Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2013

Συντηρητικός και φασιστικός λόγος στην Ελλάδα Β. Η σαγήνη του αυταρχισμού και τα αστικά πολιτικά κόμματα τη δεκαετία του '30

Το "φλερτ" των αστικών πολιτικών δυνάμεων, αρχής γενομένης από τους αντιβενιζελικούς αλλά επεκτεινόμενο σταδιακά και στις παρυφές της σοσιαλδημοκρατίας, χρονολογείται αρκετά διακριτά από την εποχή της δικτατορίας του Παγκάλου, ενώ βρίσκει την πλήρη του έκφανση στο α'μισό της δεκαετίας του '30. Στην πρώτη περίπτωση, όσες εφημερίδες, προερχόμενες από τον αντιβενιζελικό χώρο, στήριξαν το εγχείρημα, αφενός στηλίτευσαν όσους πολιτικούς του βενιζελογενούς φάσματος αρνήθηκαν να στηρίξουν τον Πάγκαλο, αφετέρου προπαγάνδιζαν ανοικτά την ανάγκη της επιβολής ενός αυταρχικότερου μοντέλου διακυβέρνησης, ακόμα κι αν αυτό συνεπαγόταν σημαντικούς περιορισμούς ή και αναστολή σε βασικές λειτουργίες του κοινοβουλετικού συστήματος. Ιδιαίτερη υποστήριξη δινόταν στο ιδεολόγημα-το οποίο ανακυκλώνεται έκτοτε κι ως τις μέρες μας σε τακτική βάση- της υπέρβασης "αριστεράς και δεξιάς" και του "κομματισμού". Σε πρώτη φάση βέβαια ο αντικοινοβουλευτισμός προβάλλονταν όχι ως ευκταίο, αλλά ως "έκτακτο μέτρο" που επέτασσαν οι εξαιρετικές συνθήκες. Ως τέτοιες προβάλλονταν οι έριδες του πολιτικού κόσμου, που απέτρεπαν τη λήψη αναγκαίων μέτρων όπως η περιστολή των δημοσίων δαπανών, η μείωση των προσλήψεων στο δημόσιο και η αύξηση της φορολογητέας βάσης.

Η αναγκαιότητα μιας κάποιας μορφής εκτροπής αναγνωριζόταν και από πολιτικούς όπως ο σοσιαλδημοκράτης "πατέρας της Α' ελληνικής δημοκρατίας" Αλέξανδρος Παπαναστασίου αλλά και παεπιστημιακούς με βενιζελικό υπόβαθρο, όπως ο Δημήτριος Αιγινήτης, που έφτασε μάλιστα ως το θώκο του υπουργού παιδείας στην κυβέρνηση Παγκάλου. Στη δεύτερη περίπτωση μάλιστα, καθαρότερα απ' ό,τι στην πρώτη, γίνονται φανεροί οι λόγοι για την ανάδυση της συναίνεσης μεταξύ των διαφορετικών εκπροσώπων του αστικού πολιτικού κόσμου. Όπως δήλωνε ο καθηγητής, ο φόβος για την ανατροπή του κοινωνικού καθεστώτος ήταν ο κύριος μοχλός των πράξεων του. Η προσέγγιση των δυο κυρίαρχων αντίπαλων πολιτικών ρευμάτων του μεσοπολέμου πάνω στη γραμμή του αντικομμουνισμού έμελε να εξελιχθεί σε πολλά επεισόδια ακόμα, και να βρει την ουσιαστική της πραγμάτωση μεταπολεμικά, ενόψει εμφυλίου.

Επί του παρόντος οι διαχωριστικές γραμμές βενιζελικών-αντιβενιζελικών εστιάζονταν κυρίως στο θέμα της βασιλείας. Ο αντιβενιζελικός τύπος έδωσε πολύ μεγάλη έμφαση από τα μέσα της δεκαετίας του '20 στη σημασία του βασιλικού θεσμού για την Ελλάδα, ως καταλληλότερου πολιτεύματος για την ιδιοσυγκρασία των κατοίκων της, στοιχείο που τονίζεται με ένταση πρωτόφαντη ακόμα και για τα μέτρα της ανέκαθεν φιλομοναρχικής αυτής παράταξης. Οι διαφορές για την σκοπιμότητα της βασιλείας, στο μέλλον θα ατονούσαν υπό το φως των ραγδαίων κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων, ωστόσο κατά την περίοδο που εξετάζουμε γνώρισαν όξυνση που αντίστοιχη της έχει να επιδείξει μόνο η εποχή του Διχασμού, κυρίως στο πρώτο μισό της δεκαετίας του '30, μετά και τα αποτυχημένα κινήματα του Πλαστήρα το '33 και το '35. Μερίδα μάλιστα του αντιβενιζελικού τύπου καταλόγιζε, με πολύ μεγαλύτερη δριμύτητα απ'ό,τι συνηθιζόταν τότε από τους εκπροσώπους της "εσωκομματικής αντιπολίτευσης", υπερβολική χαλαρότητα στην ηγεσία του Λαϊκού κόμματος και προσωπικά στον Παναγή Τσαλδάρη, που δεν κατανοούσε την κρισιμότητα των στιγμών και της ανάγκης δυναμικής ανταπάντασης της παράταξης του για να παταχθούν οι "ασύδοτοι δημοκράτες". Ακόμα και ναυαρχίδες του αντιβενιζελικού χώρου όπως η Καθημερινή, συντάσσονταν ολοένα και πιο ξεκάθαρα με το αντικοινοβουλευτικό ρεύμα*, κάτι που αποτυπώνει, μεταξύ άλλων, η έρευνα που δημοσιεύτηκε μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας το Γενάρη του 1934, με τίτλο "Δικτατορία ή κοινοβουλευτισμός', με αποδέκτες πολιτικούς άνδρες της εποχής. Εκεί πλειοψήφησαν σαφώς οι διαφόρων αποχρώσεων αντικοινοβουλευτικές απόψεις, ανάμεσα τους εκείνες του Γεωργίου Παπανδρέου, ο οποίος ναι μεν αρνούνταν την αναγκαιότητα της δικτατορίας στην Ελλάδα (είναι γνωστό εξάλλου πως επί Μεταξά ήταν από τους λίγους αστούς πολιτικούς που γνώρισαν τον εκτοπισμό, συγκεκριμένα στην Άνδρο), θεωρούσε ωστόσο πως σε συγκεκριμένες συνθήκες συνιστούσε εν δυνάμει ένα αναγκαίο κακό, ενώ σε παρόμοιο μήκος κύματος ο υφηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Γρηγόρης Κασιμάτης, δεχόταν τη δικτατορία ως μεταβατικό στάδιο σε μια διαδικασία ανανέωσης του κοινοβουλευτισμού. 

Στην επόμενη ανάρτηση μας θα ολοκληρώσουμε την περιήγηση μας στις θεωρητικές συζητήσεις περί δικτατορίας και θα ασχοληθούμε με τις οργανώσεις που προώθησαν διάφορες μορφές της μέσω της δράσης τους. 


* Ο διευθυντής της οποίος, Γεώργιος Βλάχος πήρε ξεκάθαρη θέση λίγους μήνες αργότερα, συντασσόμενος με τη λογική του "αναγκαίου κακού" μιας χρονικά πεπερασμένης εκτροπής. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου