Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2013

Συντηρητικός και φασιστικός λόγος στην Ελλάδα Ι. Αντιβενιζελισμός στον Διχασμό και το Μεσοπόλεμο

Το βασικό χαρακτηριστικό του αντιβενιζελικού λόγου είναι η κυρίαρχη θέση που καταλαμβάνει σε αυτόν η έννοια "λαός" σε αντιδιαστολή προς το "έθνος" το οποίο είχε οικειοποιηθεί κατά μείζονα λόγο ο βενιζελισμός. Αυτό δε σημαίνει πως είχε εξοβελίσει τον πρώτο όρο από τη ρητορική του, μόνο το ότι τον χρησιμοποιούσε ως δηλωτικό μιας οντότητα ευεπίφορης στην εξαπάτηση και τα ολισθήματα, σε αντίθεση με το υπερβατικό "έθνος", που ανάγονταν πέρα από συγκεκριμένα πρόσωπα σε αναλλοίωτη κατηγορία. Σε συμβολικό επίπεδο, η σύνδεση "λαού"-αντιβενιζελικών αποτυπώνεται στην έκδοση, το 1917

Η διαφοροποίηση αυτή δεν ήταν τυχαία, αλλά αντανακλά κι ένα συγκεκριμένο ταξικό υπόβαθρο, κάτι που γίνεται ποιο φανερό από την αυτοαναγόρευση των αντιβενιζελικών σε προστάτες των "λαϊκών" και των "εργαζόμενων τάξεων". Η ορολογία ήταν σκόπιμα συσκοτιστική και γενικόλογη κατά την πρώτη περίοδο που εξετάζουμε, δηλαδή εκείνη του Α' Παγκόσμιου πολέμου, γίνεται ωστόσο αρκετά σαφής κατά την αμέσως επόμενη, ειδικά από τα μέσα της δεκαετίας του '20, όταν σε ένα ευρύ φάσμα αντιβενιζελικών εφημερίδων γίνεται πιο συγκεκριμένη οριοθέτηση των στρωμάτων που εξέφραζε ή υποστήριζε πως εκφράζει η συγκεκριμένη παράταξη. Γίνεται λόγος για "εργαζόμενους και παραγωγικό κόσμο, επαγγελματίες, βιοτέχνες, επιστήμονες, δημόσιους και ιδιωτικούς υπαλλήλους, στρατιωτικούς, μικροαγρότες και μικροκεφαλαιούχους" ενώ ενίοτε δηλώνεται χωρίς περιστροφές πως οι αντιβενιζελικοί εκπροσωπούν τη "μέση αστική τάξη". Επρόκειτο δηλαδή για την πολιτική έκφραση ενός κοινωνικού συνονθυλεύματος, αποτελούμενο κυρίως από μικροαστούς διαφόρων διαστρωματώσεων, του χωριού και της πόλης, ανθρώπους του κρατικού μηχανισμού, εκπροσώπους ημιφεουδαρχικών καταλοίπων του προηγούμενου αιώνα, αλλά και σημαντικά τμήματα της σχετικά ολιγάριθμης ακόμα, αλλά αναπτυσσόμενης εργατικής τάξης, ιδιαίτερα μάλιστα πριν την ίδρυση του ΣΕΚΕ*. Επρόκειτο για μια ευρεία κατηγορία ατόμων που αισθάνονταν, για διαφορετικούς και όχι κατ'ανάγκη συμβιβαζόμενους λόγους, την απειλή από τους μεγαλοαστούς που στη μεγάλη τους πλειονότητα εκπροσωπούνταν από τους βενιζελικούς. Οι λόγοι πέραν των πιο γενικών και συχνά ασύνειδων για τα ίδια τα υποκείμενα (αντίθεση μισθωτής εργασίας-εργοδοσίας, οι φόβοι της μικρής ιδιοκτησίας για απορρόφηση της από τη μεγαλύτερη, η ανησυχία για την πρόσβαση στον κρατικό μηχανισμό) είχαν τις ρίζες τους σε μια πολύ απτή πραγματικότητα, την αισχροκέρδεια μεγαλεμπόρων, πλοιοκτητών και μεγαλοπαραγωγών, κατά βάση βενιζελικών, που επωφελούνταν από τις σκληρές συνθήκες του πολέμου, και ειδικά από την κατάσταση που διαμορφώθηκε μετά το συμμαχικό αποκλεισμό του Πειραιά το 1916, ο οποίος προκάλεσε ακόμα και περιστατικά λιμού στην πρωτεύουσα.

Υπό αυτό το πρίσμα, είναι ευνόητη η χρήση "αντιπλουτοκρατικών" συνθημάτων και αιτημάτων στον αντιβενιζελικό λόγο. Ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά, ειδικά κατά την περίοδο του εθνικού διχασμού, είναι εκείνο της αύξησης της φορολογίας των αλευροβιομηχάνων και των εφοπλιστών, και της μείωσης της στις "ασθενέστερες τάξεις". Θέματα που άπτονται της διαβίωσης των φτωχότερων στρωμάτων πρωταγωνιστούν συχνά στα πρωτοσέλιδα του αντιβενιζελικού τύπου. Η στενή σύνδεση του Βενιζέλου με τα συμφέροντα της Ανάντ γινόταν εύκολος στόχος για τη διατύπωση κατηγοριών ξενοδουλείας από πλευράς της αντιπολίτευσης, η οποία στο οικονομικό επίπεδο εκφραζόταν με τις λεόντειες συμβάσεις με την Ούλεν για την ύδρευση και την Πάουερ για τον ηλεκτρισμό. Με το πέρασμα στο Μεσοπόλεμο, ιδιαίτερα από τα μέσα της δεκαετίας του '20 κι εξής, οι επιθέσεις στην "ληστρικήν κεφαλαιοκρατίαν" δεν υποχωρούν μεν, ωστόσο συνοδεύονται και από μια νέα οριοθέτηση της αντιβενιζελικής παράταξης στο κοινωνικοπολιτικό πεδίο: εκείνο της αντιδιαστολής προς τον "εργατικόν κομμουνισμόν", ο οποίος μολονότι αριθμητικά αδύναμος, είχε κάνει ήδη αισθητή την παρουσία του στο πολιτικό και συνδικαλιστικό πεδίο. 

Ένα άλλο σταθερό, αλλά οψιμότερο σχετικά, στοιχείο του αντιβενιζελικού λόγου, είναι εκείνο της "νομιμοφροσύνης" της παράταξης και των οπαδών της. Η παραβίαση της νομιμότητας συνίστατο στη διάσπαση του ελληνικού κράτος με τη μεταφορά της έδρας της βενιζελικής κυβέρνησης στη Θεσσαλονίκη, στην απροκάλυπτη ανάμειξη των δυνάμεων της αντάντ στα εσωτερικά της χώρας καθώς και την απομάκρυνση του βασιλιά από το θρόνο και τη χώρα, ενός προσώπου που θεωρούνταν ως εγγυητής του πολιτεύματος, της ομαλότητας και της αξιοπιστίας της χώρας στον "πεπολιτισμένον κόσμον".  Κατά την περίοδο προ του 1922, το συγκεκριμένο κομμάτι της ρητορικής τους δεν προβάλλονταν ιδιαίτερα, κάτι που οφείλεται τόσο στη βενιζελική λογοκρισία, όσο και στο ότι ως κυβέρνηση μετά το 1920 δεν είχαν λόγους να προβάλλουν το συγκεκριμένο στοιχείο εφόσον οι "άνομοι" είχαν ήδη τιμωρηθεί από τη λαϊκή ψήφο (να σημειωθεί εδώ πως αποτελεί πιθανότατα αστικό μύθο η δήθεν επικράτηση των βενιζελικών σε ψήφους, για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. http://www.phorum.gr/viewtopic.php?f=51&t=256644&hilit=%CE%94%CE%AE%CE%B8%CE%B5%CE%BD+%CE%BD%CE%AF%CE%BA%CE%B7+%CE%92%CE%B5%CE%BD%CE%B9%CE%B6%CE%AD%CE%BB%CE%BF%CF%85). Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή ωστόσο, η επανάσταση του 1922, η δίκη κι εκτέλεση των εξ, το δημοψήφισμα για την αβασίλευτη δημοκρατία το 1924, από το οποία και απείχαν τα φιλοβασιλικά κόμματα, οδήγησαν τους αντιβενιζελικούς σε μια καθαρά αμυντική στάση, στην οποία οι αυτοχαρακτηρισμοί ως "νομιμόφρονες" και "συνταγματικοί", έναντι στην "στρατοκρατία" και τη "δεξιά" (sic), όπως αποκαλούσαν τα βενιζελογενή κόμματα, λειτουργούσαν ως κατάλληλη συνθηματολογική επένδυση. 

Σε ορισμένες περιπτώσεις οι καταγγελίες για την παραβίαση της νομιμότητας όπως την αντιλαμβάνονταν οι αντιβενιζελικοί, ωθούσε σε παροτρύνσεις προς τους οπαδούς να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους και να υπερασπιστούν με ένοπλη εξέγερση την ελευθερία τους. Η εφημερίδα "Αθηναϊκή", που πρωτοστατούσε στην εν λόγω επιχείρηση, καλούσε μάλιστα τους αναγνώστες της να εγγραφούν στον "Αντιστρατοκρατικόν σύνδεσμον", ιδρυτής του οποίου υπήρξε ο εκδότης της εφημερίδας. Ο ίδιος εξάλλου, στη διάρκεια της ¨βενιζελικής τυρρανίας¨ είχε ιδρύσει την '¨Αμυνα των καταναλωτών" κατά της ακρίβειας και της αισχροκέρδειας με σήμα την πράσινη μπουτουνιέρα των οπαδών της, εφόσον λόγω των συνθηκών δεν ήταν εφικτή μια πιο ανοιχτή αντικυβερνητική δραστηριότητα. Η τάση μερίδας αντιβενιζελικών παραγόντων να αυτονομούνται σε πιο ακραίες κατευθύνσεις από την επίσημη κομματική ηγεσία έγινε ακόμα πιο διακριτή κατά τις εκλογές του 1926, μετά την επαναστατική κυβέρνηση του στρατηγού Κονδύλη που είχε ανατρέψει τη δικτατορία Παγκάλου λίγους μήνες νωρίτερα, εκλογές που οδήγησαν στο σχηματισμό της οικουμενικής κυβέρνησης Ζαϊμη. Τη σημαία του αγώνα της αντιβενιζελικής βάσης που αμφισβητούσε τις επιλογές της ηγεσία σήκωσε κυρίως η οργάνωση του Φιλοσοφόπουλου "Συνταγματική δράσις", που καλούσε σε συγκεντρώσεις υπέρ της αποχής. Αναβίωση των επιστράτων του 1916 επιχείρησε η "Συνταγματική νεολαία", οργάνωση 2000 περίπου μελών, που είχε συσταθεί το 1924 κυρίως από απόστρατους βασιλικούς αξιωματικούς. Ο κύκλος της υπεράσπιστης της αντιβενιζελικής "συνταγματικότητας" ολοκληρώνεται το 1925, με την ίδρυση του "Πανελλήνιου Νεοσυνταγματικού Συνδέσμου" το οποίο από τη φύση των κύριων αιτημάτων του (εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού, περιορισμός του πολιτικού ρόλου του στρατού) φαίνεται πως λειτουργούσε ως μοχλός για την προώθηση πολύ συγκεκριμένων συντεχνιακών αιτημάτων τμήματος του αντιβενιζελικού "λαού".  

*Η ταλάντευση των εργατών μεταξύ ΣΕΚΕ κι αντιβενιζελικών φαίνεται εναργέστερα από τη γνωστή περίπτωση της υπερψήφισης υποψηφίων τόσο του ΣΕΚΕ όσο και τις Ηνωμένης Αντιπολίτευσης στις ιστορικές εκλογές του 1920, κάτι που επέτρεπε το τότε εκλογικό σύστημα με σφαιρίδια. 

Ενδεικτική βιβλιογραφία θα παρατεθεί στο τέλος του αφιερώματος. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου