένο, έγινε διαθέσιμο και στις ΗΠΑ. Ποτέ μετά την διαταγή του για την εξάλειψη των κουλάκων δε μίλησε τόσο σοβαρά. Με την άφιξη του σταχανωβισμού, κατά τον Στάλιν, γυρίζει η αποφασιστική σελίδα της σοβιετικής ιστορίας. Οι σοβιετικές εφημερίδες φρόνιμα τύπωσαν πως ο Μεγάλος Σταχάνωφ του σταχανωβισμού σε αυτό το σημείο αναφώνησε: "Δε ξέρω γιατί αυτό το κίνημα ονομάστηκε σταχανωβισμός. Εμείς αντλήσαμε όλη μας την έμπνευση από το σύντροφο Στάλιν."



Με αυτή την επίδειξη ταπεινοφροσύνης του Σταχάνωφ ο δικτάτορας Στάλιν έκανε μια από αυτές τις θαυμάσιες μπολσεβίκικες συζητήσεις που οι εργάτες του κόσμου σπανίως καταλαβαίνουν. 



Ο Στάλιν για το σταχανωβισμό: "Το κίνημα του σταχανωβισμού δε μπορεί να θεωρηθεί ένα συνηθισμένο κίνημα της εργατικής τάξης. Είναι ένα κίνημα που θα περάσει στην ιστορία της σοσιαλιστικής μας οικοδόμησης ώς μια από τις λαμπρότερες σελίδες της. Πού βρίσκεται η σημασία αυτού του κινήματος; Γιατί ο καπιταλισμός νίκησε κι επικράτησε της φεουδαρχίας; Γιατί έκανε την κοινωνία πλουσιότερη. Γιατί πρέπει το σοσιαλιστικό σύστημα οικονομίας αναπόφευκτα να υπερκεράσει το καπιταλιστικό; Γιατί μπορεί να παρέχει στην κοινωνία περισσότερα αγαθά και να κάνει την κοινωνία πλουσιότερη από το καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα. 



"Όσοι θεωρούν πως ο σοσιαλισμός μπορεί να ενισχυθεί με την υλική εξίσωση των ανθρώπων σε ένα χαμηλό επίπεδο κάνουν λάθος. Αυτό είναι μια μικροαστική αντίληψη περί σοσιαλισμού. Ο σοσιαλισμός μπορεί να είναι νικηφόρος μόνο στη βάση υψηλής παραγωγικότητας-υψηλότερης του καπιταλισμού-στη βάση πληθώρας προϊόντων και καταναλωτικών αγαθών, στη βάση μιας πλούσια και πολιτιστικής ζωής όλων των μελών της κοινωνίας". 


"Για να επιτύχει ο σοσιαλισμός αυτόν τον στόχο και να κάνει την κοινωνία πλουσιότερη πρέπει η χώρα να έχει ένα επίπεδο παραγωγικότητας που ξεπερνά εκείνο των πιο αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών. Το σταχανωφικό κίνημα είναι ένα τέτοιο κίνημα. Ανοίγει νέες προοπτικές για την πρακτική ενίσχυση του σοσιαλισμού στη χώρα και για τη μετατροπή του στην πλουσιότερη χώρα." Επιτέλους κομμουνισμός; Η κατάρρευση των παρατηρήσεων του Στάλιν επί του σταχανωφισμού γίνεται αντιληπτή μόνο αν κάποιος συνειδητοποιήσει πως η ΕΣΣΔ ποτέ δεν ήταν κομμουνιστική, δεν είναι τώρα κομμουνιστική, ελπίζει ωστόσο να γίνει στο μέλλον. Σήμερα είναι σοσιαλιστική. Πριν από χρόνια ο Στάλιν είχε αναφερθεί, κάπως μελαγχολικά στο "σοσιαλισμό, το πρώτο στάδιο στην εξέλιξη προς τον κομμουνισμό". Κι όμως την περασμένη εβδομάδα ο Δικτάτορας απεφάνθη παπικά:


"Το σταχανωφικό κίνημα ετοιμάζει το έδαφος για να αναπτυχθεί από το σοσιαλισμό προς τον κομμουνισμό. Στη σοσιαλιστική κοινωνία καθένας εργάζεται ανάλογα με τις ικανότητες του και λαμβάνει ανταμοιβή όχι ανάλογα με τις ανάγκες αλλά σύμφωνα με όσο έχει παράγει για την κοινωνία. Αυτό σημαίνει πως το διανοητικό και τεχνικό επίπεδο της εργατικής τάξης δεν είναι υψηλό, πως υπάρχει ακόμα διαφορά πνευματικής και τεχνικής εργασίας".



"Η βασική αρχή μιας κομμουνιστικής κοινωνίας είναι πως καθένας εργάζεται με βάση τις ικανότητες του και να λαμβάνει ανάλογα με τις πνευματικές του ανάγκες κι όχι ανάλογα με το τι παρήγαγε. Αυτό σημαίνει πως το πνευματικό και τεχνικό επίπεδο της εργατικής τάξης είναι αρκετά υψηλό ώστε να εξαλείψει τις αντιθέσεις μεταξύ πνευματικής και σωματικής εργασίας. "Αυτοί που θεωρούν πως η διαφορά μεταξύ τους μπορεί να εξαλειφθεί υποβιβάζοντας το τεχνικό επίπεδο των μηχανικών και των τεχνιτών είναι εντελώς λάθος. Μόνο φλύαροι μικροαστοί θα μπορούσαν να σκεφτούν κάτι τέτοιο για τον κομμουνισμό" Αυτά τα λόγια, παντελώς ακατάληπτα για εκατομμύρια προλεταρίων, τράβηξαν το βαθύτατο ενδιαφέρον από τους παγκόσμιους δημιουργούς της Επανάστασης. Οι πιο πολλοί μεταφέρουν στις μάζες αυτό που τους ειπώθηκε, πως δηλαδή στη Ρωσία ήδη ισχύει το "σε καθέναν ανάλογα με τις ανάγκες του" Αντιθέτως ο Στάλιν, επιβάλοντας την καπιταλιστική επιτάχυνση της παραγωγής, είπε καθαρά πως σήμερα στη Ρωσία ισχύει το "σε καθέναν όχι ανάλογα με τις ανάγκες του, αλλά ανάλογα με το τι έχει παράγει"-η καθιερωμένη καπιταλιστική αντίληψη της εργασίας με το κομμάτι. 




Το πιο παράξενο αποτέλεσμα του σταχανωβισμού είναι πως έκανε το περίφημο πενταετές πλάνο της Ρωσίας να φαίνεται εργό. Τα "Νέα της Μόσχας" δημιουργεί πια καρικατούρες ακόμα και των προηγουμένως "ιερών" σχεδιαστών, σχεδιάζει μισογελαστούς, μισοθυμωμένους εργάτες καθώς περνούν ανάμεσα και κλωτσούν παράμερα τους μπολσεβίκους σχεδιαστές γραφειοκράτες. 



Σταχανωφικοί εορτασμοί. Οι εργάτες του κόσμου μπορεί να μη συμφωνούν πως η επιτάχυνση του Αλεξέι Σταχάνωφ είναι κάτι καλό για το προλεταριάτο, αλλά ομονοούν στο χειροκρότημα των μεταλίων και του αυτοκινήτου που ο δικτάτορας Στάλιν έδωσε στο Σταχάνωφ, τα μεταξωτά εσώρουχα και το άρωμα που αγόρασε στη Μόσχα για τη γυναίκα του. Μεμονωμένοι σταχανωβίτες λαμβάνουν ονειρεμένα υψηλή ανταμοιβή-η ερώτηση του καχύποπτου σοβιετικού εργάτη είναι πόσον καιρό θα δίνονται υπερβολικοί μισθοί αφότου ένας μεγάλος αριθμός εργατών οδηγηθούν στην αύξηση της παραγωγικότητας τους. Φοβούμενοι πως ο "Σταχανωφισμός" είναι στην πραγματικότητα ένα τεράστιο ψεύδος στο προλεταριάτο από τα σοβιετικά αφεντικά του, αντιδρώντες Ρώσοι εργάτες, όπως οι αντιδρώντες κουλάκοι πριν από αυτούς, ξεκίνησαν αν πυροβολούν.

Οι κουλάκοι έχασαν τη μάχη τους, εξοντώθηκαν. Στο αποκορύφωμα των σταχανοφικών εορτασμών στη Μόσχα, ο δικτάτορας Στάλιν είπε μοχθηρά πως στον τομέα των μεταφορών οι αντισταχονοβίτες έφαγαν τα μούτρα τους και διώχτηκαν από τις δουλειές τους. Υπονοείται καθαρά πως εννοεί να επιβάλει την επιτάχυνση της παραγωγής σε όλη τη Ρωσία με τις ίδιες μεθόδους της Μυστικής Αστυνομία που ανάγκασε τρομοκρατικά 85% των ρώσων χωρικών που δεν εξολοθρεύτηκαν να μπουν στα κολχόζ. 

Εδώ κι εκεί κάποιος ξύπνιος Αλεξέι Σταχάνωφ μπορεί να έχει μια έξυπνη ιδέα, αλλά στα πιο πολλά ρωσικά εργοστάσια την περασμένη εβδομάδα ανταποκριτές βρήκαν πως ο Σταχανωφισμός σημαίνει κυρίως υπερεξάντληση, σε ένα μεγάλο εργοστάσιο υφαντουργίας έξω από τη Μόσχα ο διευθυντής διέταξε τη "σταχανωφοποίηση", λέγοντας σε "κορίτσια με δυνατά πόδια" που χειριζόταν δυο αργαλειούς πως αν κατάφερναν να χειριστούν τέσσερις θα επιμήκυνε ευχαρίστως την πληρωμή τους για όσο κατάφερναν να διατηρήσουν το ρυθμό τους. Με τον ιδρώτα να τρέχει από κάθε της πόρο, μια τέτοια ηρωίδα της εργασίας έκανε αρκετό διάλειμμα ώστε να μιλήσει στους ανταποκριτές: "Το ζήτησα! Είναι σκληρή δουλειά, αλλά ήθελα να κάνω κι άλλη. Τρέχεις συνέχεια αλλά μετά από κάποια στραβοπατήματα μαθαίνεις το γρηγορότερο δρόμο από τον ένα αργαλειό στον άλλο και σώζεις βήματα. Νιώθω καλά, κουρασμένη, μα τίποτε το σοβαρό. Πιστεύω θα ήταν ευκολότερο αν παίρναμε περισσότερο θρεπτικό φαγητό. Αυτό που παίρνουμε είναι αρκετά φτωχικό." "Ξοδεύω τα λεφτά μου". Φορτωμένος εσώρουχα, σαμπάνια, αρώματα, βότκα, τυρί και λουκάνικα ο ήρωας της εργασίας Σταχάνωφ επέστρεψε από τη Μόσχα την περασμένη βδομάδα στο σπίτι του στη στέπα του Donbas, ένα καλύβι με τέσσερα δωμάτια, οι τοίχοι του οποίου ήταν διακοσμημένοι όχι με πόστερ του ισχυρού δικτάτορα Στάλιν, αλλά του δημοφιλούς Πολεμικού επιτρόπου "Κλιμ" Βοροσίλωφ. Στα αγγλικά συμπιεσμένα η οικογενειακή φωτογραφία των Σταχάνωφ μπορεί να αποδοθεί ως εξής: "Ποιος φοβάται τον κακό λύκο;"

Στο γαλαξία των ανταποκριτών και των φωτογράφων, ο σκληροτράχηλος, σιδεροκέφαλος παράγων του κομμουνιστικού κόμματος Konstantin Giorgevich Petrov συστήθηκε ως ο "'ανθρωπος που ανακάλυψε το Σταχάνωφ". Ρωτήθηκε από δημοσιογράφους ο Σταχάνωφ: "Λαμβάνεις πολλά γράμματα; Σε ρωτούν άνθρωποι ρωτώντας για τη μέθοδο της δουλειάς σου;"


"Λαμβάνει γράμματα από παντού-εκατοντάδες γράμματα!" διακόπτει ο-άνθρωπος-που-ανακάλυψε-το-Σταχάνωφ. "Όλες οι γυναίκες θέλουν να μάθουν αν πραγματικά διπλασίασε το μισθό του. Όλοι οι άντρες θέλουν να μάθουν πώς βελτίωσε την τεχνική του. Χιλιάδες γράμματα!"


Ο Σταχάνωφ είπε: "Δίνω όλα μου τα γράμματα στον Petrov. Δε μπορώ να διαβάσω χειρόγραφα. Με διδάσκουν ξανά και ξανά αλλά δεν καταλαβαίνω. "΄Έχει ειδικό δάσκαλο να του μάθει τη γλώσσα και απλή αριθμητική", εξήγησε ο κυνηγός ταλέντων Petrov, προσθέτοντας γελώντας "Αν χρησιμοποιήσει τη σταχανωφική μέθοδο, θα έχει φτάσει στην άλγεβρα στα μέσα του '36!"

"Σταχάνωφ, άνοιξες λογαριασμό τραπέζης με το διπλασιασμένο σου μισθό; Θα αγοράσεις σοβιετικά ομόλογα;"


"Ξοδεύω τα λεφτά μου" είπε ο ήρωας της εργασίας. "Φέρτε σαμπάνια για την τελευταία μας πρόποση"


Η προσκεκλημένη ανταποκρίτρια των New York Times είπε καθώς έφευγε, "Έλα να με δεις στην Αμερική!"


'Είναι πιο εύκολο να πάω να δω το Στάλιν στη Μόσχα"απάντησε ο Σταχάνωφ. "Οι εργάτες σας θα με έσπαγαν στο ξύλο που ξεπέρασα τις νόρμες τους."

Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

Μονοπώλια και τρίτο Ράιχ Β. Η AEG στην κατεχόμενη Πολωνία

Η ιστορία της AEG επί εθνικοσοσιαλισμού δεν έχει ερευνηθεί ιδιαίτερα μέχρι σήμερα. Μια τέτοια απόπειρα μελέτης συνιστά το άρθρο του Thomas Irmer που επικεντρώνεται στη χρήση καταναγκαστικής εργασίας από την AEG στην Πολωνία, συγκεκριμένα στο πολωνικό εργοστάσιο κατασκευής καλωδίων στην Κρακοβία την περίοδο 1941-44.

Η AEG μετά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο είχε βρεθεί σε βαθιά κρίση, μεταξύ άλλων λόγω της απώλειας των εξωτερικών αγορών της. Σε συνδυασμό με τη διεθνή οικονομική κρίση μετά το 1929 είχε φτάσει να χάνει το 50% των δημόσιων παραγγελιών της. Από 41500 εργαζόμενους της επιχείρησης το 1931, έμειναν μόνο οι 27000 ως το 1933. Αρχικά μετά την άνοδο των ναζί στην εξουσία η εταιρεία είχε ν'αντιμετωπίσει και το πρόβλημα του "εβραϊκού στίγματος" λόγω της καταγωγής του ιδρυτή και του γιού του, Emil και Walther Rathenau (ο τελευταίος, όντας υπ, Εξωτερικών δολοφονήθηκε από τη διαβόητη ακροδεξιά παραστρατιωτική οργάνωση Freikorps το 1922), παρότι ήδη από τις αρχές του 1930 ο επικεφαλής της ήταν "άριος". Μέχρι το 1938, οι 300 περίπου Γερμανοεβραίοι συνεργάτες της AEG οδηγήθηκαν σε αναγκαστική συνταξιοδότηση, μετάθεση στο εξωτερικό ή απλώς απολύθηκαν. 

Φαίνεται πως αυτή η "εκκαθάριση" ήταν παραπάνω από αρκετή, διότι από την αρχή του πολέμου η εταιρεία δεν είχε κανενός είδους εμπόδιο στην αύξηση της δραστηριότητας της διαμέσου της χρήσης καταναγκαστικής εργασίας, όπως και οι άλλες επιχειρήσεις του κλάδου, κι όχι μόνο αυτού ασφαλώς. Μάλιστα, κατά μια παράξενη "ειρωνεία" της τύχης, η πρώτη ομάδα καταναγκαστικής εργασίας την περίοδο 1940-41, στην έδρα της επιχείρησης στο Βερολίνο αποτελούνταν από Γερμανοεβραίους στα πλαίσια της λεγόμενης "Κλειστής παροχής εργασίας". Η προσάρτηση της Πολωνίας έδινε ένα ακόμα πεδίου για άφθονο φθηνό ως δωρεάν εργατικό δυναμικό, εν προκειμένω για το τέως "Kabli Fabryka", έξι χιλιόμετρα έξω από το κέντρο της Κρακοβίας. 

Η διάθεση των επιχειρήσεων επί Πολωνικού εδάφους σε γερμανικές εταιρείες, κατόπιν της επίταξης τους από τη Wehrmacht πραγματοποιήθηκε μέσω της εταιρείας Montan, η οποία σε ότι αφορούσε το συγκεκριμένο εργοστάσιο καλωδίων, είχε πρώτα να αντιμετωπίσει τις αξιώσεις της μοναδικής μετόχου του, της τσεχικής "Μοραβικής Τράπεζας" στο κατεχόμενο τότε προτεκτοράτο της Βοημίας-Μοραβίας. Για ποιο λόγο όμως οι γερμανικές αρχές να δώσουν σημασία σε μια περιφερειακή τράπεζα μιας κατεχόμενης χώρας; Η προφανέστερη εξήγηση βρίσκεται στην επιρροή που ασκούσαν η Deutsche Bank καθώς και η αυστριακή CABV στην "Μοραβική Τράπεζα", κυρίως μέσω του Rufolf Pfeiffer αντιπροέδρου της "ΜΤ" και πρώην μέλους του ΔΣ της CABV. Μέσα από διαρκείς διαπραγματεύσεις, οι οποίες έλαβαν την τελική τους μορφή μόλις το 1943, η τσεχική τράπεζα έλαβε πολύ ικανοποιητικούς όρους για την εκμίσθωση της Kabli Fabryka στην ΑΕG ως το 1949 καθώς και αποζημίωσης για την παραχώρηση της ως τότε παραγωγής του εργοστασίου στη γερμανική εταιρεία, συγκεκριμένα στη θυγατρική που είχε ιδρυθεί γι'αυτό το σκοπό, την KWK. 

To πολωνικό εγχείρημα της AEG στέφθηκε από ιδιαίτερη επιτυχία, καθώς στα πλαίσια της λειτουργίας της για τις ανάγκες της Wehrmacht αλλά και της λεγόμενης "Γενικής Διοίκησης", του ενός από τα τρία μέρη στα οποία χωρίστηκε η κατεχόμενη Πολωνία, σημείωσε τεράστια κέρδη. Αν το 1940 η κερδοφορία ανήλθε σε μισό εκατομμύριο ζλότυ (τοπικό νόμισμα), στα τέλη του 1943 τα κέρδη είχαν εκτιναχθεί κοντά 14 φορές πάνω, ανερχόμενα στα 7 εκ. ζλότυ περίπου. Αναμφίβολα καταλυτικό ρόλο σε αυτή την εκτίναξη έπαιξε η καταναγκαστική εργασία Πολωνών και Πολωνοεβραίων. Η διοίκηση της επιχείρησης υπέβαλε συχνά παράπονα για την κακή επισιτιστική κατάσταση των εργατών, που εμπόδιζε την αύξηση του ωραρίου εργασίας από 48 σε 54 ώρες εβδομαδιαίως και προκαλούσε πολλές απουσίες ανάμεσα στο προσωπικό. Αυτό δεν εμπόδισε την ίδια τη διοίκηση από  να χρησιμοποιήσει η ίδια την απειλή διακοπής της τροφοδοσίας ως μέσω πίεσης για αδικαιολόγητες απουσίες και αργοπορίες. Καθώς μάλιστα η κατάσταση επιδεινωνόταν, με 1 στους 5 εργάτες να λείπει για ώρες ή μέρες από τη θέση του, η διοίκηση προσέφυγε στις κατοχικές αρχές προκειμένου να πετύχει τον εγκλεισμό 141 "παραβατών" σε στρατόπεδο συγκέντρωσης για εκφοβισμό. Οι πιέσεις δε σταματούσαν εκεί, αφού με βάση τη μαρτυρία του γνωστού λόγω  της ταινίας Όσκαρ Σίντλερ, στην ίδια επιχείρηση 7 εργάτες απαγχονίστηκαν από τα SS; κάτι που οδήγησε σε άμεση αύξηση της παραγωγικότητας, παρότι δεν υπάρχουν στοιχεία ούτε για την ακριβή ημερομηνία ούτε για την ακριβή φύση της εμπλοκής της KWK στις εκτελέσεις. 

Στα διάρκεια του 1943 πάντως το σύστημα των ποινών στην τροφοδοσία αυστηροποιήθηκε, ακολουθώντας μια γενική τάση των γερμανικών επιχειρήσεων στην Πολωνία, όπως πχ. της Daimler-Benz, η οποία έκοψε επιπλέον την παροχή οινοπνευματωδών και καπνών , ως αντικατάσταση ενός συστήματος φυσικής κακοποίησης των εργατών από τους Γερμανούς προϊσταμένους τους. Το καλοκαίρι του 1942 προστέθηκαν στο εργατικό δυναμικό και Εβραιοπολωνοί. Τον Ιούλιο του '42 οι δίοικηση της AEG είχε υποβάλει το αίτημα της ανέγερσης εργατικών πολυκατοικιών στο χώρο τους τέως γκέτο της Κρακοβίας, σημειώνοντας χαρακτηριστικά πως "Σε συνάρτηση με τη διεκπεραίωση της εκκένωσης της εβραϊκής συνοικίας, υποθέτουμε πως, μετά την επιτυχή ολοκλήρηση της επιχείρησης η συνοικία θα αποδοθεί εκ νέου για κανονική κατοίκηση". Οι Εβραίοι χρησιμοποιούνταν ευρέως ήδη σε σειρά γερμανικών επιχειρήσεων της Πολωνίας, λόγω του ακόμα φθηνότερου κόστους τους: Με βάση τους γερμανικούς νόμους οι Εβραίοι ελάμβαναν μόνο το 80% του ήδη χαμηλότατου κρατικά καθορισμένου ημερομισθίου, τα παιδιά και οι γυναίκες δεν είχαν καν την τύποις κοινωνική προστασία των μη Εβραίων συναδέλφων τους, επίσης δεν είχαν καμία προστασία από απόλυση, καμία επιπλέον παροχή πλην του ημερομισθίου, ούτε ασφαλιστική και υγιειονομική περίθαλψη, όπως κατ'όνομα πάλι συνέβαινε στην άλλη κατηγορία εργατών.

Σε ό,τι αφορά ειδικά τις συνθήκες εργασίας στην KWK, η διοίκηση όρισε τη μειωμένη τροφοδοσία των Πολωνοεβραίων σε σχέση με τους υπολοίπους εργάτες, ενώ από το 1943 μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδο της εταιρείας (τακτική συνήθης μεταξύ των γερμανικών εταιρειών) που είχε δημιουργηθεί με την αρωγή των SS στο τέως γκέτο της Κρακοβίας, όπου φυλάσσονταν από Ουκρανούς φρουρούς, τόσο στη διάρκεια της εργασίας τους, όσο και την υπόλοιπη μέρα. Στο στρατόπεδο κατοικούσαν με βάση μαρτυρίες επιζώντων περίπου 300 άτομα, ενώ η ίδια η AEG παραδέχτηκε μεταπολεμικά την ύπαρξη μόνο 200. Η απασχόληση ανερχόταν σε 12 ώρες, 7 ημέρες την εβδομάδα, ενώ μετέπειτα προβλέφθηκε 1 ελεύθερη μέρα κάθε τρίτη Κυριακή. Η διατροφή αποτελούνταν από μια μερίδα Erstatzkaffee, δυο μερίδες ψωμί και μια σούπα την ημέρα. Με βάση μαρτυρίες των ιδίων*, οι λιγοστοί Γερμανοεβραίοι εργάτες είχαν ελαφρώς καλύτερη μεταχείριση σε σχέση με τους Πολωνικής καταγωγής ομοθρήσκους τους, χωρίς αυτό να τους καθιστά απρόσβλητους στις διώξεις, οι οποίες αφορούσαν τους "μη παραγωγικούς" λόγω αδυναμίας, ασθένειας ή "τεμπελιάς" εργάτες, που κινδύνευαν ανά πάσα στιγμή με μεταφορά σε στρατόπεδα εξόντωσης. Δεν ήταν όμως και σπάνιες οι περιπτώσεις αλληλεγγύης μεταξύ των εργατών, όπου η αδυναμία εργασίας του ενός υπερκαλύπτονταν από τις προσπάθειες των συγκριτικά υγιέστερων συναδέλφων του. 

Στις 5 Αυγούστου δόθηκε εντολή σταδιακής εκκένωσης του εργοστασίου και του στρατοπέδου των Εβραίων εργατών. Ένα τμήμα του εργοστασίου μεταφέρθηκε στο προτεκτοράτο Βοημίας-Μοραβίας, ορισμένες μηχανές που δε θα πάθαιναν ανεπανόρθωτη ζημιά κατά τη μετακίνηση, ημιεπεξεργασμένες και ακατέργαστες πρώτες ύλες, αλλά και διάφορα άλλα είδη, μεταξύ των οποίων και τρόφιμα που προορίζονταν για τους εργάτες, μεταφέρθηκαν στο Βερολίνο όπου πουλήθηκαν, συσσωρεύτηκαν στις αποθήκες της εταιρείας ή αξιοποιήθηκαν σε άλλα εργοστάσια της. Χαρακτηριστικό είναι πάντως πως η AEG συνέχισε ακόμα και το Μάρτη 1945, ενώ ήδη από το Γενάρη ο τελευταίος Γερμανός συνεργάτης είχε εγκαταλείψει το εργοστάσιο, τις διαπραγματεύσεις με την "Μοραβική Τράπεζα" ζητώντας μείωση του τιμήματος εκμίσθωσης λόγω των επιδεινούμενων συνθηκών, και ταυτόχρονα εξέταζε τρόπους ώστε  να μετακυλίσει τις απώλειες της ως "πολεμικές καταστροφές" στον προϋπολογισμό του Ράιχ. 

Σε ό,τι αφορά τους εργαζόμενους, παρά τις κακουχίες και τις εξοντωτικές τιμωρίες, οι περισσότεροι εξ αυτών κατόρθωσαν να επιβιώσουν, διεκδικώντας μεταπολεμικά αποζημιώσεις από την AEG. Τελικώς 175 μόλις, εβραϊκής καταγωγής έλαβαν κατόπιν δικαστικού αγώνα του  το συμβολικό ποσό των 500 δολαρίων έκαστος.  Στο σημείο του εργοστασίου ανεγέρθηκε μνημείο για τους 23 εκτελεσμένους για συνωμοσία εργάτες, ενώ υπάρχει πινακίδα υπόμνησης εκεί που κάποτε βρισκόταν το στρατόπεδο των Εβραιοπολωνών της εταιρείας. 

*Ιδίως της Ella Wittman, η οποία μετά το κλείσιμο του εργοστασίου μεταφέρθηκε στο Άουσβιτς και μετά κατά την προέλαση του Κόκκινου Στρατού στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ravensbrück, ενώ μετά τον πόλεμο επέστρεψε στην πατρίδα της τη Λειψία, όπου εξελέγη το 1963 επικεφαλής της τοπικής εβραϊκής κοινότητας. 

Βιβλιογραφία
Thomas Irmer. Zwangsarbeit für die deutsche Elektroindustrie im besetzten Polen Die „Allgemeine Elektrizitäts-Gesellschaft“ (AEG) und das Kabelwerk Krakau 1941–1944, στο Rüstung, Kriegswirtschaft und Zwangsarbeit im Dritten Reich, Andreas Heusler, Mark Spoerer, Helmuth Trischler (επιμ.), Oldenbourg Verlag 2011, 87-105

Κυριακή 25 Αυγούστου 2013

Μονοπώλια και Τρίτο Ράιχ Α. Η BMW και το γερμανικό υπουργείο Αεροπορίας

Αποτελεί κοινό τόπο σε ένα σημαντικό μέρος της αστικής ιστοριογραφίας πως οι μεγάλες επιχειρήσεις στη διάρκεια της ναζιστικής εξουσίας υφίσταντο πίεση ή ακόμα κι εκβιασμούς, ενώ σε περίπτωση μη συμμόρφωσης απειλούνταν με κυρώσεις ή ακόμα και κρατικοποίηση. Το συνηθέστερο παράδειγμα που προβάλλεται προς επίρρωση αυτής της άποψης είναι εκείνο της κρατικοποίησης της επιχείρησης  του Hugo Junkers από το γερμανικό υπουργείου Αεροπορίας. Πέραν του ότι ακριβώς η ακρότητα αυτού του παραδείγματος το καθιστά ακατάλληλο για την εξαγωγή συνολικών συμπερασμάτων, η εξέταση άλλων περιπτώσεων στο χώρο της κατασκευής πολεμικών αεροσκαφών αποδεικνύει πως η εικόνα των πιεζόμενων και άβουλων επιχειρήσεων έναντι μιας παντοδύναμης καταπιεστικής κρατικής μηχανής είναι αν όχι παραπλανητική, τουλάχιστον εντελώς απλουστευτική.

  Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από τη μελέτη του Till Lorenzen, "Ελευθερία επιχειρηματικών κινήσεων της BMW στον κλάδο της κατασκευής κινητήρων αεροσκαφών 1933-1940" που εξετάζει αναλυτικά τις σχέσεις της διοίκησης της επιχείρησης, ενώ όπως υποστηρίζει τα συμπεράσματα του είναι αντιπροσωπευτικά για το σύνολο σχεδόν των σχετικών βιομηχανιών του κλάδου. Καταρχήν επισημαίνεται ότι νομικά τόσο η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής όσο και η ελευθερία των αποφάσεων σε σχέση με την πορεία της επιχείρησης παρέμεναν αναλλοίωτα. Στην πράξη η κρατική παρέμβαση, στην περίπτωση μας διαμέσου του υπουργείου Αεροπορίας εμφανίζεται έντονη στον τομέα της οργάνωσης της παραγωγής, όπου προϊόντος του χρόνου οι επιχειρήσεις ουσιαστικά διεκπεραιώνουν τις παραγγελίες που δίδονταν απευθείας από το υπουργείο, που αποτελούσε εξάλλου πρακτικά και το μόνο αγοραστή. Σε περιπτώσεις μη ικανοποιητικής απόδοσης, όπως συνέβη με τους κινητήρες BMW των γερμανικών πολεμικών αεροσκαφών που συμμετείχαν στον ισπανικό εμφύλιο, υπήρξαν και άμεσες παρεμβάσεις στα εσωτερικά των επιχειρήσεων, όταν το 1937 ο Γκαίρινγκ απαίτησε την συνολική αντικατάσταση του προσωπικού στο τμήμα σχεδίασης της επιχείρησης. Σημαντικό ρόλο έπαιζε το υπουργείο και στην κατανομή των πρώτων υλών, που ειδικά μετά τα μέσα της δεκαετίας του '30 σε ό,τι αφορά τα απαραίτητα μέταλλα βρισκόταν σε σημαντική έλλειψη, οδηγώντας τις επιχειρήσεις σε πλήρη σχεδόν εξάντληση των αποθεμάτων τους, ωστόσο δεν ισχύουν οι ισχυρισμοί περί ύπαρξης "κεντρικού σχεδιασμού" στην τροφοδοσία των επιχειρήσεων, τουλάχιστον για την περίοδο που εξετάζεται.

Ωστόσο σε μεγάλο βαθμό η BMW λειτουργούσε καθαρά αυτόνομα, ενώ ο κεντρικός στόχος, δηλαδή η κερδοφορία, όχι μόνο δε θίχτηκε, αλλά αναπτύχθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε μια μέτριου βεληνεκούς επιχείρηση (η κατασκευή κινητήρων αεροσκαφών αποτελούσε πριν το 1945 το βασικό τομέα δραστηριότητας, με την κατασκευή αυτοκινήτων αλλά και ποδηλάτων να έχει δευτερεύοντα ρόλο) πριν το 1933 να είναι στις παραμονές του πολέμου μια οκονομική δύναμη διεθνούς εμβέλειας.Η πολιτική επενδύσεων μόνο έμμεσα επηρεάστηκε από κρατικές οδηγίες, συνήθως δε αφηνόταν στην κρίση της διοίκησης. Επιπλέον ακόμα και στο κομμάτι όπου η κρατική καθοδήγηση ήταν εντονότερη, οι ιθύνοντες της BMW απαιτούσαν και συνήθως πετύχαιναν να συνδιαμορφώνουν τα πλάνα της παραγωγής, έχοντας στραμμένο το βλέμμα στην αναμενόμενη ανακοπή της ζήτησης, μετά τον διαφαινόμενο πόλεμο, εξέλιξη που προσπαθούσαν να προλάβουν ζητώντας ρήτρες από το κράτος σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Εξάλλου η σχεδόν πλήρης αναστολή των επενδύσεων και γενικά της επιχειρηματικής επέκτασης της BMW τις παραμονές του πολέμου έγινε σεβαστή από το υπουργείο Αεροπορίας δίχως τριβές.

Υπάρχουν και ζητήματα στα οποία χρησιμοποιούνται οι κρατικές διακηρύξεις προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η προαναφερθείσα θέση περί κρατικού καταναγκασμού στις επιχειρήσεις του Γ'Ράιχ. Πράγματι υπήρχε μια σειρά νομικών ρυθμίσεων για τις τιμές, εκ των υστέρων διατάγματα για τη διόρθωση των τιμών καθώς και υποχρέωση επιστροφής μέρους των κερδών στο κράτος. Στην πράξη ωστόσο αυτές οι θεσμικές πρωτοβουλίες είχαν καθαρά ρητορικό χαρακτήρα με προπαγανδιστικό αποδέκτη το γερμανικό λαό, αφού ούτε καν υπήρξε ποτέ κάποια άμεση ή έμμεση προσπάθεια του κράτους να επιβάλει τα διατάγματα του, πολλώ δε μάλλον να τιμωρήσει την BMW και τις συναφείς επιχειρήσεις για την πλήρη αδιαφορία τους να συμμορφωθούν. Μια ματιά δε στους ισολογισμούς της εταιρείας δείχνει πως η κερδοφορία όχι μόνο σε σχέση με το 1933, αλλά και σε σχέση με άλλους κερδοφόρους κλάδους της ήδη ευνοημένης πολεμικής βιομηχανίας εκτινάχθηκε σε ιλλιγιώδη ύψη. Ακόμα και στις περιπτώσεις που η διοίκηση της επιχείρησης προέβαινε σε ενέργειες κατόπιν κρατικής εντολής που δεν κάλυπταν τα συμφέροντα της, φρόντιζε να αποκτά άμεσα αντισταθμιστικά οφέλη. 

Η εικόνα που προκύπτει λοιπόν από αυτό το μεμονωμένο, αλλά ενδεικτικό (σύμφωνα με τον συγγραφέα) παράδειγμα μιας μονοπωλιακής επιχείρησης, εν προκειμένω μιας επιχείρησης που έφτασε σε αυτό το status ακριβώς κατά  την περίοδο των ναζί, δεν είναι εκείνο ενός κράτους-εντολέα κι μιας εταιρίας που θέλοντας και μη συμμορφωνόταν. Αντιθέτως προκύπτει ότι τη μερίδα του λέοντος των ουσιωδών αποφάσεων, δηλαδή αυτών που αφορούσαν η διασφάλιση της μεγιστοποίησης της κερδοφορίας παρέμενε στα χέρια της διοίκησης, με το κράτος ν'ακολουθεί συνήθως πρόθυμα. Το "αντάλλαγμα" της αποδοχής των κρατικών επεμβάσεων σε τεχνοκρατικά ή δευτερεύοντα διαχειριστικά ζητήματα δεν ισοδυναμεί σε καμία περίπτωση είτε με πλήρη, πόσο μάλλον ακούσιο από πλευράς επιχείρησης, κρατικό έλεγχο, ούτε καν με μονομερή άσκηση πίεσης μιας παντοδύναμης κρατικής μηχανής σε βάρος μιας δυσανασχετούσας διοίκησης. Οι τριβές που προέκυπταν είχαν να κάνουν με επιμέρους διαφωνίες ή αποτυχίες της εταιρείας (αεροπορία ισπανικού εμφυλίου) και πουθενά δεν υπέκρυπταν κάποιο ανταγωνισμό ή ουσιωδώς αντιτιθέμενα συμφέροντα. Προφανώς βέβαια οι στοχεύσεις του κάθε μονοπωλίου, άμεσες είτε πιο μεσομακροπρόθεσμες δε μπορούσαν πάντα να συμπίπτουν με εκείνες του Ράιχ, οι οποίες αφορούσαν συνολικά την καλλιέργεια, κυρίως διαμέσου του πολέμου και των συνακόλουθων κατακτήσεων ενός κλίματος ευνοϊκού για την περαιτέρω ενίσχυση του γερμανικού μονοπωλιακό καπιταλισμού ως σύνολο, στόχος που δεν αναιρείται από το γεγονός πως συγκεκριμένα τμήματα τους ή και μεμονωμένες επιχειρήσεις είχαν απευθείας πολιτικούς τους εκπροσώπους στην ηγεσία του Ράιχ. Η αποτίμηση του πολιτικού και οικονομικού ρίσκου που βρισκόταν πάντα στα χέρια της διοίκησης, καθώς και οι εν πολλοίς επιτυχημένες προσπάθειες της κατά της μέγιστης δυνατής μετακύλισης τους στον κρατικό προϋπολογισμό, δείχνουν μαζί με όλα τα προρρηθέντα πως τα ειωθότα της "ελεύθερης αγοράς" όχι μόνο δεν καταπατώνταν από ένα καθεστώς ολοκληρωτικού ελέγχου, όπως διατείνεται μεγάλη μερίδα αστών ιστορικών, αλλά βρήκε σε πληθώρα περιπτώσεων την πιο πλήρη έκφραση της. 


Βιβλιογραφία
Till Lorenzen, "Unternehmerische Handlungsspielräume der
Bayerischen Motoren Werke im Flugmotorenbau
1933–1940" στο Rüstung, Kriegswirtschaft und Zwangsarbeit im Dritten Reich, Andreas Heusler, Mark Spoerer, Helmuth Trischler (επιμ.), Oldenbourg Verlag 2011, 15-36