Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2013

Συντηρητικός και φασιστικός λόγος στην Ελλάδα Β. Η σαγήνη του αυταρχισμού και τα αστικά πολιτικά κόμματα τη δεκαετία του '30

Το "φλερτ" των αστικών πολιτικών δυνάμεων, αρχής γενομένης από τους αντιβενιζελικούς αλλά επεκτεινόμενο σταδιακά και στις παρυφές της σοσιαλδημοκρατίας, χρονολογείται αρκετά διακριτά από την εποχή της δικτατορίας του Παγκάλου, ενώ βρίσκει την πλήρη του έκφανση στο α'μισό της δεκαετίας του '30. Στην πρώτη περίπτωση, όσες εφημερίδες, προερχόμενες από τον αντιβενιζελικό χώρο, στήριξαν το εγχείρημα, αφενός στηλίτευσαν όσους πολιτικούς του βενιζελογενούς φάσματος αρνήθηκαν να στηρίξουν τον Πάγκαλο, αφετέρου προπαγάνδιζαν ανοικτά την ανάγκη της επιβολής ενός αυταρχικότερου μοντέλου διακυβέρνησης, ακόμα κι αν αυτό συνεπαγόταν σημαντικούς περιορισμούς ή και αναστολή σε βασικές λειτουργίες του κοινοβουλετικού συστήματος. Ιδιαίτερη υποστήριξη δινόταν στο ιδεολόγημα-το οποίο ανακυκλώνεται έκτοτε κι ως τις μέρες μας σε τακτική βάση- της υπέρβασης "αριστεράς και δεξιάς" και του "κομματισμού". Σε πρώτη φάση βέβαια ο αντικοινοβουλευτισμός προβάλλονταν όχι ως ευκταίο, αλλά ως "έκτακτο μέτρο" που επέτασσαν οι εξαιρετικές συνθήκες. Ως τέτοιες προβάλλονταν οι έριδες του πολιτικού κόσμου, που απέτρεπαν τη λήψη αναγκαίων μέτρων όπως η περιστολή των δημοσίων δαπανών, η μείωση των προσλήψεων στο δημόσιο και η αύξηση της φορολογητέας βάσης.

Η αναγκαιότητα μιας κάποιας μορφής εκτροπής αναγνωριζόταν και από πολιτικούς όπως ο σοσιαλδημοκράτης "πατέρας της Α' ελληνικής δημοκρατίας" Αλέξανδρος Παπαναστασίου αλλά και παεπιστημιακούς με βενιζελικό υπόβαθρο, όπως ο Δημήτριος Αιγινήτης, που έφτασε μάλιστα ως το θώκο του υπουργού παιδείας στην κυβέρνηση Παγκάλου. Στη δεύτερη περίπτωση μάλιστα, καθαρότερα απ' ό,τι στην πρώτη, γίνονται φανεροί οι λόγοι για την ανάδυση της συναίνεσης μεταξύ των διαφορετικών εκπροσώπων του αστικού πολιτικού κόσμου. Όπως δήλωνε ο καθηγητής, ο φόβος για την ανατροπή του κοινωνικού καθεστώτος ήταν ο κύριος μοχλός των πράξεων του. Η προσέγγιση των δυο κυρίαρχων αντίπαλων πολιτικών ρευμάτων του μεσοπολέμου πάνω στη γραμμή του αντικομμουνισμού έμελε να εξελιχθεί σε πολλά επεισόδια ακόμα, και να βρει την ουσιαστική της πραγμάτωση μεταπολεμικά, ενόψει εμφυλίου.

Επί του παρόντος οι διαχωριστικές γραμμές βενιζελικών-αντιβενιζελικών εστιάζονταν κυρίως στο θέμα της βασιλείας. Ο αντιβενιζελικός τύπος έδωσε πολύ μεγάλη έμφαση από τα μέσα της δεκαετίας του '20 στη σημασία του βασιλικού θεσμού για την Ελλάδα, ως καταλληλότερου πολιτεύματος για την ιδιοσυγκρασία των κατοίκων της, στοιχείο που τονίζεται με ένταση πρωτόφαντη ακόμα και για τα μέτρα της ανέκαθεν φιλομοναρχικής αυτής παράταξης. Οι διαφορές για την σκοπιμότητα της βασιλείας, στο μέλλον θα ατονούσαν υπό το φως των ραγδαίων κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων, ωστόσο κατά την περίοδο που εξετάζουμε γνώρισαν όξυνση που αντίστοιχη της έχει να επιδείξει μόνο η εποχή του Διχασμού, κυρίως στο πρώτο μισό της δεκαετίας του '30, μετά και τα αποτυχημένα κινήματα του Πλαστήρα το '33 και το '35. Μερίδα μάλιστα του αντιβενιζελικού τύπου καταλόγιζε, με πολύ μεγαλύτερη δριμύτητα απ'ό,τι συνηθιζόταν τότε από τους εκπροσώπους της "εσωκομματικής αντιπολίτευσης", υπερβολική χαλαρότητα στην ηγεσία του Λαϊκού κόμματος και προσωπικά στον Παναγή Τσαλδάρη, που δεν κατανοούσε την κρισιμότητα των στιγμών και της ανάγκης δυναμικής ανταπάντασης της παράταξης του για να παταχθούν οι "ασύδοτοι δημοκράτες". Ακόμα και ναυαρχίδες του αντιβενιζελικού χώρου όπως η Καθημερινή, συντάσσονταν ολοένα και πιο ξεκάθαρα με το αντικοινοβουλευτικό ρεύμα*, κάτι που αποτυπώνει, μεταξύ άλλων, η έρευνα που δημοσιεύτηκε μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας το Γενάρη του 1934, με τίτλο "Δικτατορία ή κοινοβουλευτισμός', με αποδέκτες πολιτικούς άνδρες της εποχής. Εκεί πλειοψήφησαν σαφώς οι διαφόρων αποχρώσεων αντικοινοβουλευτικές απόψεις, ανάμεσα τους εκείνες του Γεωργίου Παπανδρέου, ο οποίος ναι μεν αρνούνταν την αναγκαιότητα της δικτατορίας στην Ελλάδα (είναι γνωστό εξάλλου πως επί Μεταξά ήταν από τους λίγους αστούς πολιτικούς που γνώρισαν τον εκτοπισμό, συγκεκριμένα στην Άνδρο), θεωρούσε ωστόσο πως σε συγκεκριμένες συνθήκες συνιστούσε εν δυνάμει ένα αναγκαίο κακό, ενώ σε παρόμοιο μήκος κύματος ο υφηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Γρηγόρης Κασιμάτης, δεχόταν τη δικτατορία ως μεταβατικό στάδιο σε μια διαδικασία ανανέωσης του κοινοβουλευτισμού. 

Στην επόμενη ανάρτηση μας θα ολοκληρώσουμε την περιήγηση μας στις θεωρητικές συζητήσεις περί δικτατορίας και θα ασχοληθούμε με τις οργανώσεις που προώθησαν διάφορες μορφές της μέσω της δράσης τους. 


* Ο διευθυντής της οποίος, Γεώργιος Βλάχος πήρε ξεκάθαρη θέση λίγους μήνες αργότερα, συντασσόμενος με τη λογική του "αναγκαίου κακού" μιας χρονικά πεπερασμένης εκτροπής. 

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2013

Επισκόπησης της νεοελληνικής εκπαίδευσης Γ. Από το 1900 ως το 1917

Η πρώτη δεκαετία του 1900 κύλησε χωρίς εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, είχε ωστόσο σημαντικές εξελίξεις στο γλωσσικό ζήτημα, το οποίο για ευνόητους λόγους άπτονταν εκπαιδευτικών θεμάτων καθώς και την εμφάνιση της κομβικής προσωπικότητας του Αλέξανδρου Δελμούζου και των πρωτοποριακών για την εποχή μεθόδων τους. Πολιτικά η φαινομενική στασιμότητα, πέραν της περιοχής της Κρήτης με το κίνημα στη Θέρισο΄και την εμφάνιση του Ελευθέριου Βενιζέλου στην πολιτική σκηνή, συνταράσσεται από το κίνημα του Στρατιωτικού συνδέσμου στο Γουδί του 1909, εγκαινιάζοντας μια νέα φάση στον αστικό εκσυγχρονισμό της χώρας.

Το γλωσσικό, που ήδη είχε ξεκινήσει ν'απασχολεί έντονα την πολιτική και τη διανόηση από τις τελευταίες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα περνάει στη θερμή του φάση στις αρχές του 20ου αιώνα, με τα περιβόητα επεισόδια των Ευαγγελικών (1901) και των Ορεστειακών (1904). Στην πρώτη περίπτωση, οι ταραχές ξεκίνησαν με αφορμή τη δημοσίευση στην εφημερίδα Ακρόπολις μιας απόδοσης της Καινής Διαθήκης στη δημοτική από τον Αλέξανδρο Πάλλη, οπαδό των ιδεών του Ψυχάρη. Η αντίδραση στην πρωτοβουλία αυτή ενορχηστρώθηκε από τους καθηγητές της Φιλοσοφικής Σχολής Μιστριώτη* και Βάση, ενώ στο χώρο του τύπου, ναυαρχίδες του αντιδημοτικισμού όπως το "Εμπρός" και "Οι καιροί" ξιφουλκούσαν κατά του Πάλλη και της μετάφρασης του. Από τη χορεία των γλωσσαμυντόρων δε θα μπορούσε να λείψει η Ιερά Σύνοδος, αλλά και το ίδιο του Οικουμενικό πατριαρχείο που δια στόματος Ιωακείμ Γ' καταδίκασε την απόδοση του Πάλλη. Τα πνεύματα εκτραχύνθηκαν ωστόσο κατά τη διάρκεια του φοιτητικού συλλαλητηρίου, στο οποίο κάλεσαν οι φοιτητές της Θεολογικής σχολής, ενώ παρευρέθηκαν πολλοί και από τις άλλες σχολές του Πανεπιστημίου Αθηνών. Κύρια αιτήματα ήταν η καύση όλων των αποδόσεων του Πάλλη στη δημοτική, καθώς κι ο αφορισμός του καθώς και όλων των εργαζόμενων στην εφημερίδα "Ακρόπολις". Κατά τη διάρκεια της διαδήλωσης υπήρξαν 8 νεκροί και 150 τραυματίες, ανάμεσα τους ακόμα κι ο πρόεδρος της κυβέρνησης Γ. Θεοτόκη.

Η επόμενη κρίση με αιχμή του δόρατος το γλωσσικό, σε ηπιότερη έκταση αυτή τη φορά, ήταν τα λεγόμενα "Ορεστειακά" (1903), που προκλήθηκαν με αφορμή την απόφαση του Βασιλικού Θεάτρου (το σημερινό Εθνικό) να ανεβάσει την "Ορέστεια" του Αισχύλου σε μετάφραση του καθηγητή Σωτηριάδη, ένα μνημείο γλωσσικής αναποφασιστικότητας μεταξύ καθαρεύουσας και δημοτικής. Στο επίκεντρο των αντιδράσεων βρέθηκε και πάλι ο Μιστριώτης, ο οποίος μάλιστα επιχείρησε να συνδέσει τη χρήση της δημοτικής με τον πανσλαβισμό και τις διεκδικήσεις της Βουλγαρίας στη Μακεδονία. Φαίνεται πως τα προσωπικά κίνητρα δεν ήταν αμελητέα στη στάση του Μιστριώτη, ο οποίος, έχοντας ιδρύσει την "Εταιρεία αρχαίων δραμάτων" πιθανόν να φοβόταν την αύξηση του ανταγωνισμού για την είσπραξη των κρατικών επιχορηγήσεων, εφόσον γενικεύονταν η χρήση δημώδους γλώσσας στις παραστάσεις. Τα επεισόδια με πρωταγωνιστές τους φοιτητές για μια ακόμη φορά, μολονότι είχαν έναν νεκρό, ήταν ωστόσο ανίκανα να αποτρέψουν το ανέβασμα της παράστασης.

Στο αμιγώς εκπαιδευτικό πεδίο, σημαντικά γεγονότα υπήρξε η ίδρυση της "Φοιτητικής Συντροφιάς", αλλά κυρίως του "Εκπαιδευτικού ομίλου" το 1910, που έμελε να παίξει κομβικό ρόλο στην αναμόρφωση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Κορυφαίο γεγονός ωστόσο υπήρξε η λειτουργία του Ανώτερου Δημοτικού Παρθεναγωγείο Βόλου, υπό τη διεύθυνση του Αλεξάνδρου Δελμούζου από το 1908 ως το 1911, όταν το σχολείο έκλεισε, λόγω των αντιδράσεων από συντηρητικούς κύκλους της τοπικής κοινωνίας και όχι μόνο. O Δελμούζος, εκτός του ότι εισήγαγε το διεθνές κίνημα της "Νέας Αγωγής" (με κύρια χαρακτηριστικά την εμπειρική μάθηση και τη συνεργατική διδασκαλία) χρησιμοποίησε για πρώτη φορά στα ελληνικά χρονικά τη δημοτική. Την πολεμική κατά του Δελμούζου και του δημοτικού συμβουλίου που ίδρυσε το παρθεναγωγείο συντόνιζε η τοπική εφημερίδα "Κήρυξ", που ξεσπάθωνε κατά του "μαλλιαρού" , "εικοσιοκταετή νεανία". Αρνητική ήταν και η στάση του μητροπολίτης Δημητριάδος, που επισκεπτόμενος το σχολείο καταδίκασε το "ξενικό" του πνεύμα. Ψηφίσματα διαμαρτυρίας κατά του σχολείου αλλά και διαδηλώσεις κατά του "μασόνου" Δελμούζου έδιναν τον τόνο, αναγκάζοντας τελικά τις αρχές να κλείσουν το Παρθεναγωγείο τρία χρόνια μετά την ίδρυση του. Η ένταση κορυφώθηκε με την προσαγωγή του Δελμούζου και των δημοτικών συμβούλων Ζάχου και Σαράτση σε δίκη το 1914, τα περίφημα "Αθεϊκά" του Ναυπλίου, που οδήγησαν πάντως στην απαλλαγή των κατηγορουμένων από κάθε κατηγορία. 

Το κίνημα στο Γουδί και στη συνέχεια η πρώτη κυβέρνηση Βενιζέλου καθώς και οι Βαλκανικοί πόλεμοι 1912-13 οριοθετούν το οριστικό πέρασμα της Ελλάδας σε έναν σύγχρονο, για τα δεδομένα των Βαλκανίων, καπιταλισμό και μια σχετικώς λειτουργούσα αστική δημοκρατία. Ο εκσυγχρονισμός της εκπαίδευσης γινόταν πιο επιτακτικός από ποτέ, αφού οι εκθέσεις για την κατάσταση της δεν παρουσίαζαν αξιόλογη πρόοδο σε σχέση με εκείνη τρεις δεκαετίες νωρίτερα. Το διατυπωμένο ήδη από τη δεκαετία του 1870 αίτημα για την "πρακτικότητα" της εκπαίδευσης έγινε προσπάθεια να αποτυπωθεί πειστικά στα νομοσχέδια του 1913, την εισηγητική έκθεση των οποίων έγραψε ο Δημήτρης Γληνός. Στο νέο εξαετές δημοτικό σχολείο προβλεπόταν να παρέχονται εμπορικές, βιοτεχνικές, βιομηχανικές και γεωργοκτηνοτροφικές γνώσεις. Εμφανέστερος ήταν όμως ο προσανατολισμός του νέου εκπαιδευτικού συστήματος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, όπου προβλεπόταν ο διαχωρισμός σε γυμνάσιο έξι ετών και τριετές αστικό σχολείο. Η ταξική στόχευση αυτού του διαχωρισμού διόλου δεν αποκρυβόταν από το νομοθέτη. Το γυμνάσιο, κατά τον εισηγητή, θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες τῆς ἀνωτέρας τάξεως και θα φιλοξενεί στους κόλπους του τοὺς μέλλοντας ἐπιστήμονας, τοὺς μεγαλοκτηματίας, τοὺς μεγαλεμπόρους, τοὺς μεγαλοβιομηχάνους, τοὺς ἀξιωματικοὺς καὶ πᾶσαν τὴν ἀνωτέραν ὑπαλληλίαν τοῦ κράτους. Τα αστικά σχολεία προορίζονταν για την μέσην ἀστικήν τάξιν και απευθύνονταν στους μέλλοντας ἐμπόρους, μικροβιομηχάνους καί βιοτέχνας, τούς γεωργοκτηματίας, τούς ἐμποροϋπαλλήλους, τήν κατωτέραν ὑπαλληλίαν τοῦ κράτους. Για την αποφυγή πλήρων στεγανών μεταξύ της μικροαστικής και της μεσοαστικής και μεγαλοαστικής τάξης (η εργατική προορίζονταν κατά μείζονα λόγο να αρκεστεί στην αναβαθμισμένη πρωτοβάθμια εκπαίδευση), προβλεπόταν η δυνατότητα εισόδου των αποφοίτων των αστικών σχολείων κατόπιν εξετάσεων σε μια από τις τρεις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου. 

Επιπλέον καινοτομίες του νομοσχεδίου ήταν η εισαγωγή της παρακολούθησης συμπληρωματικών μαθημάτων από ήδη εργαζόμενους, με ρήτρες μάλιστα για όσους εργοδότες δεν την επέτρεπαν στους υπαλλήλους τους, η εξομοίωση της εκπαίδευσης αρρένων και θηλέων, η ίδρυση πρακτικών σχολείων για κορίτσια καθώς και του πρώτου Τεχνικού Διδασκαλείου. Για άλλη μια φορά, τα συντηρητικά αντανακλαστικά ισχυρής μερίδας του πολιτικού κόσμου απέτρεψαν την εφαρμογή του νομοσχεδίου, ωστόσο οι μεταρρυθμίσεις σχετικά με την πρακτική εκπαίδευση θηλέων και η δημιουργία Τεχνικού Διδασκαλείου άρχισαν να υλοποιούνται ένα χρόνο αργότερα. Ένα μέρος της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του 1913 εφαρμόστηκε τελικά με τα νομοσχέδια του 1917, που θεσπίστηκαν επί εθνικού Διχασμού στο προσωρινό κράτος της Θεσσαλονίκης. Συγκεκριμένα εισάγονταν οριστικά πια η δημοτική στα σχολεία στοιχειώδους εκπαίδευσης, με την καθαρεύουσα να διδάσκεται στις δυο τελευταίες τάξεις. Θεσπίστηκαν επίσης νέοι όροι συγγραφής, διάθεσης και διάρκειας των σχολικών βιβλίων, μέριμνα για την επιμόρφωση των δασκάλων, και αποκέντρωση των σχολείων. Ωστόσο, η υλοποίηση ενός πραγματικά εκσυγχρονιστικού εκπαιδευτικού προγράμματος θα εκκρεμούσε για καιρό ακόμη.

*Ενός σημαντικού φιλολόγου με πολύπλευρο έργο, το οποίο έμελε να επισκιαστεί εξαιτίας των υπερσυντηρητικών γλωσσικών του απόψεων. 

Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2013

Συντηρητικός και φασιστικός λόγος στην Ελλάδα Ι. Αντιβενιζελισμός στον Διχασμό και το Μεσοπόλεμο

Το βασικό χαρακτηριστικό του αντιβενιζελικού λόγου είναι η κυρίαρχη θέση που καταλαμβάνει σε αυτόν η έννοια "λαός" σε αντιδιαστολή προς το "έθνος" το οποίο είχε οικειοποιηθεί κατά μείζονα λόγο ο βενιζελισμός. Αυτό δε σημαίνει πως είχε εξοβελίσει τον πρώτο όρο από τη ρητορική του, μόνο το ότι τον χρησιμοποιούσε ως δηλωτικό μιας οντότητα ευεπίφορης στην εξαπάτηση και τα ολισθήματα, σε αντίθεση με το υπερβατικό "έθνος", που ανάγονταν πέρα από συγκεκριμένα πρόσωπα σε αναλλοίωτη κατηγορία. Σε συμβολικό επίπεδο, η σύνδεση "λαού"-αντιβενιζελικών αποτυπώνεται στην έκδοση, το 1917

Η διαφοροποίηση αυτή δεν ήταν τυχαία, αλλά αντανακλά κι ένα συγκεκριμένο ταξικό υπόβαθρο, κάτι που γίνεται ποιο φανερό από την αυτοαναγόρευση των αντιβενιζελικών σε προστάτες των "λαϊκών" και των "εργαζόμενων τάξεων". Η ορολογία ήταν σκόπιμα συσκοτιστική και γενικόλογη κατά την πρώτη περίοδο που εξετάζουμε, δηλαδή εκείνη του Α' Παγκόσμιου πολέμου, γίνεται ωστόσο αρκετά σαφής κατά την αμέσως επόμενη, ειδικά από τα μέσα της δεκαετίας του '20, όταν σε ένα ευρύ φάσμα αντιβενιζελικών εφημερίδων γίνεται πιο συγκεκριμένη οριοθέτηση των στρωμάτων που εξέφραζε ή υποστήριζε πως εκφράζει η συγκεκριμένη παράταξη. Γίνεται λόγος για "εργαζόμενους και παραγωγικό κόσμο, επαγγελματίες, βιοτέχνες, επιστήμονες, δημόσιους και ιδιωτικούς υπαλλήλους, στρατιωτικούς, μικροαγρότες και μικροκεφαλαιούχους" ενώ ενίοτε δηλώνεται χωρίς περιστροφές πως οι αντιβενιζελικοί εκπροσωπούν τη "μέση αστική τάξη". Επρόκειτο δηλαδή για την πολιτική έκφραση ενός κοινωνικού συνονθυλεύματος, αποτελούμενο κυρίως από μικροαστούς διαφόρων διαστρωματώσεων, του χωριού και της πόλης, ανθρώπους του κρατικού μηχανισμού, εκπροσώπους ημιφεουδαρχικών καταλοίπων του προηγούμενου αιώνα, αλλά και σημαντικά τμήματα της σχετικά ολιγάριθμης ακόμα, αλλά αναπτυσσόμενης εργατικής τάξης, ιδιαίτερα μάλιστα πριν την ίδρυση του ΣΕΚΕ*. Επρόκειτο για μια ευρεία κατηγορία ατόμων που αισθάνονταν, για διαφορετικούς και όχι κατ'ανάγκη συμβιβαζόμενους λόγους, την απειλή από τους μεγαλοαστούς που στη μεγάλη τους πλειονότητα εκπροσωπούνταν από τους βενιζελικούς. Οι λόγοι πέραν των πιο γενικών και συχνά ασύνειδων για τα ίδια τα υποκείμενα (αντίθεση μισθωτής εργασίας-εργοδοσίας, οι φόβοι της μικρής ιδιοκτησίας για απορρόφηση της από τη μεγαλύτερη, η ανησυχία για την πρόσβαση στον κρατικό μηχανισμό) είχαν τις ρίζες τους σε μια πολύ απτή πραγματικότητα, την αισχροκέρδεια μεγαλεμπόρων, πλοιοκτητών και μεγαλοπαραγωγών, κατά βάση βενιζελικών, που επωφελούνταν από τις σκληρές συνθήκες του πολέμου, και ειδικά από την κατάσταση που διαμορφώθηκε μετά το συμμαχικό αποκλεισμό του Πειραιά το 1916, ο οποίος προκάλεσε ακόμα και περιστατικά λιμού στην πρωτεύουσα.

Υπό αυτό το πρίσμα, είναι ευνόητη η χρήση "αντιπλουτοκρατικών" συνθημάτων και αιτημάτων στον αντιβενιζελικό λόγο. Ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά, ειδικά κατά την περίοδο του εθνικού διχασμού, είναι εκείνο της αύξησης της φορολογίας των αλευροβιομηχάνων και των εφοπλιστών, και της μείωσης της στις "ασθενέστερες τάξεις". Θέματα που άπτονται της διαβίωσης των φτωχότερων στρωμάτων πρωταγωνιστούν συχνά στα πρωτοσέλιδα του αντιβενιζελικού τύπου. Η στενή σύνδεση του Βενιζέλου με τα συμφέροντα της Ανάντ γινόταν εύκολος στόχος για τη διατύπωση κατηγοριών ξενοδουλείας από πλευράς της αντιπολίτευσης, η οποία στο οικονομικό επίπεδο εκφραζόταν με τις λεόντειες συμβάσεις με την Ούλεν για την ύδρευση και την Πάουερ για τον ηλεκτρισμό. Με το πέρασμα στο Μεσοπόλεμο, ιδιαίτερα από τα μέσα της δεκαετίας του '20 κι εξής, οι επιθέσεις στην "ληστρικήν κεφαλαιοκρατίαν" δεν υποχωρούν μεν, ωστόσο συνοδεύονται και από μια νέα οριοθέτηση της αντιβενιζελικής παράταξης στο κοινωνικοπολιτικό πεδίο: εκείνο της αντιδιαστολής προς τον "εργατικόν κομμουνισμόν", ο οποίος μολονότι αριθμητικά αδύναμος, είχε κάνει ήδη αισθητή την παρουσία του στο πολιτικό και συνδικαλιστικό πεδίο. 

Ένα άλλο σταθερό, αλλά οψιμότερο σχετικά, στοιχείο του αντιβενιζελικού λόγου, είναι εκείνο της "νομιμοφροσύνης" της παράταξης και των οπαδών της. Η παραβίαση της νομιμότητας συνίστατο στη διάσπαση του ελληνικού κράτος με τη μεταφορά της έδρας της βενιζελικής κυβέρνησης στη Θεσσαλονίκη, στην απροκάλυπτη ανάμειξη των δυνάμεων της αντάντ στα εσωτερικά της χώρας καθώς και την απομάκρυνση του βασιλιά από το θρόνο και τη χώρα, ενός προσώπου που θεωρούνταν ως εγγυητής του πολιτεύματος, της ομαλότητας και της αξιοπιστίας της χώρας στον "πεπολιτισμένον κόσμον".  Κατά την περίοδο προ του 1922, το συγκεκριμένο κομμάτι της ρητορικής τους δεν προβάλλονταν ιδιαίτερα, κάτι που οφείλεται τόσο στη βενιζελική λογοκρισία, όσο και στο ότι ως κυβέρνηση μετά το 1920 δεν είχαν λόγους να προβάλλουν το συγκεκριμένο στοιχείο εφόσον οι "άνομοι" είχαν ήδη τιμωρηθεί από τη λαϊκή ψήφο (να σημειωθεί εδώ πως αποτελεί πιθανότατα αστικό μύθο η δήθεν επικράτηση των βενιζελικών σε ψήφους, για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. http://www.phorum.gr/viewtopic.php?f=51&t=256644&hilit=%CE%94%CE%AE%CE%B8%CE%B5%CE%BD+%CE%BD%CE%AF%CE%BA%CE%B7+%CE%92%CE%B5%CE%BD%CE%B9%CE%B6%CE%AD%CE%BB%CE%BF%CF%85). Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή ωστόσο, η επανάσταση του 1922, η δίκη κι εκτέλεση των εξ, το δημοψήφισμα για την αβασίλευτη δημοκρατία το 1924, από το οποία και απείχαν τα φιλοβασιλικά κόμματα, οδήγησαν τους αντιβενιζελικούς σε μια καθαρά αμυντική στάση, στην οποία οι αυτοχαρακτηρισμοί ως "νομιμόφρονες" και "συνταγματικοί", έναντι στην "στρατοκρατία" και τη "δεξιά" (sic), όπως αποκαλούσαν τα βενιζελογενή κόμματα, λειτουργούσαν ως κατάλληλη συνθηματολογική επένδυση. 

Σε ορισμένες περιπτώσεις οι καταγγελίες για την παραβίαση της νομιμότητας όπως την αντιλαμβάνονταν οι αντιβενιζελικοί, ωθούσε σε παροτρύνσεις προς τους οπαδούς να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους και να υπερασπιστούν με ένοπλη εξέγερση την ελευθερία τους. Η εφημερίδα "Αθηναϊκή", που πρωτοστατούσε στην εν λόγω επιχείρηση, καλούσε μάλιστα τους αναγνώστες της να εγγραφούν στον "Αντιστρατοκρατικόν σύνδεσμον", ιδρυτής του οποίου υπήρξε ο εκδότης της εφημερίδας. Ο ίδιος εξάλλου, στη διάρκεια της ¨βενιζελικής τυρρανίας¨ είχε ιδρύσει την '¨Αμυνα των καταναλωτών" κατά της ακρίβειας και της αισχροκέρδειας με σήμα την πράσινη μπουτουνιέρα των οπαδών της, εφόσον λόγω των συνθηκών δεν ήταν εφικτή μια πιο ανοιχτή αντικυβερνητική δραστηριότητα. Η τάση μερίδας αντιβενιζελικών παραγόντων να αυτονομούνται σε πιο ακραίες κατευθύνσεις από την επίσημη κομματική ηγεσία έγινε ακόμα πιο διακριτή κατά τις εκλογές του 1926, μετά την επαναστατική κυβέρνηση του στρατηγού Κονδύλη που είχε ανατρέψει τη δικτατορία Παγκάλου λίγους μήνες νωρίτερα, εκλογές που οδήγησαν στο σχηματισμό της οικουμενικής κυβέρνησης Ζαϊμη. Τη σημαία του αγώνα της αντιβενιζελικής βάσης που αμφισβητούσε τις επιλογές της ηγεσία σήκωσε κυρίως η οργάνωση του Φιλοσοφόπουλου "Συνταγματική δράσις", που καλούσε σε συγκεντρώσεις υπέρ της αποχής. Αναβίωση των επιστράτων του 1916 επιχείρησε η "Συνταγματική νεολαία", οργάνωση 2000 περίπου μελών, που είχε συσταθεί το 1924 κυρίως από απόστρατους βασιλικούς αξιωματικούς. Ο κύκλος της υπεράσπιστης της αντιβενιζελικής "συνταγματικότητας" ολοκληρώνεται το 1925, με την ίδρυση του "Πανελλήνιου Νεοσυνταγματικού Συνδέσμου" το οποίο από τη φύση των κύριων αιτημάτων του (εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού, περιορισμός του πολιτικού ρόλου του στρατού) φαίνεται πως λειτουργούσε ως μοχλός για την προώθηση πολύ συγκεκριμένων συντεχνιακών αιτημάτων τμήματος του αντιβενιζελικού "λαού".  

*Η ταλάντευση των εργατών μεταξύ ΣΕΚΕ κι αντιβενιζελικών φαίνεται εναργέστερα από τη γνωστή περίπτωση της υπερψήφισης υποψηφίων τόσο του ΣΕΚΕ όσο και τις Ηνωμένης Αντιπολίτευσης στις ιστορικές εκλογές του 1920, κάτι που επέτρεπε το τότε εκλογικό σύστημα με σφαιρίδια. 

Ενδεικτική βιβλιογραφία θα παρατεθεί στο τέλος του αφιερώματος.