Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2013

Επισκόπηση της νεοελληνικής εκπαίδευσης Γ. Από το 1857 ως το τέλος του 19ου αιώνα

Οι αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν στο εκπαιδευτικό σύστημα κατά το β' μισό του 19 αιώνα ήταν μικρές, όπως πιστοποιούν και οι σχετικές διατάξεις στο σύνταγμα του 1864, που ουσιαστικά αναπαράγουν τις αντίστοιχες του προηγούμενου του 1844, βασισμένες οι ίδιες στο έργο της Αντιβασιλείας. Από την άλλη, οι αλλαγές στο πολιτικό, αλλά κυρίως στο οικονομικό πεδίο, με τον βραδύ και άνισο μεταξύ των τομέων οικονομικής δραστηριότητας, αλλά σταθερό αστικό εκσυγχρονισμό της χώρας, ο οποίος στο πολιτικό πεδίο εκφράζεται κατεξοχήν με την εισαγωγή της δεδηλωμένης το 1875, την άνοδο του Τρικούπη στην εξουσία για πρώτη φορά το ίδιο έτος και τη θέσπιση του δικομματικού συστήματος εναλλαγής μεταξύ τρικουπικών-δηλιγιαννικών. Υπό αυτό το πρίσμα, δεν ήταν λίγοι όσοι συνειδητοποιούσαν την αποκοπή της εκπαίδευσης από τις παραπάνω εξελίξεις και την ανάγκη εκσυγχρονισμού της. Ειδικότερα, αρχίζουν να διατυπώνονται συγκεκριμένες προτάσεις από εκπροσώπους της πολιτείας (ενδεικτικά αναφέρονται, εκτός από τον Χαρ. ριστόπουλο, οι: Επαμ. Δεληγιώργης, Αθαν. Πετσάλης, Αντ. Μαυρομιχάλης, υπουργοί Παιδείας) από φορείς (Σύλλογος προς διάδοσιν Ελληνικών Γραμμάτων, Επιτροπή επί της εμψυχώσεως της Εθνικής Βιο‐
μηχανίας) αλλά και από ιδιώτες (Αλέξ. Σούτζος Ιωάν. Σκαλτσούνης, Εμμ. Δραγούμης, Ιωακείμ Παυλίδης, Δημ. Βικέλας) για καθιέρωση συστήματος και «πρακτικής» εκπαίδευσης στα σχολεία που θα συνέδεε την εκπαίδευση με την οικονομία. Όλοι αυτοί αγωνίζονται για την «βιομηχανικήν εκπαίδευσιν», «την διδασκαλίαν των τεχνών» και την πρακτική «εις βίον μόρφωσιν» πιστεύοντας στην ανάγκη προσαρμογής της εκπαίδευσης στις μεταβαλλόμενες ανάγκες της κοινωνίας και την
προετοιμασία του μαθητή για την ένταξή του στην κοινωνική και επαγγελματική ζωή. Κεντρικά αιτήματα είναι η καθολική στοιχειώδης εκπαίδευση, η στροφή του περιεχομένου της διδασκαλίας σε πρακτικότερες κατευθύνσεις και η προσαρμογή της εκπαίδευσης στις απαιτήσεις της οικονομικής ανάπτυξης με την καθιέρωση συστήματος δημόσιας εμπορικής και «πρακτικής» εκπαίδευσης.

Οι προβληματισμοί αυτοί -διόλου τυχαία με βάση τα όσα περιγράψαμε πιο πριν-κορυφώνονται από τις αρχές της δεκαετίας του 1870, και βρίσκουν και την αντανάκλαση τους σε συγκεκριμένες ενέργειες στην κατεύθυνση αυτή. Κομβικός υπήρξε ο ρόλος του "Συλλόγου προς διάδοσιν των ελληνικών γραμμάτων" ο οποίος είχε ιδρυθεί το 1869 και είναι γνωστός κυρίως για το έργο του υπέρ της διάδοσης της ελληνικής παιδείας στις τουρκοκρατούμενες και συχνά εθνικά διαφιλονικούμενες περιοχές. Η επιρροή του αφορούσε ωστόσο και στο εκπαιδευτικό σύστημα του ελληνικού κράτους, κυρίως μέσω των υποτροφιών που έδινε σε σπουδαστές διδασκαλικών επαγγελμάτων στο εξωτερικό. Το 1871, τρεις υπότροφοι του συλλόγου εστάλησαν στη Γερμανία για να φοιτήσουν πλάι στο μεγάλο παιδαγωγό Johann Friedrich Herbart, εισηγητή της λεγόμενης συνδιδακτικής μεθόδου. Όταν αποφοίτησαν το 1874, οι Παπαμάρκου, Μωραϊτης και Οικονόμου ήταν και οι πρώτοι που έφεραν τη μέθοδο αυτή στην Ελλάδα, ενώ ο δεύτερος συνέγραψε και σειρά οδηγών προς τους συναδέλφους τους. Από το 1880 η συνδιδακτική επιβλήθηκε με διάταγμα σε όλα τα σχολεία της επικράτειας, με υποχρεωτική μετεκπαίδευση των δασκάλων, που απολύονταν αν δε συμμορφώνονταν. Για την εποχή της πρωτοποριακή, η συνδιδακτική δεν ήταν παρά μια έκφανση της δασκαλοκεντρικής μεθόδου, που αντικατέστησε την ως τότε κυρίαρχη στην Ελλάδα αλληλοδιδακτική και σύμφωνα με την οποία όλο το διδακτικό έργο επαφίεται στο διδάσκοντα-παντογνώστη, ενώ οι μαθητές αντιμετωπίζονται ως άγραφα χαρτιά και παθητικοί αποδέκτες. Ενδιαφέρον είναι πάντως πως μέχρι σήμερα η διάταξη των σχολικών αιθουσών όπως προβλέπονται από τη συνδιδακτική μέθοδο, δηλαδή ορθογώνια δωμάτια, με παράθυρα μόνο από τη μία πλευρά, και στην κορυφή υπερυψωμένη η έδρα του δασκάλου παραμένει με μικρές αλλαγές κυρίαρχη στο εκπαιδευτικό μας σύστημα. 

Επόμενος σταθμός για την περίοδο που εξετάζουμε υπήρξε η ψήφιση του νόμο BTMΘ' του 1895, επί κυβέρνησης Δηλιγιάννη, o οποίος αναμόρφωσε την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, χωρίς να επιφέρει ουσιαστικές αλλαγές στις υπόλοιπες βαθμίδες. Η στοιχειώδης εκπαίδευση κατακερματίστηκε σε διάφορους τύπους σχολείων: Το γραμματοδιδασκαλεία με 4-6 χρόνια φοίτησης, που ιδρύονταν σε φτωχές αγροτικές περιοχές όπου δεν υπήρχαν άλλοι τύποι σχολείων, τα κοινά δημοτικά σε μεγάλα χωριά και κωμοπόλεις με 4 τάξεις και τα πλήρη εξατάξια δημοτικά, όπου οι δημοτικοί πόροι το επέτρεπαν. Ένα περίπλοκο σύστημα εξετάσεων οδηγούσε τελικά στη μείωση των μαθητών, ενώ η είσοδος στα πανεπιστήμια παρέμενε χωρίς εξετάσεις για τους αποφοίτους των Ελληνικών σχολείων. Οι άλλες καινοτομίες του νόμου υπήρξαν η θέσπιση του θεσμού του επιθεωρητή (έως τότε διορίζονταν μόνο έκτακτοι επιθεωρητές, γνωστότεροι όσοι συνέταξαν την περιβόητη έκθεση του 1883, με την οποία διεκτραγωδούνταν η άθλια κατάσταση στο χώρο της παιδείας) καθώς και η πρόβλεψη για τη δημιουργία σχολείων θηλέων σε περιοχές όπου υπήρχαν 25 και πάνω μαθήτριες, μέτρο που πρακτικά όμως είχε μάλλον πενιχρά αποτελέσματα. Για πρώτη φορά προβλέπεται επίσης η ίδρυση νηπιαγωγείων, αποκλειστικά από ιδιώτες ωστόσο. Η πρωτοβουλία (1897) για τη δημιουργία του πρώτου "Πρότυπου νηπιακού κήπου" όπως ονομάστηκε καθώς και του Διδασκαλείου Νηπιαγωγών Καλλιθέας ανήκει στην Αικατερίνη Λασκαρίδου, πρόεδρος της "Ένωσης Ελληνίδων". Σε ιδιωτικά χέρια "αφήνεται" και η περιλάλητη τεχνική εκπαίδευση, η οποία παρουσιάζει σημαντική αύξηση στα χρόνια αυτά. 

Όπως ήταν λογικό, κανείς δεν ήταν ικανοποιημένος με τις αλλαγές αυτές, κι έτσι σε διάστημα μόλις 4 ετών παρουσιάζεται και νέα νομοθετική πρωτοβουλία, το λεγόμενο νομοσχέδιο Ευταξία, από το όνομα του τότε υπουργού παιδείας. Σύμφωνα με αυτό η πρωτοβάθμια εκπαίδευση διακρίνονταν σε δύο κύκλους, τον πρώτο τριετή για την παροχή των βασικών γνώσεων και το δεύτερο τετραετή για όσους δεν επιθυμούσαν να συνεχίσουν στην επόμενη βαθμίδα, ώστε να ολοκληρώσουν τη στοιχειώδη τους εκπαίδευση εκεί. Ως γλώσσα διδασκαλίας ορίζεται η καθαρεύουσα ενώ εισάγεται σειρά μαθημάτων με πρακτικό χαρακτήρα, κυρίως σε σχέση με τις γεωργικές εργασίες. Στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση ορίζονταν δύο επάλληλοι κύκλοι τετραετούς διάρκειας έκαστος. Ειδική μνεία γινόταν στην τεχνική εκπαίδευση, η οποία προβλεπόταν να καλύπτει τον εμπορικό, το βιομηχανικό και τον επαγγελματικό τομέα. Για το σκοπό αυτό προβλεπόταν η χορήγηση υποτροφιών στο εξωτερικό για την εκπαίδευση του κατάλληλου προσωπικού. Τέλος γινόταν αναφορά στην ανάγκη ίδρυσης παιδαγωγικής πανεπιστημιακής σχολής καθώς και δύο Διδασκαλείων θηλέων. Η προσπάθεια σχετικού εκσυγχρονισμού που εισηγούνταν το νομοσχέδιο Ευταξία έπεσε στο κενό λόγω της καταψήφισης του από τους βουλευτές, ακόμα και της κυβερνητικής πλειοψηφίας, πλην ορισμένων επουσιωδών διατάξεων που έγιναν δεκτές. Κατόπιν αυτού ο Ευταξίας παραιτήθηκε, συνεχίζοντας να αρθρογραφεί στην κατεύθυνση της προώθησης του αστικού εκσυχρονισμού στα ελληνικά σχολεία. Η αναντιστοιχία βάσης-εποικοδομήματος σε ό,τι αφορά το εκπαιδευτικό σύστημα έμελλε να αρθεί μερικώς μόλις στις αρχές του επόμενου αιώνα.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου